Η αλλαγή οριοθέτησης στη λίμνη Παμβώτιδα…

on .

Καθώς συνεχίζεται η συζήτηση για το ζήτημα αλλαγής της οριοθέτησης της λίμνης Παμβώτιδας και για την αναγκαιότητα επανακαθορισμού της, θα ήθελα να κάνω ορισμένες επισημάνσεις.

Σήμερα αποδεχόμαστε τη χάραξη της οριογραμμής όχθης (κόκκινη γραμμή)  της λίμνης μας, στο όριο της πολυγωνικής περιβάλλουσας γραμμής, της ισοϋψούς καμπύλης η οποία χαράχτηκε σε απόλυτο υψόμετρο 469,54 μ.. Αυτή αποφασίστηκε από την αρμόδια επιτροπή του 1992 και έγινε αποδεκτή από τις μετέπειτα επιτροπές οριοθέτησης της λίμνης μας, κατά τον καθορισμό της οριογραμμής όχθης. Επίσης, με τον καθορισμό της αναφερόμενης οριογραμμής όχθης προστέθηκε περιμετρικά της λίμνης και μια ζώνη ξηράς, η «παρόχθια ζώνη», η οποία αποτελεί την «παραλία». Και η οριοθέτηση, ολοκληρώθηκε με τον καθορισμό της γραμμής «παλιάς όχθης» (παλαιού αιγιαλού). Η όχθη και η παρόχθια ζώνη είναι πράγματα κοινόχρηστα, οι εκτάσεις της παλαιάς όχθης  είναι Δημόσια κτήματα, δηλαδή  όλα  ανήκουν στο Δημόσιο, το οποίο τα προστατεύει και τα διαχειρίζεται. 

Θα εξηγήσω και πάλι το θέμα αυτό βάση  δεδομένων και από την εμπειρία μου λόγω ενασχόλησης με τέτοια θέματα, καθώς υπάρχουν προσωπικές αμφιβολίες σε ότι αφορά την ορθή υψομετρικά οριοθέτηση της όχθης, παρόχθιας ζώνης και παλαιάς όχθης, αναφέροντας τα εξής:.                                                                                                                  Ο ορισμό της όχθης του  (ν 2971/2021 -παρ. 4, άρθρο 1) και του προγενέστερου (ν 2386/ 1996 συμπλήρωσης  του ν 2334/40) αναφέρει: «Όχθη των μεγάλων λιμνών και των πλευσίμων ποταμών είναι η χερσαία ζώνη, που περιστοιχίζει αυτούς και βρέχεται από τις μεγαλύτερες αλλά συνήθεις αναβάσεις των υδάτων τους».                          

Από την πιο πάνω αναφορά αλλά και από όλη την ερμηνευτική νομολογία προκύπτει και τονίζεται με έμφαση ότι, η «όχθη» των  λιμνών είναι  ζώνη βρεχόμενη από τις μέγιστες αναβάσεις των νερών αυτών, που είναι όμως συνήθη (αυτά δηλαδή που επαναλαμβάνονται περιοδικά) και  όχι  αυτά που προκύπτουν από αναβάσεις των υδάτων της λόγω των έκτακτων πλημμύρων και κινδύνων πλημμύρας, γιατί η λέξη «συνήθεις» αναφέρεται στον ορισμό, για να  αποκλείσει τις µη συνήθεις συνθήκες, που αντιστοιχούν σε θεομηνίες  και έκτακτα φυσικά φαινόμενα.

Η ισχύουσα χάραξη του υψόμετρου της οριογραμμής όχθης της λίμνης μας στο υψόμετρο 469,54, έχει εντάξει στην κοινόχρηστη ζώνη της όχθης ζώνη  ξηράς (τμήμα γης) περιμετρικά της λίμνης, τα οποία δεν κατακλύζονται από νερό με τις περιοδικές/συνήθεις ετήσιες  αναβάσεις των νερών της λίμνης έως και σήμερα. Το ότι η αναφερόμενη έκταση δεν κατακλύζεται από τις συνήθεις αναβάσεις της λίμνης ούτε τη χειμερινή περίοδο αποδεικνύεται από τα υπάρχοντα ετήσια υψόμετρα ανώτερης στάθμης της και το σημείο υπερχείλισης εκροών των νερών της, με υψόμετρο  468,86 μ.  (0,68 μ. χαμηλότερη του 469,54 οριογραμμής όχθης). Εδώ κάνω μια παρένθεση,  για να διευκρινίσω ότι σε πολύ έντονες  βροχοπτώσεις – χιονοπτώσεις, το νερό στο αναφερόμενο υψόμετρο υπερχείλισης ξεπερνά έως 0,15 μ. και για μικρό διάστημα το υψόμετρο 468,86, αυτό όμως  γενικά  κουμαντάρεται με το άνοιγμα του θυροφράγματος και διατηρείται πιο χαμηλό.                                                                                                                                        

Πιστεύω ότι μια κατάλληλη αυτοψία τη θερινή περίοδο, που έχουμε  την κατώτερη στάθμη της λίμνης (ίσως και την περίοδο πριν τις βροχοπτώσεις) και μια κατά την ανώτερη /μέγιστη χειμερινή περίοδο και παρατηρώντας την χερσαία ζώνη γης πέριξ της λίμνης μας είναι αρκετή για να διαπιστώσει κανείς την έννοια «της μέγιστης πλην συνήθεις αναβάσεις  των νερών της», που αφορά τα εδάφη της όχθης που σχεδόν πάντα κατακλύζονται από τα νερά της λίμνης.      

Το υψόμετρο της οριογραμμής όχθης (469,54)  ταυτίζεται με το ανώτατο σημείο του μεταλλικού φράχτη του υπερχειλιστή ή άλλως, τη μεταλλική πόρτα του θυροφράγματος όταν αυτή είναι κλειστή, στο τεχνικό έργο ρυθμιστή εκροών στο Πέραμα και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μελέτη εγγειοβελτιωτικών έργων, αυτό αποτελεί και το ανώτερο υψόμετρο «ανάσχεσης πλημμύρας». Ανάσχεση είναι η παρεμπόδιση της εξέλιξης ενός δυσάρεστου γεγονότος ή φαινομένου, είτε η συγκράτηση και η επιτυχής αντιμετώπιση ενός κινδύνου. Το υψόμετρο αυτό (469,54) σύμφωνα με τον μελετητή, δεν είναι ένα περιοδικό /σύνηθες υψόμετρο της ανώτερης δεκτής ανάβασης των νερών της λίμνης μας, αλλά είναι ένα υψόμετρο προφύλαξης  από τον κινδύνου  πλημμύρας, μεγαλύτερο κατά 0,68 μ, του υψόμετρου των συνήθη αναβάσεων της υπερχείλισής της (468,86). 

Η ανάσχεση πλημμύρας  ελέγχεται και επιτυγχάνεται  στη λίμνη με το άνοιγμα της πόρτας του θυροφράγματος, ώστε να μην πλημμυρίσει η παραλίμνια  περιοχή της πόλης – νησί - παρόχθιες ιδιοκτησίες. Το συμπέρασμά μου λοιπόν είναι ότι η καθορισθείσα  οριογραμμή όχθης, που ακολούθησαν όλες οι επιτροπής οριοθέτησης έρχεται σε αντίθεση και αντιβαίνει με την έννοια του  ορισμού της όχθης, όπως αυτός προκύπτει από τον ν. 2001- παρ. 4 του άρθρου 1 και ν 1996.                 

 Επίσης, όπως ανέφερα, με τον καθορισμό της αναφερόμενης οριογραμμής όχθης (κόκκινης γραμμής), προστέθηκε περιμετρικά της λίμνης  και μια ζώνη ξηράς, «παρόχθια ζώνη» (παρ. 5, άρθρο 1 – ν.2171/2001), η οποία αποτελεί την «παραλία». Η κίτρινη γραμμή οριοθέτησης της παρόχθιας ζώνης καθορίστηκε από τις επιτροπές σε μερικά τμήματα της λίμνης στην  μεγίστη απόστασή της, έως 50,0 μ. από τη γραμμή όχθης και το υψόμετρο αυτής είναι κατά 0,50 μ. και πλέον μεγαλύτερο της γραμμής όχθης (469,54), δηλαδή αντιστοιχεί σε απόλυτο υψόμετρα χάραξης  470,05 μ., μάλλον πράγμα υπερβολικό. Οι εκτάσεις αυτές, της παραλίας και οι εκτάσεις που έχουν υψόμετρο μικρότερο του 469,54, απαλλοτριώνονται και συμπεριλαμβάνονται στην έκταση της λίμνης.              

Η  δε γραμμή της «παλιάς όχθης» (παλαιού αιγιαλού), η μπλε γραμμή, έχει χαραχτεί στο μεγαλύτερο τμήμα της λίμνης, όχι  εσωτερικά προς την ξηρά της νέας οριογραμμής όχθης, αλλά εντός της ζώνης της όχθης της λίμνης και μάλλον στο ορι0 των διανομών (παρ. 6,  άρθρο 1  – ν.2171/2001). Πράγμα που αντιβαίνει και αυτό με τον ορισμό της, δηλαδή της μετακίνησης της όχθης/ακτής προς την λίμνη και οφείλεται σε φυσικές προσχώσεις -  καταπατήσεις με προσχώσεις - τεχνικά έργα.    

Στο ερώτημα, «όσοι θέτουν δημόσια θέμα αλλαγής ορίων οφείλουν να δώσουν επαρκή και σαφή απάντηση;», νομίζω εγώ έχω ήδη απαντήσει. Στο δικό μου ερώτημα, εάν στη λίμνη μας επιβάλλεται επανακαθορισμός της  οριογραμμής  όχθης, παρόχθιας ζώνης ή της παλαιάς όχθης  και υπάγεται στην  περίπτωση, σύμφωνα με την τρέχουσα νομοθεσία μας, που έχει «εμφιλοχωρήσει σφάλμα κατά τον αρχικό καθορισμό της όχθης της ή υπάρχει πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα» ποιος θα απαντήσει;

Η λύση του προβλήματος προϋποθέτει σοβαρό σχεδιασμό στα πλαίσια των Γενικών Χωροταξικών Σχεδίων και ο σχεδιασμός αυτός πρέπει να προκύψει μετά από ανοικτό διάλογο με όλους τους αρμόδιους φορείς (Πολιτεία, ΟΤΑ, Επιστημονικούς, Επαγγελματικούς, κλπ) και θα πρέπει να γίνει καλόπιστα, ώστε να προκύψει τελικά ένα σχέδιο προστασίας, διαχείρισης και ανάπτυξης της όχθης και παράκτιας ζώνης της Λίμνης Παμβώτιδας. 

Προτείνω η νέα οριογραμμή να χαραχτεί σε υψόμετρο κατά πολύ χαμηλότερο, εξασφαλίζοντας  την προστασία από πλημμυρικά φαινόμενα και ο πολίτης να είναι ανεμπόδιστος σε πρόσβαση στην όχθη και παρόχθια ζώνη (παραλία) για αναψυχή ή άλλη χρήση, σε μία ζώνη ιδιαίτερης ομορφιάς και οικολογικού ενδιαφέροντος. Έτσι και το Δημόσιο θα αποφύγει την άσκοπη καταβολή αποζημίωσης πολλών μέτρων γης, οι δε παρόχθιοι ιδιοκτήτες πιστεύω θα μείνουν ικανοποιημένοι.     

Ο Δημήτρης Μακρής είναι Πολιτικός μηχανικών Τ.Ε..