Από το Δεσποτάτο της Ηπείρου στην εποχή του Αλή Πασά…
Η κυρίως Ιστορία της πόλης των Ιωαννίνων αρχίζει ουσιαστικά από το 13ο μ.Χ. αιώνα. Τρία γεγονότα, με ιδιαίτερη σημασία, σημάδεψαν τη ζωή της πόλης, κατά τη μακροχρόνια ιστορική της πορεία: Η ίδρυση του Δεσποτάτου της Ηπείρου πριν από την τουρκική κατάκτησή της, η Επανάσταση του Διονυσίου του Φιλοσόφου και η εποχή του Αλή Πασά, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Το Δεσποτάτο της Ηπείρου ιδρύθηκε, όπως είναι γνωστό, από τον Μιχαήλ Α’ Άγγελο Κομνηνό, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, το 1204, με διαδοχικές έδρες το Αγγελόκαστρο Αιτωλοακαρνανίας, την Άρτα και, στη συνέχεια, τα Γιάννινα. Μαζί με τα Γιάννινα, σπουδαίο ρόλο διαδραμάτισε, εκείνη την εποχή, το Νησί των Ιωαννίνων, στο οποίο, ιδρύθηκαν και λειτούργησαν αξιόλογες Σχολές, ανάμεσα στις οποίες η Σχολή που λειτούργησε στη Μονή Φιλανθρωπινών. Η Σχολή αυτή κράτησε αναμμένη τη λαμπάδα στα σκοτάδια της σκλαβιάς και πρόσφερε την πρώτη ζύμη απ’ την οποία αργότερα, την εποχή του Διαφωτισμού, θα προκύψουν Μεγάλοι Δάσκαλοι του Γένους, που θα καταστήσουν τα Γιάννινα κέντρο πνευματικής αναγέννησης του υπόδουλου Γένους.
Έτσι, δεν είναι καθόλου περίεργο το γεγονός ότι, όπως μπορεί να διαπιστώσει και σήμερα ο επισκέπτης της Μονής, στις τοιχογραφίες που σώζονται στο Νάρθηκα του Ναού της Μονής, μαζί με τις μορφές την κτητόρων της Μονής υπάρχουν και μορφές αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, ιστορικών και νομοθετών, όπως του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Σόλωνα, του Πλουτάρχου και του Θουκυδίδη.
Η Επανάσταση του 1611, με το Διονύσιο Φιλόσοφο, η οποία κατέληξε βέβαια σε αποτυχία, με τις γνωστές οδυνηρές συνέπειες που ακολούθησαν για τα Γιάννινα και για ολόκληρη την Ήπειρο. Όμως προκάλεσε το θαυμασμό του υπόδουλου Ελληνισμού και θεωρήθηκε ως το πρώτο απελευθερωτικό κίνημα εναντίον των Τούρκων. Αποτέλεσε το έναυσμα που συνετέλεσε στην εκδήλωση παρόμοιων απελευθερωτικών κινημάτων στην Ήπειρο, με κορύφωση τους αγώνες των Σουλιωτών, που μετέτρεψαν το Σούλι σε κάστρο της λευτεριάς και ανάγκασαν τους ξένους περιηγητές, που εκείνη την εποχή βρίσκονταν στην Ήπειρο, να ομολογήσουν πως «πάνω στα βράχια του Σουλιού και στα περιγιάλια της Πάργας ζουν τα απομεινάρια μιας φυλής που μονάχα οι μάνες των Δωριέων γεννούσαν».
Η εποχή του Αλή Πασά, από το 1788 μέχρι το 1822, που είχε τραγικό τέλος με το φόνο του στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος στο Νησί των Ιωαννίνων, συνδέθηκε με τις γνωστές βιαιοπραγίες του ίδιου του Αλή και των ανθρώπων του περιβάλλοντός του. Συνδέθηκε όμως με τη συναναστροφή και τις σχέσεις του με ξένους διπλωματικούς εκπροσώπους στα Γιάννινα, μερικοί από τους οποίους τον είδαν σαν μια ισχυρή πολιτική προσωπικότητα, που είχε τη θέληση και τη δύναμη να συμβάλει, για τους δικούς του λόγους, στην οικονομική ανάπτυξη και στην πνευματική άνοδο της πόλης των Ιωαννίνων, με τη βοήθεια ασφαλώς αναγνωρισμένων προσωπικοτήτων Ελλήνων, ανάμεσα στις οποίες ξεχώρισαν αυτές του Αθανάσιου Ψαλίδα και του Ιωάννη Βηλαρά.
Παράλληλα δε η ζωή του και η δράση του, όλα αυτά τα χρόνια στα Γιάννινα, συνδέθηκε με τους γνωστούς στο πανελλήνιο θρύλους της Κυρά Φροσύνης και της Κυρά Βασιλικής, που ενέπνευσαν τη δημοτική μούσα, λόγιους ποιητές και συγγραφείς. Όσο δε αυτοί οι θρύλοι απομακρύνονται από τις μεταγενέστερες εποχές, κινούνται μεταξύ μύθου και πραγματικότητας. Και τούτο γιατί η άμυθη ιστορία συχνά καταλήγει σε βαναυσότητα και ο ανιστόρητος μύθος καταντάει σε φαντασικόπημα.
Ιδιαίτερα απασχόλησε τους μελετητές ο θρύλος της Κυρά Βασιλικής που συνεχίστηκε και μετά το θάνατο του Αλή Πασά. Σε ηλικία 16 ετών, καταγόμενη από το Πλαίσιο Φιλιατών, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο Σαράι του ΑληΠασά. Αυτός σαγηνεύτηκες από την ομορφιά και την ευφυία της, την ερωτεύθηκε και την νυμφεύθηκε, παρά τις αντιδράσεις της συζύγου του Εμινέ• έζησε δίπλα του διατηρώντας, κατά την παράδοση, την πίστη της στο Χριστιανισμό και στον Ελληνισμό. Κατέφυγε μαζί με τον Αλή στο Νησί και μετά τη δολοφονία του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, απελευθερώθηκε με παρέμβαση του Πατριάρχη και παρέμεινε εκεί επί έξι χρόνια. Το 1829 επέστρεψε στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στο ιδιόκτητο κτήμα της στο χωριό Βοϊβόντα της Θεσσαλίας, το οποίο πήρε το όνομά της, που διατηρεί μέχρι σήμερα και ονομάστηκε Βασιλική. Στη συνέχεια μετέβη στην Αιτωλοακαρνανία, έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της στο χωριό Κατοχή σε έναν Πύργο, που είναι μέχρι σήμερα γνωστός ως πύργος της Κυρά Βασιλικής. Πέθανε, σε ηλικία 45 ετών και ενταφιάστηκε στο Ναό των Μεγίστων Ταξιαρχών, στον περίβολο του οποίου υπάρχει ο τάφος με σχετική ενημερωτική επιγραφή δίπλα του. Όπως δε διαπιστώσαμε, κατά την πρόσφατη επίσκεψή μας, και όπως τα βλέπετε στην παρατιθέμενη εικόνα, διατηρούνται σε άριστη κατάσταση και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους ντόπιους κατοίκους και για τους ξένους επισκέπτες.
Το θρύλο της Κυρά Βασιλικής απαθανάτισε με τα δυο αριστουργηματικά του έργα -τη Σφαγή του Αλή Πασά και την Κυρά Βασιλική- που βρίσκονται στο μουσείο του ο Παύλος Βρέλλης. Την εποχή δε του Αλή Πασά και της Προεπαναστατικής Περιόδου ανάστησε, με βάση ενδιαφέροντα και αξιοθαύμαστα τεκμήρια, ο Φώτης Ραπακούσης με το ομώνυμο Μουσείο του στο Νησί των Ιωαννίνων.