Η ιστορία και η σύγχυση για το Κάστρο της Κιάφας…
Όταν γίνεται λόγος για το Κάστρο της Κιάφας ή αλλιώς Κάστρο του Σουλίου, σε πολλούς υπάρχει μια σύγχυση. Πιστεύουν ότι πρόκειται για το ξακουσμένο κάστρο των Σουλιωτών. Και όταν ακούν γι’ αυτό ή το βλέπουν από κοντά ή μακριά, στέκονται με θαυμασμό και περηφάνια για τη μεγάλη του ιστορία και δόξα. Πρόκειται ασφαλώς για λάθος αίσθηση και αντίληψη.
Και εξηγούμαι: το υπάρχον σήμερα κάστρο, που είναι πράγματι εντυπωσιακό, δεν είναι αυτό που έχτισαν και χρησιμοποίησαν οι Σουλιώτες στους μακροχρόνιους αγώνες τους εναντίον των στρατευμάτων των μουσουλμάνων αγαδομπέηδων της ευρύτερης περιοχής (κυρίως Γαρδικίου και Μαργαριτίου) ή πασάδων των Ιωαννίνων, προκατόχων του Αλή, και βέβαια εναντίον του ίδιου του Τεπελενλή. Όπως μάλιστα έχουν δείξει και αποδείξει οι νεότερες μελέτες και επιτόπιες έρευνες, το κάστρο του Σουλίου είναι της ίδιας αρχιτεκτονικής φιλοσοφίας με το κάστρο των Ιωαννίνων και οικοδομήθηκε στα χρόνια μετά την πτώση του Σουλίου (1803). Να σημειωθεί εδώ ότι ο πιο έγκυρος μελετητής και ερευνητής των μουσουλμανικών κάστρων είναι ο καθηγητής αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Γιώργος Σμύρης.
Το σημερινό, λοιπόν, κάστρο της Κιάφας οι Σουλιώτες το βρήκαν έτοιμο και το παρέλαβαν μετά την επιστροφή και εγκατάστασή τους στο Σούλι. Αν και η συμφωνία τους με τον πανούργο γιο της Χάμκως, να συμπαραταχθούν και συμπολεμήσουν τον Χουρσίτ Πασά, που πολιορκούσε τα Γιάννενα, με τον απαράβατο όρο να επιστρέψουν στα αγαπημένα τους χώματα, έγινε το Δεκέμβρη του 1820, ο Αλής καθυστερούσε να τους το παραδώσει. Χρησιμοποιούσε διάφορα προσχήματα, όπως ότι μέσα σ’ αυτό είχε τζαμί και πως έπρεπε να πάρει την άδεια του Σουλτάνου κλπ. Ώσπου η πίεση από τα μουσουλμανικά στρατεύματα του Χουρσίτ, έγινε πλέον ασφυκτική. Έτσι περί τα μέσα Μαρτίου του 1821, ο Τουρκαλβανός φρούραρχος και έμπιστος του Αλή Μούρτο - Τσάλης αναγκάστηκε να το παραδώσει στο Νότη και Κίτσο Μπότσαρη που ήταν στρατοπεδευμένοι στην περιοχή του σημερινού ναού της Παναγίας Κοπάνων κοντά στο Πέραμα Ιωαννίνων. Το νέο αυτό και επιβλητικό κάστρο της Κιάφας έμεινε στα χέρια των Σουλιωτών μέχρι την οριστική τους αποχώρηση από το Σούλι στις 2 Σεπτεμβρίου του 1822.
Γεννιέται όμως το ερώτημα: Γιατί άραγε ο Αλή Πασάς αποφάσισε να κατασκευάσει ένα τέτοιο επιβλητικό κτίσμα σ’ ένα τόπο παντελώς δυσπρόσιτο, τη στιγμή μάλιστα που το Σούλι και ολόκληρη η περιοχή ήταν πια στα χέρια του και οι Σουλιώτες βρίσκονταν εξόριστοι στα Εφτάνησα; Αν και άβυσσος η ψυχή του δοξομανή και υπερόπτη Αλή Πασά, θα απαντούσε κανείς πως κάτι του έλεγε μέσα του ότι οι «Κακοσουλιώτες» με την πρώτη ευκαιρία θα ξαναγυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους και τότε άντε πάλι να βρει το κουράγιο, τη δύναμη και τα πολυάριθμα στρατεύματα για να ξεκινήσει άλλους φοβερούς και φονικότατους πολέμους. Είδε κι έπαθε ώσπου να απαλλαγεί από τους «κλεφτογιδάδες» όπως τους αποκαλούσε υποτιμητικά. Έτσι, τώρα θα συνέχιζε απερίσπαστος να χτίζει το δικό του μεγάλο Τουρκαλβανικό κράτος, αυτόνομο και ανεξάρτητο από την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Το μεγαλοπρεπές λοιπόν κάστρο που έχτισε ο Αλής στην περίοπτη και στρατηγικής σημασίας θέση της Κιάφας και το οποίο βλέπουμε και θαυμάζουμε, έστω και στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα μετά από 220 περίπου χρόνια, είναι σε σχήμα παραλληλογράμμου, με διεύθυνση βορράς – νότος και καλύπτει όλο το άπλωμα της κορυφής. Οι διαστάσεις του ήταν περίπου 150 χ 50 μ. και το ύψος των εξωτερικών τειχών ξεπερνά τα 11μ. Είχε δύο τοξοειδείς εισόδους, πολυγωνικούς ακραίους προμαχώνες, περιμετρικές επάλξεις, κανονοθυρίδες, αντερείσματα καθώς και επιτείχιους οχετούς-ζεματίστρες. Εσωτερικά κατασκευάστηκαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις στρατωνισμού της φρουράς, αποθήκες, δεξαμενές, πυριτιδαποθήκες, τζαμί, κλπ. Υπήρχε ακόμη ένας πολυτελής ξενώνας (Σαράι) για την αφεντιά του πανίσχυρου τότε Βεζίρη.
Και λοιπόν, κάστρο των Σουλιωτών δεν υπήρχε; Φυσικά και υπήρχε. Μάλλον θα ταίριαζε η λέξη φρούριο. Μαρτυρούν την ύπαρξή του οι σύγχρονοι της εποχής περιηγητές και μάλιστα ο ιστορικός Χριστόφορος Περραιβός. Στην ίδια θέση και στο ύψωμα της «Τρύπας», όπως λεγόταν τότε. Εξάλλου στη μάχη του 1792 οι Σουλιώτες υπό των Αρχικαπετάνιο Γεώργιο Μπότσαρη στο φρούριο αυτό αμύνονταν. Όμως ήταν πολύ μικρότερο και απλούστερο από το μεταγενέστερο Κάστρο του Αλή πασά και σημερινό. Κι ακόμη κάτι. Όταν οι Σουλιώτισσες, στην ίδια μάχη, έτρεψαν σε φυγή τα πολυάριθμα στρατεύματα του Αλή υπό την περίφημη Μόσχω Τζαβέλα, γυναίκα του Λάμπρου και τριάντα τριών ετών, αυτές δεν βρίσκονταν μέσα στο κάστρο, αλλά στην απέναντι από αυτό ράχη «Βρέκε Βρετετέμε» (ράχη της αστραπής). Ωστόσο δεν έχει σωθεί κάποια περιγραφή ή εικόνα του από τους ιστορικούς, περιηγητές ή ζωγράφους της εποχής εκείνης για τον απλό λόγο ότι δεν ήταν κάτι το εντυπωσιακό. Όπως, βέβαια, υπήρχε και το κάστρο φρούριο του Κουγκίου, ακόμη μικρότερο αυτό, το οποίο είχαν χτίσει οι Σουλιώτες με την προτροπή και την επίβλεψη του καλόγηρου Σαμουήλ, στη διάρκεια των τεσσάρων ετών της πολιορκίας του (1800-1803) από τον Βελή Πασά, γιο του Αλή.
Όσο για την άποψη ορισμένων πως πριν ακόμη και από το κάστρο των Σουλιωτών υπήρχε στην ίδια θέση, στην κορυφή της Κιάφας, Ενετικό Κάστρο, αυτό δεν αποδεικνύεται από τους ιστορικούς και μελετητές. Εξάλλου οι Ενετοί, ως θαλασσινοί αυτοκράτορες, έχτιζαν κάστρα, και μάλιστα επιβλητικότατα, σε όλα σχεδόν τα νησιά και τις παραθαλάσσιες πόλεις που είχαν υπό την κατοχή τους (Κέρκυρα, Κρήτη, Λευκάδα, Πύλο, Μεθώνη, Ναύπλιο, κλπ). Ένα τέτοιο κάστρο στο ορεινό και απρόσιτο Σούλι δεν εξυπηρετούσε τα μεγαλεπίβουλα σχέδιά τους.
Σημ.: Ζεματίστρες (ή καταχύστρες) λέγονται οι χτιστές και κλειστές προεξοχές στο άνω τμήμα των τειχών - πύργων, κάτι σαν μπαλκόνια, από όπου οι αμυνόμενοι έβαλαν κατά των εχθρών που πλησίαζαν με πέτρες και τόξα. Ακόμη από εκεί έχυναν ζεματιστό νερό ή λάδι (από όπου και το όνομα).