Όταν τα φύλλα πέφτουν…

on .

 Θυμάμαι κάτι φθινόπωρα με το φίλο μου τον Λάμπρο, στα Γιάννινα, όταν συγκατοικούσαμε μικρά παιδιά δημοτικού, απογεύματα πριν πέσουν ακόμα τα κρύα, κατηφορίζαμε προς το Μώλο. Πρώτα περνούσαμε από τον Σακαβίτση για παγωτό χωνάκι (τα τελευταία) και μετά στον Γελέκη για τον «Μικρό Ήρωα». Περνώντας από το Κουρμανιό μας λίγωνε η τσίκνα από το κεμπάπ και το κοκορέτσι που εκείνη την εποχή δεν ήταν στο σιτηρέσιό μας, που κεμπάπ και κοκορέτσι… Φτάναμε στη λίμνη και παίρναμε το παραλίμνιο απ’ την Κυρά-Φροσύνη και βγαίναμε στη Σκάλα. Τα φύλλα απ’ τα πλατάνια πεσμένα κίτρινα, κοκκινωπά να τα πηγαινοφέρνει ο αέρας. Τα πλατάνια γυμνά στο σύθαμπο τόπο. Κορμοί ασάλευτοι ολομόναχοι  που ανάμεσά τους τραγουδούσε  ο άνεμος στο πέρασμά του, ρίχνοντας τα τελευταία φύλλα στο πεντάγραμμο των κλαδιών, τραγουδώντας το τραγούδι της μοναξιάς.

Μπρος μας στρωνόταν γαλαζοπράσινη η Παμβώτιδα. Λίκνιζε στο λιόγερμα τις σταλμένες αχτίνες. Ο ήχος των κυμάτων, των απαλών κυμάτων, ηχούν ακόμα στ’ αυτιά μας της θρυλικής μας λίμνης. Κάθε κυματάκι κι ένα τραγούδι. Απ’ την άλλη πλευρά ο σκοτεινός όγκος του Κάστρου που με το σούρουπο μας  φόβιζε λες και θα πεταγόταν κανένας  άγριος Τουρκαλάς με το γιαταγάνι να μας σφάξει.

Φτάνοντας στη Σκάλα χαζεύαμε τους ψαράδες που ξετύλιγαν τα δίχτυα τους για τη νυχτερινή ψαριά. Οι φαλαρίδες πηγαινοέρχονταν χαρούμενες  κάνοντας βουτιές κι άρπαζαν ψαράκια.

Συνεχίζοντας περνούσαμε τα Ταμπάκικα γρήγορα από την άσχημη μυρωδιά των δερμάτων  αλλά και από την  παρουσία των Ταμπάκηδων που στα μάτια μας φάνταζαν αγριάνθρωποι.

Περνούσαμε τα Σφαγεία και μπαίναμε κρυφά στα μποστάνια. Σωροί τα κίτρινα φύλλα  και ότι απέμενε από τα ζαρζαβατικά στεγνά. Είχαμε βάλλει στο μάτι κάτι  καρυδιές  και κυδωνιές που κρατούσαν ακόμα αρκετά φύλλα πράσινα, λίγα ήταν κίτρινα και  πεσμένα, λες και περίμεναν να δώσουν τον καρπό τους και ν’ ακολουθήσουν τη μοίρα τους. 

Φθινόπωρο. Ένα θέμα αγαπητό στους λυρικούς, με μελαγχολική διάθεση, που φέρνει μαζί του τον αέρα του μυστηρίου και της παράξενης ομορφιάς, που συγχέεται με τη συγκίνηση της ψυχής.

Όταν το φθινόπωρο προχωρά αφήνει πάνω στις καρδιές μας ένα διαρκές ελεγειακό αίσθημα, όπως ο γεμάτος ουρανός με τα μαύρα σύννεφα. Ανοίγεις τα μάτια σου και, αντί το φως να λάμψει, βλέπεις την αχνή λάμψη του φθινοπώρου να σε τυλίγει, όπως σε τυλίγουν οι καθημερινές ζοφερές ειδήσεις που αντηχούν στ’ αυτιά μας: Πανδημία, πόλεμος, ενεργειακό, βιασμοί δολοφονίες…

Ολόγυρά μας αντικρίζουμε ανταριασμένους ίσκιους, αόριστες σιλουέτες, πνιγμένες στην υγρασία, σαν χλωμές ελπίδες, ισχνές μορφές, ωχρά πρόσωπα, σαν τα κίτρινα φύλλα. Η θολοσύνη αυτή της αέρινης και υγρής επικράτειας στα διάσελα των συννεφιασμένων κόσμων και στις βουνοκορφές, μετουσιώνεται σε θλίψη, αλλά μαζί έρχεται και η ελπίδα. 

Τα δέντρα, αν και γυμνά από τα φύλλα τους, πάντα περιμένουν μια άνοιξη που θα τους ξαναδώσει τη ζωή. Δεν έχει σημασία αν είναι μακριά η άνοιξη αυτή, αλλά θα έρθει. Στέκομαι και κοιτώ μια τον εαυτό μου και μια τα πεσμένα φύλλα.

Από κάτω προσγειωμένα καθώς είναι ατενίζουν την προηγούμενη θέση του υψωμού τους  στ’ απλωμένα χέρια των κλαδιών. Όλα θα πέσουν κι αν κανένα ξεγελαστεί θα πέσει αθόρυβα και θα σβήσει σαν κερί…

Όσο ο αέρας δυναμώνει, τα φύλλα χορεύουν, τρέχουν σπρωγμένα από τη δύναμή του. Η θέλησή τους δεν υπάρχει πια. Μαζί της φεύγει η νιότη, η δύναμη, η χαρά. Ποτέ δεν θα μπορέσουν να γίνουν όπως  ήταν πριν. Ποτέ δεν θα βρεθούν έκθαμβα μπροστά στο δρόμο της ζωής.

Κείτονται εκεί καταγής, γιατί ξέρουν ότι τίποτα δεν έχει τη δύναμη ν’ αλλάξει τη μοίρα τους. Τα πεσμένα φύλλα όπως τα βλέπουμε να κείτονται, χλωμά κιτρινισμένα, λασπωμένα και να τα πηγαινοφέρνει ο αέρας εδώ κι εκεί, μας διδάσκουν πολλά, όπως στοχαζόμαστε.

Βλέπω τα πεσμένα φύλλα με αγάπη και δεν λυπάμαι που πέθαναν. Παίρνω ελπίδες απ’ τη δική τους ζωή, από το δικό τους θάνατο. Βρίσκω εκεί την αγάπη, γι’ αυτό που λέγεται δημιουργία. Η ελπίδα φυτρώνει, ριζώνει,  όπως και στον άνθρωπο, για ν’ ακουμπήσει ανοιξιάτικη κι ανθισμένη στα γυμνοκλάδια… του βίου.

Όπως αυτά τα φύλλα, έτσι κι εγώ θέλω να ζήσω, να προσφέρω, ότι κι αυτά πρόσφεραν. Πρέπει ν’ αφήσω σ’ αυτούς που θα με ακολουθήσουν ότι καλύτερο κατέχω. Η επιθυμία μου αυτή να ζήσω και να προσφέρω με κάνει να ξεχνώ ότι τα πάντα δεν είναι όπως τα  επιθυμούμε. Υπάρχουν πάντα οι στιγμές της απόγνωσης που φέρνουν την ψυχή πιο κοντά στο τέλος. Η ψυχή όμως συνεχίζει το δρόμο της, εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, αφήνοντας τη σκυτάλη στα  χλωρά, τα νέα φύλλα για να συνεχίσουν ότι αυτή άρχισε…

(Μέτσοβο)