Η Βωβούσα και η ιστορία της…

on .

Τό χωριό Βωβούσα ἀνήκει στό Ἀνατολικό Ζαγόρι καί ἔχει γύρω του τά χωριά Φλαμπουράρι, Ἐλατοχώρι, Λάιστα, Δίστρατο καί Περιβόλι. Βρίσκεται «εἰς τάς ὑπωρείας τοῦ ὄρους Μόρφα (οἰκίαι 5) καί τοῦ ὄρους Ὄον (ὠόν) δεξιά τοῦ Ἀώου (οἰκίαι 81). Ἡ ὄψη του ἔχει περιγραφεῖ τό 1910 ὡς ἑξῆς: «Λίγα χωριά στήν Πίνδο ἔχουν ὡραιότερη τοποθεσία ἀπό τήν Βωβούσα. Τό ποτάμι, πού δέν εἶναι εὔκολο νά τό περάσει κανείς τό καλοκαίρι, γίνεται μεγάλος χείμαρρος τόν χειμώνα, διαιρεῖ τό χωριό σέ δύο μέρη πού ἑνώνονται μέ μία γέφυρα, τοῦ συνηθισμένου τουρκικοῦ τύπου, μιά ψηλή καί στενή ἁψίδα μέ χαμηλά πεζούλα ὥστε νά περνοῦν εὔκολα τά φορτωμένα μουλάρια. Τά σπίτια ἔχουν συνήθως ἀρκετά πατώματα καί εἶναι προσεχτικά χτισμένα γιά ἄμυνα, μέ λίγα ἤ καθόλου παράθυρα στό ἰσόγειο. Τό μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ χωριοῦ βρίσκεται στήν ἀνατολική ὄχθη τοῦ ποταμοῦ καί ἡ γέφυρα προσφέρει τό μόνο μέσο προσπελάσεώς του. Στήν μικρή συνοικία στήν δυτική ὄχθη, κοντά στήν γέφυρα, βρίσκεται ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου πού χρησιμοποιεῖται σαν φυλάκιο γιατί εἶναι χτισμένη ὅλη μέ πέτρα καί ἔχει τροῦλλο. Ὅλοι οἱ κάτοικοι εἶναι Βλάχοι ἀλλά οἱ ἄνδρες ξέρουν ἑλληνικά… Ἔχει ἕνα ξύλινο ρολόι καμωμένω πάνω σέ σχέδιο ἑνός κατοίκου, σχεδόν ἀγράμματου, πού πέθανε τελευταῖα σέ μεγάλη ἡλικία».

Ὁ Ζαγορίσιος ἱστοριογράφος  Ἰ. Λαμπρίδης ἔγραψε τό 1880 ὅτι τήν γέφυρα «ᾠκοδόμησεν (1748) ὁ ἄρχων Ἀλέξιος Μιχ. Μίσσιος» καί τήν ἐπισκεύαζαν «οἱ ἀπόγονοι αὐτοῦ μέχρι πρό τριῶν δεκαετηρίδων». Κατά τόν γεφυρολόγο Σπ. Μαντᾶ, ἡ γέφυρα εἶναι λίθινη καί μονότοξη, ἔχει ἄνοιγμα 22 μέτρων καί ὕψος 10.80 μέτρων, ἐπισκευάσθηκε τήν δεκαετία τοῦ 1880, τό 1924 καί τό 1933 καί ἐξυπηρετοῦσε τήν πολυσύχναστη ὁδό ἐπικοινωνίας τῶν Ἰωαννίνων μέ τά Γρεβενά. Ὁ ἀρχαιολόγος N. Hammond τό 1935 εἶδε κοντά στό χωριό κατάλοιπα ἀρχαίου τείχους, πλάτους 2,5 μέτρων, κτισμένου μέ ἀνώμαλες πέτρες καί στήν Βάλια Κάλντα ἄλλα ἀρχαῖα ἐρείπια.

Σέ χρυσόβουλο τοῦ 1018 καταγράφηκε καί τό κάστρο Βοώσα μαζί μέ ἄλλα πέντε κάστρα πού ὑπάγονταν τότε ὅλα στόν ἐπίσκοπο τῆς Καστοριᾶς: «τήν Καστορίαν, τόν Κούρεστον, τήν Δεάβολιν, τήν Βοῶσαν καί τόν Μῶρον». Κατά μία γνώμη, τό κάστρο Βοῶσα, ἦταν ὀχυρωμένος βυζαντινός οἰκισμός κτισμένος κοντά στό ποταμό Βοώσα (Ἀῶο), σέ καίριο σημεῖο του γιά τόν ἔλεγχο τῆς συγκοινωνίας ἤ τῶν στρατευμάτων, δηλαδή στήν περιοχή τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ Βωβούσα. Σέ ἄλλες βυζαντινές πηγές, ὁ Ἀῶος ὀνομάζεται Βοόσα (12ος αἰώνας), Βοώσης (13ος αἰῶνας), Βοοῦσα καί Βούσης (14ος αἰῶνας), σέ ἰταλικές δέ πηγές Baiusa (1280) καί Vagiussa (16ος αἰῶνας). Ὑποστηρίζεται ὅτι τά ὀνόματα αὐτά ἔχουν παραχθεῖ μέ μετασχηματισμό τῶν ἀρχαιοελληνικῶν ὀνομάτων τοῦ ποταμοῦ Ἀῶος καί Αὖος. Σέ φιρμάνι τοῦ 1777, μεταφρασμένο στήν ἑλληνική, τό χωριό Βωβούσα μνημονεύεται μέ τό ὄνομα Μπογιούσα. Στήν βλάχικη γλώσσα τό χωριό λέγεται Baeasa ἤ  Baiasa (Μπαϊάσα), ὄνομα πού θεωρεῖται ὅτι σημαίνει εἴτε χωριό κοντά στόν Ἀῶο, εἴτε χωριό κοντά σέ λίμνη ἤ ἕλος, εἴτε (κατά τοπική παράδοση) χωριό τῆς ὁμώνυμης ὄμορφης κόρης τοῦ ἀρχιτσέλιγκα Μούργκου.

Κατά στοματική παράδοση, στό χωριό συνενώθηκαν κάτοικοι 5 οἰκισμῶν κάποτε. Ὁ ἕνας οἰκισμός βρισκόταν στήν σημερινή τοποθεσία Παλιομονάστηρο (πού ὑποδηλώνει ὅτι ἐκεῖ ὑπῆρχε μονή κάποτε). Ἑνός ἄλλου οἰκισμοῦ οἱ κάτοικοι μετοίκησαν μερικοί στήν Βωβούσα καί μερικοί στό Περιβόλι, γι’ αὐτό τά δύο χωριά ἔχουν ὅμοια διάλεκτο. Μετά τήν διάλυση τοῦ οἰκισμοῦ Βριζιάτσιανο τοῦ χωριοῦ Δόλιανη τό 1751 λόγω ἐπιδημίας πανούκλας, ὁ σπαχής τῆς Βωβούσας πού κατεῖχε καί τόν οἰκισμό αὐτό τόν ἐπώλησε στούς Βωβουσιῶτες καί αὐτοί παραχείμαζαν ἐκεῖ, ἀλλά ἀργότερα τόν ἐγκατέλειψαν, ἀρνούμενοι νά πληρώσουν τήν ὀφειλόμενη ἀποζημίωση λόγω φόνου πού ἔγινε ἐκεῖ, ἐνῶ τήν ἐπλήρωσαν οἱ κάτοικοι τῆς Δόλιανης. Στήν Βωβούσα μετοίκησαν καί κάτοικοι τοῦ οἰκισμοῦ Ἐμπερατόριο πού ὑπῆρχε κοντά στό Μέτσοβο, ὅταν τόν ἐγκατέλειψαν ἐπειδή τό ψύχος του ἦταν πολύ δριμύ. Τό 1910 καί ἐνωρίτερα, Φρασεριῶτες Βλάχοι ξεκαλοκαίριαζαν ἔξω ἀπό τήν Βωβούσα, ὅπου εἶχαν κατασκευάσει ξύλινες καλύβες.

Πληθυσμός, ἐπαγγέλματα, 

σχολεῖα

Ὁ πληθυσμός τοῦ χωριοῦ μειώθηκε κάμποσες φορές λόγω ἐπιδημιῶν καί ἄλλων κακοπαθειῶν του, τουλάχιστον κατά τόν 19ο αἰώνα γιά τόν ὁποῖο ἔχομε σχετικές πληροφορίες (κατωτ. ὑπό Γ). Οἱ ἐκπατρισθέντες ἐγκαταστάθηκαν κυρίως στήν Ἀνατ. Μακεδονία (Σέρρες, Νευροκόπι, Κάτω Τζουμαγιά, Ριάχοβο κ.ἄ.), στήν Ἀνατ. Ρωμυλία (Πέστερα, Χάσκιοϊ κ.ἄ.) καί στήν Θεσσαλία.

Οἱ οἰκογένειες - οἰκίες ἤ οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ ὑπολογίσθηκαν ποσοτικά, συνήθως κατά προσέγγιση, ἀναφορικά μέ ὁρισμένα ἔτη, ὡς ἑξῆς: α) 1806, οἰκίες 150. β) 1810, οἰκίες 200. γ) 1845, οἰκίες 26, στέφανα 42. δ) 1850, κάτοικοι 200. ε) 1862, οἰκίες 42. στ) 1874, κάτοικοι 250. ζ) 1888, οἰκίες 50. η) 1889, οἰκίες 86. θ) 1895, οἰκίες 58, κάτοικοι 497, ἄρρενες 269, θήλεις 228. ι) 1902, κάτοικοι 497. ια) 1905, οἰκίες 90. ιβ) 1910, οἰκίες 90. ιγ) 1913 κάτοικοι 505, ἄρρενες 247, θήλεις 258. ιδ) 1920, κάτοικοι 366. ιε) 1940, κάτοικοι 680.

Κατά τόν Λαμπρίδη, οἱ Βωβουσιῶτες ἀπό τήν δεκαετία τοῦ 1820 ἐγκατέλειψαν τήν γεωργία καί τίς ἐπαγγελματικές μεταναστεύσεις καί βιοπορίζονταν πλέον ὡς ἀγωγιάτες καί ὡς ὑλοτόμοι, ἦσαν οἱ μόνοι Ζαγορίσιοι πού ἔτρεφαν πρόβατα μετά τό 1850, προμήθευαν δέ ξυλεία στό Ζαγόρι καί σέ ἄλλα μέρη τῆς Ἠπείρου καί κέρδιζαν ἀπό τά ὑδροπρίονά τους 2.000 λίρες. Τό 1866 γράφτηκε ὅτι τό χωριό παράγει ξυλεία, ὁμάδες δέ ἀνδρῶν καί  γυναικῶν πωλοῦν δαδί σέ χωριά τῆς Ἠπείρου. Δύο Ἄγγλοι πού μελέτησαν τήν περιοχή τὸ 1910 ἔγραψαν ὅτι οἱ Βωβουσιῶτες ὑπερηφανεύονται γιατί ἔχουν τά περισσότερα ὑδροπρίονα καί ὅτι ἀσχολοῦνται μέ τήν κτηνοτροφία (ἀλλά ὄχι ὡς νομάδες κατά τίς  τελευταία δεκαετίες), μέ τήν ἐπεξεργασία μαλλιῶν, τό ἐμπόριο ξυλείας καί τίς μεταφορές μέ μουλάρια. Κατά τόν Hammond το 1935 μετάφεραν μέ μουλάρια καί πωλοῦσαν στά Γιάννενα σανίδια καί ξηρό χόρτο.

Χωριανός πού γεννήθηκε τό 1891 ἔγραψε ὅτι οἱ Βωβουσιῶτες βιοπορίζονταν ὡς κτηνοτρόφοι, ὠς γεωργοί τό θέρος, ὡς ἔμποροι (κυρίως στίς Σέρρες), ὡς χρυσοχόοι, ὡς ἀγωγιάτες καί ὡς ὑλοτόμοι (ἔμαθαν τήν τέχνη ἀπό τεχνίτες καταγόμενους ἀπό τό χωριό Γρεβενίτι καί ἀπό τήν περιοχή Καστοριᾶς), ὅτι τὰ κέρδη ἀπό τήν ξυλεία αὐξήθηκαν μετά τό 1908, ὅτι ἔτρεφαν καί βόδια καί ὅτι ὁ πρωτότοκος γιός τῶν κτηνοτρόφων γινόταν ἀγωγιάτης μὲ 5-70 μουλάρια. Στό χωριό δέν ὑπῆρχαν σιδηρουργοί γύφτοι. Τό 1871 κατασκευάσθηκε συνεταιριστικό ὑδροπρίονο πού παρῆγε 1 ἕως 1,50 κυβικά μέτρα ξυλείας. Οἱ ἐτήσιοι οἰκονομικοί πόροι τοῦ χωριοῦ κατά τά ἔτη 1900-1910 ἦσαν 277 λίρες.

Οἱ λίγες γνωστές μας πληροφορίες γιά τήν σχολική ἐκπαίδευση στό χωριό ἀφοροῦν στίς τελευταῖες δεκαετίες τῆς τουρκοκρατίας. Ὁ Κοσμᾶς Αἰτωλός πού ἐπισκέφθηκε τό χωριό τό 1777 δέν γνωρίζομε ἄν ἐσύστησε σχολεῖο. Τό 1889 λειτουργοῦσε παρθεναγωγεῖο ἐπιχορηγούμενο μέ 30 λίρες ἀπό τόν Σύλλογο πρός διάδοση τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων πού ἕδρευε στήν Ἀθήνα. Κατά τά ἔτη 1900-1910, τό χωριό δαπανοῦσε 47 λίρες γιά τὴν σχολική ἐκπαίδευση, λειτουργοῦσαν δέ τότε ἕνα σχολεῖο ἑλληνικό καί ἕνα ρουμανικό.

 Διενέξεις, κακοπάθειες

Μεγάλο μέρος τῶν διάσπαρτων ἱστορικῶν πληροφοριῶν περί Βωβούσας πού μπόρεσα νά συλλέξω, ἀφοροῦν σέ περιστατικά διενέξεων τῶν κατοίκων της μέ ἄλλους καί κακοπαθειῶν τους πού προξενήθηκαν ἀπό ἄλλους, ἀπό ἐπιδημίες κ.ἄ. Τέτοια περιστατικά παρατίθενται παρακάτω με χρονολογική σειρά. Οἱ Βωβουσιῶτες ἐκαυχῶντο ὅτι ἦσαν γενναῖοι πολεμιστές, σύμφωνα καί μέ τό ἑξῆς δημοτικό τραγούδι τοῦ τέλους τοῦ 18ου αἰώνα: «Βωβουσιῶτες γκεγκιλῆδες (ἀτρόμητοι), στά τουφέκια πρῶτοι αὐτζῆδες (ξακουστοί ) / ὅπου πᾶτε μοῦ παινιέστε τό χωριό μας δέν πατιέται/... τ᾽ ἔχομε πολλά τουφέκια καί περίσσια παλληκάρια». Συχνά κινδύνευσαν ἀπό ληστές, ἴσως καί ἐπειδή τό χωριό γειτόνευε μέ τήν κοιλάδα Βάλια Κάλντα, ἡ ὁποία τό 1910 χαρακτηρίσθηκε ὡς «ὁ μεγαλύτερος κρυψώνας τῶν ληστῶν ὅλων τῶν ἐποχῶν».

1717. Ἀπαγορεύθηκε μέ σουλτανικό φιρμάνι στούς κατοίκους τῆς Βωβούσας νά συνεχίσουν νά συλλέγουν ρετσίνι καί δαδί σέ μιά περιοχή γειτονική πρός τό χωριό Τσερνέσι, γιά τήν ὁποία τά δύο χωριά φιλονικοῦσαν, ἰσχυριζόμενο ἕκαστο ὅτι εἶναι δική του.

1775 - 1793. Μέ δύο σουλτανικά φιρμάνια τῶν ἐτῶν 1775 καί 1779, ἀναγνωρίσθηκε ὅτι ἡ περιοχή τοῦ διαλυθέντος χωριοῦ Καλορίτσα, τήν ὁποία διεκδικοῦσαν ἡ Βωβούσα καί τό Περιβόλι ἀπό τό 1630, ἀνήκει στήν Βωβούσα (Μπογιούσα, Μπογός) καί κατέχεται ἀπό δύο μουσουλμάνους καί τρεῖς Βωβουσιῶτες σπαχῆδες (τιμαριούχους). Τό 1776 ὁ Περιβολιώτης καπετάνιος Γκόγκος Μίσιος ἐπιτέθηκε στούς δύο Ἀλβανούς σπαχῆδες (ὁ ἕνας λεγόταν Ζά Μπότα μπέης), σκότωσε 8 ὁπλίτες τους καί δύο Βωβουσιῶτες («μπαεσάτους») καί ἔκαψε δύο σπίτια τῆς Βωβούσας (Μπογιάσα). Μέ φιρμάνι τοῦ 1782 ὁρίσθηκε ὅτι ἡ ἐν λόγω περιοχή ἀνήκει στό Περιβόλι καί ἀπαγορεύθηκε στούς Βωβουσιῶτες νά τήν κατέχουν. Τό 1793 ἐπανῆλθαν ἀπό τήν Πόλη 5 Περιβολιῶτες ἐφοδιασμένοι μέ σουλτανικό φιρμάνι πού ἔπαυε «τήν ἀμάχη, ἡ ὁποία εἶχε ἀνοίξει ἐδῶ καί ἑπτά μῆνες μέ τήν Μπογιοῦσαν καί τούς Ἀρβανίτες σπαχῆδες τοῦ χωριοῦ». Τό 1793 νέο φιρμάνι διέταξε τούς χριστιανούς Βωβουσιῶτες νά μήν αὐθαιρετοῦν στήν ἐν λόγω περιοχή (σκότωσαν 92 πρόβατα) καί τούς σπαχῆδες τους νά μήν εἰσπράττουν φόρους καί δεκάτη γιά αὐτήν.

1803. Ὁ Ἀλή πασᾶς ἐδάνεισε στήν Βωβούσα βενέτικα φλωριά, ἀλλά κατά τήν λήξη τῆς δανειακῆς προθεσμίας ἀπέσυρε ἀπό τήν κυκλοφορία τό νόμισμα αὐτό καί ἀρνήθηκε νά ἐξοφληθεῖ τό δάνειο μέ ἄλλο νόμισμα καί ἔτσι τό χωριό ζημιώθηκε 4.000 γρόσια.

24.1.1810. Σύμφωνα μέ τό Χρονικό τοῦ Κηπουριοῦ, τήν ἡμέρα αὐτή στήν Βωβούσα «ἡ γῆ ἐσείστηκε, ἔπεσαν μερικά  ὀτζάκια καί σκοτώθηκαν καναδυό ἄνθρωποι».

1814. Ἐνέσκηψε ἐπιδημία πανούκλας,οἱ κάτοικοι σκορπίσθηκαν στήν ὕπαιθρο, ἕνας χωριανός πῆγε καί ἔφερε ἀπό τά Γιάννενα τὴν κάρα τῆς Ἁγίας Βαρβάρας ἤ τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνα, ἔγινε λιτανεία,ἀλλά μετά τόν ἀσπασμό τῆς κάρας μολύνθηκαν καί πέθαναν 170 ἄτομα.

1810 -1824. Λόγω ληστρικῶν ἐπιδρομῶν, οἱ 200 οἰκογένειες τοῦ χωριοῦ μετοίκησαν στήν Ἀνατ. Μακεδονία καί στήν Θεσσαλία, ἀλλά πολλές ἀπό αὐτές ἐπανῆλθαν μέχρι τό 1833.

1824 - 1835. Οἱ Τοῦρκοι τό 1824 ἐπιστράτευσαν Βωβουσιῶτες καί φορτηγά ζῶα τους γιά τίς ἀνάγκες τῆς πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου. Ἐκεῖ σκοτώθηκαν 18 ἀπό αὐτούς, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι κατόρθωσαν νά διαφύγουν καί  νά ἐπιστρέψουν στό χωριό. Ἄλλοι χωριανοί μετοίκησαν στήν Μενδενίτσα, κοντά στήν Λαμία. Τό χωριό σχεδόν ἐρημώθημε λόγω τῶν ταραχῶν πού προξένησε ἡ ἐπανάσταση. Τό 1825 πολλοί ἀπό τούς μετοικήσαντες στήν Ἀν. Μακεδονία ἀναγκάσθηκαν ἀπό τοῦς Τούρκους νά ἐπιστρέψουν ὁμαδικά, συνοδευόμενοι ἀπό φρουρούς, ἀλλά ὅταν ἔφθασαν στήν Πτολεμαΐδα δωροδόκησαν φρουρούς τους καί ἐπανῆλθαν στήν Ἀν. Μακεδονία. Τό 1835 οἱ 14 ἀπό τις οἰκογένειες πού εἶχαν μετοικήσει στήν Μενδενίτσα ἐπέστρεψαν στό χωριό μέ τήν βοήθεια τοῦ συγχωριανοῦ τους Χρ. Χατζηπέτρου, ὑπασπιστή τοῦ βασιλιᾶ Ὄθωνα.

1835 - 1854. Ἡ Βωβούσα συχνά φιλονικοῦσε μέ γειτονικά της χωριά ἐπειδή αὐτά κατελάμβαναν ἀγροτικές ἐκτάσεις της. Δικαιώθηκε σχετικῶς τό 1846 μέ σουλτανικό φιρμάνι πού ἔφερε ἀπό τήν Πόλη ἡ ἐπιτροπή χωριανῶν πού στάλθηκε ἐκεῖ καί τό 1850 μέ δικαστική ἀπόφαση. Τό 1854 ὁ Περιβολιώτης λήσταρχος Μαντέλος μαζί μέ συγχωριανούς του ἐθέρισαν αὐθαιρέτως σιτηρά τῆς Βωβούσας.

1875. Κατά τήν ἐπιστροφή νομάδων χωριανῶν ἀπό τό Βελεστίνο, 30 ληστές ἀπήγαγαν δύο γυναῖκες, τίς ἐλευθέρωσαν δέ μετά ἀπό δύο μῆνες ἀφοῦ ἔλαβαν λύτρα ἀπό εὐκατάστατο συγγενή τους.

1876. Ἡ ληστοσυμμορία τοῦ Νταβέλη λεηλάτησε τά σπίτια καί τό μεγαζί δύο χωριανῶν, σκότωσε τόν ἕνα, ζεμάτισε μέ λάδι τήν γυναίκα του καί ἔκοψε τό αὐτί τοῦ γιοῦ του. Ὁ ἀστυνόμος ἔστειλε στά Γιάννενα 5 χωριανούς ὡς λησταποδόχους.

1880. Σκοτώθηκαν ὁ ἀστυνόμος Φέζος καί 18 ἀπό τούς 35 χωροφύλακές του πού ἐπιτέθηκαν σέ συμμορία ληστῶν, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀπό τό Περιβόλι καί ἀπό τό Δίστρατο καί διασκέδαζαν στήν Βωβούσα.

1887. Ληστές πού παρίσταναν τούς ἐπαναστάτες, ἀφοῦ λήστευσαν τήν Λάιστα, πῆγαν νά ληστεύσουν καί τήν Βωβούσα, ἀλλά οἱ εἰδοποιηθέντες ἔνοπλοι Βωβουσιῶτες τούς ἐμπόδισαν νά διέλθουν ἀπό τήν γέφυρα τοῦ χωριοῦ, μέχρι πού συμφώνησαν νά περάσουν ἕνας-ἕνας καί νά φύγουν.

1912. Ὁμάδα 37 ἐνόπλων ὑπό τόν ρουμανίζοντα Περιβολιώτη ληστή Σ. Ἀποστολίνα ἔκαψε τά  ὑδροπρίονα καί τήν ξυλεία τῶν ἀδελφῶν Καζαναίων καί σκότωσε 4 δασεργάτες.