Προσωπική διαφορά και υποθηκευμένες συντάξεις…

on .

Τελευταία ακούμε συχνά τη φράση «προσωπικές διαφορές συντάξεων». Την ανέφερε ο κ. Πρωθυπουργός στην 86η Έκθεση Θεσσαλονίκης, διευκρινίζοντας ότι την (ημι)τιμαριθμική αύξηση (0,5 της ανάπτυξης και 0,5 του τιμαρίθμου) δεν θα πάρουν όσοι έχουν προσωπική διαφορά στη σύνταξή τους. 

Το επανέλαβε και ο Υπουργός Εργασίας κ. Χατζηδάκης στις 25/9/2022 στην εκπομπή του Γ. Αυτιά, που με μια συλλογιστική πρωταγωνιστή θεάτρου σκιών μας είπε ότι με τις μικροαυξήσεις και τα επιδόματα φτώχειας είναι σαν να δίνει 13η σύνταξη. 

Του επισημαίνω ότι, αν είναι έτσι, τότε είναι σαν να μη δίνει αυτές τις μικροαυξήσεις. Να με συμπαθάτε κ. Υπουργέ, αλλά αν υπήρχε 13η σύνταξη θα ήταν ίση με τη μηνιαία σύνταξη του καθενός, θα αφορούσε όλους τους συνταξιούχους και θα είχε και αυτή την ανάλογη τιμαριθμική αναπροσαρμογή. Μας λέτε τι θα πάρουν κάποιοι χαμηλοσυνταξιούχοι και δεν μας λέτε τι χάνουν όλοι οι συνταξιούχοι και όλοι οι καταναλωτές.

Η φράση «προσωπική διαφορά» αναγράφεται και σε μια στήλη του ενημερωτικού σημειώματος της σύνταξής μου. Και εγώ αναρωτιέμαι: Με ποιον έχω αυτή την προσωπική διαφορά; Με το «κατά πλάσμα φαντασίας» πρόσωπο του Κράτους, με το ελληνικό Δημόσιο δηλαδή, με κάποιον άλλο συνταξιούχο ή με τον εαυτό μου; Μήπως πήρα δάνειο και δεν το εξόφλησα; Μήπως έκανα κάποια υπεξαίρεση ή φοροδιέφυγα και μου υποθήκευσαν τη σύνταξή μου; Εγώ εξάντλησα στο ακέραιο τον εργασιακό μου βίο (35 έτη) και κάποιοι συνάδελφοί μου εργάστηκαν και μέχρι 40 χρόνια.

Το ύψος της σύνταξής μου δεν το καθόρισα μόνος μου. Μου απενεμήθη η σύνταξη σύμφωνα με τον Κανονισμό που είχε θεσπίσει η Πολιτεία και ήταν, όπως είναι λογικό, το προϊόν των κατατεθειμένων εισφορών, των προσωπικών μου και του εργοδότη μου, δηλαδή του ελληνικού κράτους, που δεν ξέρω αν τις κατέθετε ως όφειλε ανελλιπώς ή παρέλειπε να το κάνει, πιστεύοντας ότι η αλληλεγγύη των γενεών θα αναπληρώσει αυτή την οφειλή του.

Το βέβαιο πάντως είναι ότι η εναπομείνασα -ύστερα από τις πολλές μνημονιακές περικοπές- σύνταξή μου έχει ενυπόθηκο βάρος και εάν στα χρόνια που μου απομένουν δεν το εξοφλήσω θυσιάζοντας νόμιμα δικαιώματά μου, δεν θα μου επιτρέψει ο Άγιος Πέτρος να εισέλθω στην αιώνια βασιλεία. Θα με στείλει πίσω στη γη για να ζήσω στην ανημπόρια και τη μιζέρια λίγα χρόνια ακόμα, μέχρι να εξαλείψω την υποθήκη της σύνταξής μου. 

Αναφέρθηκα μέχρι τώρα στο επίκαιρο θέμα των εξαγγελιών για τις συντάξεις με μια δόση δηκτικού ευθυμογραφήματος. Ας δούμε τώρα σοβαρά τι είναι και πώς προέκυψε η περιβόητη και αρνητικά δακτυλοδεικτούμενη προσωπική διαφορά των προ Κατρούγκαλου εκδοθεισών συντάξεων. Εννοείται ότι ως εκπρόσωπος συνταξιούχων Δημοσίου, αναφέρομαι στις συντάξεις του στενού Δημόσιου Τομέα. Οι συνταξιούχοι των ΔΕΚΟ αντιμετωπίζονται προφανώς ευνοϊκότερα.

Μέχρι τα μέσα της 10/ετίας του ’80 οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις δημοσίων υπαλλήλων ήταν πολύ σπάνιες. Και τούτο διότι ο συνταξιοδοτικός κώδικας προέβλεπε την απονομή σύνταξης σε πεντηκοστά, με ιδιαίτερα ευνοϊκές για τη σύνταξη τις δυο τελευταίες πενταετίες (25 έως 30 έτη = 10/50 και 30 έως 35 έτη = 15/50) και ο μισθός συνδεόταν άμεσα με τον βαθμό (μεγαλύτερος βαθμός εξόδου = μεγαλύτερη σύνταξη).

Με τις αλλαγές που έγιναν στην επόμενη 10/ετία, και συγκεκριμένα ο  υπολογισμός της σύνταξης σε τριακοστά πέμπτα και η αποδέσμευση μισθού από βαθμό, προκάλεσαν αθρόα έξοδο από την Υπηρεσία υπαλλήλων μετά τη συμπλήρωση της υποχρεωτικής 25/ετίας. Και τούτο γιατί οι συνολικές συντάξιμες αποδοχές (κύρια σύνταξη και επικουρικά Ταμεία) ήταν ίσες ή και υπέρτερες των εν ενεργεία αποδοχών.

Έτσι, μετά το 1990 ο αριθμός των συνταξιούχων αυξανόταν συνεχώς και η σχέση συνταξιούχων προς εργαζόμενους μειωνόταν, με αποτέλεσμα η «αλληλεγγύη των γενεών» να μην ευνοεί το ασφαλιστικό σύστημα. Έκτοτε δημιουργήθηκαν συντάξεις δυο κατηγοριών. Αυτών που αποχώρησαν πριν ολοκληρώσουν τον εργασιακό τους βίο και εκείνων (που μερικοί τους θεωρούσαν κορόιδα) που συνέχισαν να εργάζονται μέχρι τα 35 ή και τα 40 χρόνια.

Οι πρώτοι είχαν μικρότερη συγκριτικά σύνταξη, που όμως θα την απολάμβαναν για περισσότερα χρόνια και παράλληλα θα ασχολούνταν με άλλες ιδιωτικές προσοδοφόρες δραστηριότητες, και οι δεύτεροι είχαν μεγαλύτερη σύνταξη που μοιραία θα την απολάμβαναν για λιγότερα χρόνια (το προσδόκιμο ζωής είναι ίδιο στατιστικά για όλους).

Ήρθαν αργότερα τα καταραμένα μνημόνια. Ο πέλεκυς των περικοπών επέπεσε βαρύς επί των μεσαίων και μεγάλων συντάξεων. Η Τρόικα απαιτούσε οι συντάξεις των Ελλήνων να συμπιεστούν στα 1000€ και κάτω. Η τότε Κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου δεν υπέκυψε άμεσα στην απαίτηση των δανειστών και με τις πρώτες περικοπές κατάργησε την 13η και 14η σύνταξη και το οικογενενειακό επίδομα για όλους, και για τις μεγαλύτερες συντάξεις έκανε και άλλες περικοπές ορίζοντας «πάτωμα» προστασίας τα 1300€. Στη συνέχεια με την τελευταία μεγάλη περικοπή (Ν.4093) όρισε πάτωμα προστασίας τα 1000€. Έτσι κάποιες συντάξεις διατήρησαν μια υπεροχή έναντι των 1000€ (μέχρι 300€ μεικτά). Και αυτό ήταν καθαρά το προϊόν της εξάντλησης ή υπερεξάντλησης του εργασιακού βίου και των πιθανών θέσεων ευθύνης που αυτοί κατείχαν.

Τη σκληρή απαίτηση της Τρόικας ήρθε δυστυχώς να την ικανοποιήσει απόλυτα ο ΣΥΡΙΖΑ που θα καταργούσε τα μνημόνια με ένα νόμο και ένα άρθρο. Την βρώμικη αυτή δουλειά διεκπεραίωσε με καταφατική επίνευση Τσίπρα ο Υπουργός Γ. Κατρούγκαλος που με τον συνταξιοκτόνο νόμο που φέρει το όνομά του καθόρισε νέο πλαφόν συντάξεων (εθνική και ανταποδοτική = 1000€ και κάτω). Ταυτόχρονα ακύρωσε και τις αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων που έκριναν αντισυνταγματικές τις περικοπές και επιδίκασαν την επιστροφή των περικοπών αναδρομικά.

Για τις παλαιότερες συντάξεις ο κ. Κατρούγκαλος επινόησε τον επανακαθορισμό τους, έστησε μια «προκρούστεια κλίνη», τις έβαλε επάνω και ό,τι ξέφευγε από το πλαφόν του Νόμου του ετοίμασε νυστέρι να το ακρωτηριάσει. Και σύμφωνα με τον νόμο του αυτό το εξέχον τμήμα της σύνταξης ονομάστηκε «προσωπική διαφορά», η οποία θα κοβόταν την 1-1-2019.

Αυτό βέβαια δεν έγινε, αφού προεκλογικά το 2019 κυβέρνηση και αντιπολίτευση τότε τροποποίησαν ελαφρώς τον Νόμο Κατρούγκαλου, επανέφεραν μερικώς τις συντάξεις χηρείας και έδωσαν αναβολή για αόριστο χρόνο στην περικοπή της προσωπικής διαφοράς, η οποία όμως θεωρήθηκε ως οφειλή προς το Δημόσιο, που έπρεπε να συμψηφιστεί με μελλοντικά νόμιμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα. 

Αυτή είναι η ιστορία της προσωπικής διαφοράς. Γι’αυτό και όσοι έχουν τέτοια διαφορά δεν πήραν την αύξηση του Ν. Βρούτση (4670/20) για όσους είχαν εργάσιμο βίο πέραν των 30 ετών και δεν θα πάρουν και την (ημι)τιμαριθμική αναπροσαρμογή το 2023 και τυχόν άλλες αυξήσεις στο μέλλον, μέχρι να «εξαλειφθεί η υποθήκη» της προσωπικής διαφοράς.

Θα προχωρήσω τώρα στην κριτική των εξαγγελιών της παρούσας Κυβέρνησης σχετικά με τα μέτρα για τους συνταξιούχους. Καλοπροαίρετα, χωρίς αντιπολιτευτικά κίνητρα, αλλά καλόπιστα και οπωσδήποτε αυστηρά. Με το χρέος άλλωστε του συνειδητού ψηφοφόρου της, που προσδοκά συνέπεια και υπευθυνότητα από αυτήν. Σέβομαι απόλυτα το πρόσωπο και τον θεσμικό ρόλο του Πρωθυπουργού, ακόμα και την οικογενειακή πολιτική του παράδοση. Του επισημαίνω όμως ότι η κυβέρνησή του έδειξε ασυνέπεια και μικροψυχία με τα μέτρα που εξήγγειλε.

Είχατε υποσχεθεί, κ. Πρωθυπουργέ, ότι θα καταργούσατε τον Νόμο Κατρούγκαλου και όχι μόνο δεν το πράξατε, αλλά αντίθετα υλοποιείτε επακριβώς τις ολέθριες συνέπειές του για τους συνταξιούχους.

Είχατε υπερτονίσει ότι θα σεβαστείτε τις αποφάσεις των ανώτατων Δικαστηρίων. Όμως το 2020 ψαλιδίσατε τα επιδικασθέντα αναδρομικά των συνταξιούχων και στη συνέχεια τα φορολογήσατε αγρίως. Και για τα πρόσφατα επιδικασθέντα αναδρομικά δεν είπατε κουβέντα. Πέραν τούτων, δείξατε και μια μικροψυχία εξαιρώντας από τη μισή τιμαριθμική αναπροσαρμογή τους προ Κατρούγκαλου συνταξιούχους. 

Τι ψυχή θα έβγαινε, κ. Πρωθυπουργέ, εάν δίνατε το 1,5 με 2€ την ημέρα και σ’αυτούς τους προ Κατρούγκαλου υπερήλικες συνταξιούχους που το υπόλοιπο της ζωής τους για τους περισσότερους μετριέται ίσως σε μήνες ή σε χρόνια λιγότερα από τα δάχτυλα του ενός χεριού και αντιμετωπίζουν όλες τις δυσκολίες που σωρεύει σ’αυτούς ο πανδαμάτορας χρόνος; Μην ξεχνάτε ότι οι περισσότεροι απ’αυτούς εργάστηκαν κάτω από αντίξοες συνθήκες με μισθούς πείνας στα δύσκολα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια, συνέβαλαν στην αναστήλωση της χώρας από τα ερείπια και στην εξέλιξή της σε σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.

Κύριε Πρωθυπουργέ,

Με το σεβασμό αλλά και με το θάρρος και το χρέος του συνειδητού και όχι περιστασιακού ψηφοφόρου σας και γιατί όχι, και με πατρική, λόγω ηλικίας, προσέγγιση, σας παρακαλώ να αναθεωρήσετε τα εξαγγελθέντα μέτρα προς όφελος όλων των συνταξιούχων. Και αυτό θα εκτιμηθεί θετικά για σας και την Κυβέρνησή σας. Προχωρήστε στην κατάργηση του Νόμου Κατρούγκαλου (4384/2016) και μη θεωρείτε την «προσωπική διαφορά» των 100, 200 ή 300 το πολύ ευρώ, που διασώθηκαν και με δική σας πρωτοβουλία από τη σφαγή της 1-1-2019, ως προκλητικό πλούτο άξιο φθόνου και τιμωρίας και εξαιρείτε όχι μόνο αυτή, αλλά ολόκληρη τη σύνταξη από την τιμαριθμική αναπροσαρμογή. 

Όλοι οι συνταξιούχοι, κ. Πρωθυπουργέ, είτε με τα 900 ή τα 1000 ή τα 1100€ στο ίδιο καζάνι βράζουν! Ας μη δημιουργούμε λοιπόν συνθήκες «κοινωνικού αυτοματισμού» μέσα στην ίδια κοινωνική τάξη. Επιβάλλεται η βελτίωση της κατάστασης όλων των συνταξιούχων, παλαιών και νέων, και όχι το ισοπέδωμά τους με τη συρρίκνωση των συντάξεων προς τα κάτω, όπως επεδίωξε ο συνταξιοκτόνος νόμος Κατρούγκαλου.

 

Υ.Γ. Το παρόν άρθρο θεωρείται και ως ανοικτή επιστολή προς τον κ. Πρωθυπουργό, στο Γραφείο του οποίου και θα αποσταλεί. 

 

*Ο Σταύρος Μπόκιας είναι Πρόεδρος του Συλλόγου Πολιτικών Συνταξιούχων Πρέβεζας, έχει θητεύσει σε καίριες θέσεις της Εκπαίδευσης και της Αυτοδιοίκησης, υπήρξε μέλος του Δ.Σ. της Π.Ο.Π.Σ. για σειρά ετών και δημοσιοποιεί ενίοτε τις απόψεις του για επίκαιρα κοινωνικο-πολιτικά θέματα. email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε..