Γιαννιώτικες φθινοπωρινές ομορφιές του…τότε!

on .

Δεν πρόκανε να τελειώσει το παζάρι στο παραλίμνιο των Γιαννίνων κι αμέσως άλλαζε ο καιρός, του βροχάνεμου το θρόισμα  διαπερνούσε τα ξεφυλλισμένα κλαριά-πλατάνια, λεύκες- στη χλωμή τους αυτή ανημποριά του φθινοπώρου.

Παντού μουντός καιρός, σιγοπέφτοντας η βροχή και σταγονοπαίζοντας στον ίδιο ρυθμό, μέχρι να θεριέψει όσο θα περνάει ο καιρός κι αρχίσουν τ’ αστραπόβροντα.

Βροχή νανουριστή σ’ ονείρων ώρα που ευφραίνει την ψυχή. Αχ πόσοι παιδιάστικοι καημοί και  τόσοι ρεμβασμοί, μακριές θυμάμαι οι νύχτες μέχρι το πρωί.

Κι αυτές οι σταλαγματιές στους τσίγκους που με νανούριζαν ακόμα αντηχούν στ’ αυτιά μου με το πρώτο παχνοσκέπασμα του φθινοπώρου.

Φεύγοντας και οι τελευταίοι εμποροπανηγυρτζήδες άδειαζε το παραλίμνιο. Στο Μώλο ολομόναχα τα δέντρα σκεπτικά, ορθοί φρουροί της λίμνης, κι ωχρά φιλιά τα φύλλα τους τα στέλνουν στα νερά της Παμβώτιδας.

 Αντάρα, θαμποσύνη στα γύρω βουνά με συννεφοφιλήματα στις κορφές τους μέχρι να δεχτούν τα πρώτα χιόνια και στολιστούν οι βουνοκορφές τους.

Απ’ τις σκεπές των σπιτιών σταλάζουν τα πρωτοβρόχια αφήνοντας τα χνώτα τους τις ημέρες με τις λιακάδες, σαν ηλιοφιλήματα.

Τα πρωτοβρόχια αυτά σαν ουρανοδάκρυα θα πλύνουν την σκόνη του καλοκαιριού και θα είναι σαν δώρα σαν φιλιά στην ξεραμένη γη μέχρι να νοτίσει.

Στέκοντας στη βεράντα του σπιτιού μου, στην Καλούτσιανη, έβλεπα τον ανήσυχο μαζεμό των χελιδονιών που, τινάζοντας τις φτερούγες τους  ετοιμάζονταν για τη μεγάλη φυγή  για το υπερατλαντικό ταξίδι αντάμα με τον πελαργό, το φτερωτό φίλο μας που είχε κατοικιό στο τζαμί της Καλούτσιανης. Στον αποχαιρετισμό ετοίμαζε μια εναέρια κυκλική παρέμβαση. 

Στο μακρινό αυτό ταξίδι-έτσι μας έλεγαν-  θα ξαποσταίνουν οι νεοσσοί των χελιδονιών στα φτερά των πελαργών.

Υμνητές του μισεμού τα χελιδόνια, οι φτερωτοί αυτοί τραγουδιστάδες γυρεύουν την ανθρώπινη συμπόνια,  μη ρίξουν οι άνθρωποι τις φωλιές τους από τις σκεπές των σπιτιών τους και να  φροντίσουν να μη τις χαλάσουν τα σπουργίτια, που κι αυτά όπως κι’ ο τζίτζικας, όπως λέει και στο ποίημά του ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου 

έπεσαν οκτώ σπουργίτες

κι τρωγόπιναν οι φίλοι…

τσίρι τσίρι τσίρι τρο…

τριριτρί τσιριτρό

Αδιαφορώντας για τον χειμώνα που έρχεται δεν φτιάχνουν δικές τους φωλιές και βρίσκουν καταφύγιο  τη θαλπωρή στις χελιδονοφωλιές, από τους δυνατούς βοριάδες και το τσουχτερό κρύο και τα χιόνια.

Τα χελιδόνια φεύγοντας σε θερμά κλίματα τα καρτερούμε κι΄ εμείς σ’ ανοιξιάτικο αγαλιασμό να ξαναφωλιάσουν στις φωλιές που άφησαν πίσω τους.

«Αχ χελιδόνι μου πώς να πετάξεις

σ’ αυτό το μαύρο τον ουρανό

αίμα σταλάζει το δειλινό

και πώς να κλάψεις-αχ χελιδόνι μου…»

Ζαλισμένο απ’ τις ζέστες και σκονισμένο μας φάνταζε το Μιτσικέλι που άλλαζε μορφή με την πρώτη κιόλας βροχή κι η ανταριασμένη αχλή έκρυβε την ορατότητα. Η αγέρωχη όψη του λικνιζόμενη βουτιέται στα νερά της Κυρά-Φροσύνης.

«Αχ ομίχλη Γιαννιώτικη, μου φέρνεις γνωριμιά

σαν ομορφαίνεις πλάσματα άψυχα στη μοναξιά…»

Θα θυμούνται οι συνομήλικοί μου τη λεύκα του Γηροκομείου εκείνα τα χρόνια όταν παίζαμε στις γύρω αλάνες και κυνηγούσαμε με τις σφεντόνες σπουργίτια. 

Ψιλόλιγνη χλωμή δίχως στολή δείχνοντας τη λεβεντιά της με τη χρυσόλευκη αυτή κορμοστασιά λαμπαδιαστή- όμορφη.

Κι όπως κυνηγούσαμε, θυμάμαι ακόμα ότι, σε μια φωλιά της που λικνιζόταν από τον αγέρα, αργολυγιούνταν ζωής ίχνη αλλά ήταν τόσο ψηλά  που δεν  την έφταναν οι βολές μας και εμείς όλο επιμέναμε αλλά μάταια.

Με την επίσημη αμφίεση του φθινοπώρου οι πλατανοδεντροστοιχίες του Μώλου και των Αμπελοκήπων με κοκκινωπά και χλωμά τα φύλλα τους άλλα ακόμα αντιστέκονταν κι’ άλλα πεσμένα. 

Οι λεύκες στον Ακραίο και στην Λιμνοπούλα, σφεντάμια στο Άλσος των ποιητών και φιλύρες στην πλατεία, εικόνες φθινοπωρινές καταγεγραμμένες στην μνήμη μου. Εικόνες γεμάτες ειδυλλιακότητα. Τα φύλλα πέφτοντας έτσι ωχρά, πελιδνά σχημάτιζαν φυλλοσωρούς κιλίμι. Και με τα πρωτοβρόχια τα ωχρά φυλλαράκια να κυλάνε στα αυλάκια και στα γκαλντερίμια, σαν τις βαρκούλες που φτιάχναμε μικροί και τις βάζαμε να κυλάνε…

Συνεχής η εναλλαγή των παραστάσεων. Πόσα άλλα να θυμηθώ από την ωραία αυτή εποχή των Γιαννίνων.

Καλό Φθινόπωρο! 

(Μέτσοβο)