Υπαρκτός ο κίνδυνος για νέες περιπέτειες!
Δεν ξέρω αν είναι ο «αέρας στα πανιά» της Νέας Δημοκρατίας μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου ή η ανεπάρκεια του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ που κάνει τόσο ρηχό και πρόχειρο τον αντιπολιτευτικό λόγο εν όψει του «δεύτερου γύρου» αλλά για να είμαστε δίκαιοι, πρόκειται για μια αναμενόμενη εξέλιξη. Ο Αλέξης Τσίπρας, αφού σκέφτηκε «για ώρες, μπορεί και ημέρες την παραίτηση», είναι δύσκολο να ανασυνταχθεί σε τρεις εβδομάδες και ο Νίκος Ανδρουλάκης βρέθηκε ξαφνικά από την... ηρεμία της τρίτης θέσης στο επίκεντρο της κομματικής αντιπαράθεσης, όπου κάθε λάθος έχει υψηλό πολιτικό και επικοινωνιακό κόστος.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι την τελευταία εβδομάδα ο πολιτικός διάλογος έχει προσανατολιστεί, σχεδόν αποκλειστικά, στα φορολογικά ζητήματα. Και το πιο παράδοξο, έχει φέρει σε θέση «αμυνόμενου» τα κόμματα της αντιπολίτευσης, κόντρα στη λογική που θα ήθελε τη Νέα Δημοκρατία να πιέζεται, αφού για τέσσερα χρόνια είχε την εξουσία και φιλοδοξεί να την κερδίσει και για μια δεύτερη θητεία.
Δεν έχει συμβεί ποτέ στο παρελθόν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης να προσπαθούν να αναχαιτίσουν την πορεία του αντιπάλου τους επισείοντας προς τους πολίτες την... απειλή της παντοδυναμίας του νικητή. Επαναλαμβάνω όχι της αυτοδυναμίας, αλλά της «παντοδυναμίας», με τη λογική ότι μια σταθερή, ισχυρή κυβέρνηση θα μπορεί να υλοποιήσει όσα υποσχέθηκε και αυτό μπορεί να εξελιχθεί σε... εκτροπή.
Προφανώς, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, γνωρίζοντας ότι έχουν χάσει κάθε πιθανότητα διεκδίκησης της εξουσίας, κάνουν ό,τι μπορούν για να ναρκοθετήσουν την πορεία της χώρας προς την ομαλότητα και την οικονομική σταθερότητα. Μισό αιώνα τώρα οι μονοκομματικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα είχαν ποσοστά από 42% έως 48%, αλλά κανείς δεν τόλμησε να μιλήσει για δημοκρατική απειλή εξαιτίας του υψηλού ποσοστού. Έκαναν τη δουλειά τους, άλλοι καλύτερα, άλλοι χειρότερα, και όταν ήρθε η ώρα της κάλπης, ο λαός αποφάσισε για τη συνέχεια.
Η θητεία ενός κόμματος στα έδρανα της αντιπολίτευσης υποτίθεται ότι του προσφέρει τον αναγκαίο χρόνο για αυτοκριτική, διόρθωση των λαθών, ανανέωση σε πρόσωπα και πολιτικές, ώστε να διεκδικήσει εκ νέου την εξουσία. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, τέσσερα χρόνια τώρα, δεν αντελήφθησαν καν αυτή την αναγκαιότητα. Υιοθέτησαν μια στείρα, λαϊκίστικη αντιπολιτευτική τακτική, βασισμένη αποκλειστικά στην επικαιρότητα, επένδυσαν στον φόβο και έριξαν τις ευθύνες στα ΜΜΕ και τις δημοσκοπήσεις.
Μια «συνταγή» που αποδείχθηκε καταστροφική για τους ίδιους, αλλά και πάλι δεν τους άλλαξε. Είναι έκδηλη η αδυναμία τους να κατανοήσουν ότι μπήκαμε σε μια περίοδο ομαλότητας, στη διάρκεια της οποίας η κοινωνία, μετά από δεκαετή περιπέτεια, χρειάζεται θετικό περιβάλλον, εποικοδομητικές ιδέες και όχι τοξικές συγκρούσεις. Έτσι συνεχίζουν στην ίδια ρότα, θεωρώντας ότι ψαλιδίζουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ενώ στην πράξη ακυρώνουν τη δική τους προσπάθεια. Σε ό,τι αφορά τις αλλαγές σε πρόσωπα που επιχείρησε βεβιασμένα ο Αλέξης Τσίπρας, έπρεπε να είχαν γίνει χρόνια πριν. Τώρα είναι πολύ αργά, ίσως να αποδειχθούν χρήσιμες όμως για το μέλλον.
Οι εκλογές της 21ης Μαΐου έδωσαν ένα ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα για όσα θέλει και όσα πιστεύει η κοινωνία. Κρίθηκε το παρελθόν και μπήκε το πλαίσιο για το μέλλον. Παραμένουν όμως ορθάνοιχτα τα πρακτικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη διακυβέρνηση της χώρας και ποιο από τα κόμματα θα αναλάβει τον κρίσιμο ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο κίνδυνος να μην υπάρξει αυτοδύναμη κυβέρνηση είναι πραγματικός. Η είσοδος δύο ακόμη κομμάτων στη Βουλή ανεβάζει ακόμη περισσότερο τον πήχη για το πρώτο κόμμα.
Σε περίπτωση αποτυχίας μπαίνουμε σε μεγάλες περιπέτειες αφού δυνατότητα για κυβέρνηση συνεργασίας δεν υπάρχει και η τρίτη προσφυγή στις κάλπες θα είναι ένα πείραμα υψηλού ρίσκου και κοινωνικής ταλαιπωρίας.