Αναγκαίο στα σχολεία το μάθημα των Θρησκευτικών…

on .

 Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, που έχει αναλάβει εργολαβικά τα τελευταία χρόνια την αποδόμηση της ορθοδόξου πίστεως στην πατρίδα μας, αποφάνθηκε πρόσφατα ότι μπορεί να απαλλαγούν από το μάθημα των Θρησκευτικών και μαθητές που είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, αρκεί οι ίδιοι ή οι γονείς τους να επικαλεσθούν λόγους συνειδήσεως.

Δεν θα μείνω στην αντισυνταγματικότητα της γνωμοδότησης που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 16.2 του Συντάγματος που τάσσει ως σκοπό της Παιδείας την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών. Αυτά έχουν κατά κόρον ειπωθεί από διακεκριμένους νομικούς. Εγώ θα σταθώ στην ανθρωπιστική και πολιτιστική διάσταση του θρησκευτικού μαθήματος και στην αναγκαιότητα της υποχρεωτικής παρουσίας του στο χώρο της εκπαίδευσης.

Το μάθημα των Θρησκευτικών εντάσσεται στην κατηγορία των λεγομένων ανθρωπιστικών μαθημάτων. Προβάλλει τον Χριστιανισμό ως τέλειο ανθρωπισμό, καλλιεργεί την ηθική συνείδηση και αποτελεί μια δυναμική παρεμβολή στη ζωή των μαθητών. Παράλληλα ικανοποιεί θεμελιώδεις προδιαθέσεις της ανθρωπίνης υπάρξεως. Ρίχνει πλούσιο φως στα αιχμηρά υπαρξιακά και μεταφυσικά ερωτήματα των μαθητών. Δημιουργεί ανώτερα οντολογικά βιώματα. Εξαλείφει τις εξανδραποδιστικές και ανθρωποποιητικές παρενέργειες του τεχνικού πολιτισμού. Δημιουργεί προγεφυρώματα για την επανασύνδεση των ανθρωπίνων σχέσεων και φέρνει τον μαθητή σε επαφή με την μακραίωνη παράδοση του Γένους. Γενικά είναι ένα μάθημα που σχετίζεται με την υπαρξιακή και μεταφυσική οντότητα του ανθρώπου, την ανάπτυξη του πολιτισμού και την ηθική θωράκιση της προσωπικότητας.

Το μάθημα των Θρησκευτικών δεν είναι απλή πίστη. Δεν είναι απλό βίωμα, αλλά το κλειδί της ερμηνευτικής προσεγγίσεως του πολιτισμού μας. Όπως παρατηρεί ο Hartmunt von Hentig «Η θρησκεία είναι μέρος του πολιτισμού μας, ακόμη και στην εκκοσμικευμένη του μορφή. Δεν κατανοεί κανείς αυτόν τον πολιτισμό, εάν δεν δει τη θρησκευτική ρίζα των θεσμών, των μορφών και των αξιών του. Η γενική μόρφωση ακόμη και ενός αθέου στον κόσμο μας δεν μπορεί να είναι «γενική», εάν δεν περιλαμβάνει τη θρησκεία».

Στα θρησκευτικά διδάσκεται κατά κύριο λόγο ο Χριστιανισμός. Ο Χριστιανισμός όμως δεν υπήρξε και δεν υπάρχει μόνον ως θρησκευτική πίστη, υπήρξε και υπάρχει συγχρόνως και ως ιστορικό και πολιτιστικό μέγεθος τεραστίων διαστάσεων, που χώρισε στα δύο την παγκόσμια ιστορία και κυριολεκτικά διέπλασε το βυζαντινό και νεώτερο ελληνισμό και απετέλεσε τη βάση της δημιουργίας του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Συνεπώς, ο Χριστιανισμός ως τέτοιο μέγεθος δεν μπορεί να παραθεωρηθεί από το ελληνικό σχολείο. Άλλωστε και σύγχρονοι μεγάλοι φιλόσοφοι προερχόμενοι από το χώρο του Μαρξισμού όπως ο Bolch, o Garandy, o Kolakowski κ.ά., θεωρούν ότι χωρίς τη συμβολή του χριστιανισμού είναι αδύνατη η βελτίωση και αναγέννηση του κόσμου.

Ο Χριστιανισμός καθοδήγησε την πνευματική ζωή της ανθρωπότητας. Επέδρασε στη διαμόρφωση του δικαίου, στους κοινωνικούς θεσμούς και στον φιλοσοφικό στοχασμό. Εξήρε την ανθρώπινη προσωπικότητα. Ανακήρυξε την ανθρώπινη αξία. Κατάργησε τη δουλεία. Χειραφέτησε τη γυναίκα. Εξαγίασε το γάμο. Απεδοκίμασε τη συστηματική παιδοκτονία. Λέπτυνε την τέχνη. Ημέρωσε τα ήθη. Εξευγένισε το οικογενειακό και πολιτειακό δίκαιο. Ανέβασε τον άνθρωπο στο ανώτατο σκαλοπάτι των αξιών. Περιόρισε την κρατική αυθαιρεσία και προστάτευσε τους εργαζομένους από την εκμετάλλευση. Πέραν αυτών, η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ισότητα των δύο φύλων, το αγαθό της ελευθερίας, η κοινωνική δικαιοσύνη, οι αγώνες για την παγκόσμια ειρήνη, την καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων και την κοινωνική δικαιοσύνη είναι πολύτιμα δώρα του Χριστιανισμού στην ανθρωπότητα.

Η ιστορική αλήθεια διακηρύσσει πως ό,τι αληθινό υπάρχει στον ευρωπαϊκό πολιτισμό στους τομείς του εξανθρωπισμού, της πρόνοιας και της ελευθερίας της συνειδήσεως, βρίσκει στον Χριστιανισμό τη σωστή του θέση και καταξίωση. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Έλιοτ «όλη μας η πνευματική πορεία ως τα σήμερα μονάχα με το πρίσμα του Χριστιανισμού αποκτά βαθύτερη σημασία».

Με τη βοήθεια του χριστιανικού πνεύματος η Ευρώπη απέκτησε ενιαία συνείδηση, την οποία έκτοτε έχει. Όπως παρατηρεί ο Μπρωντέλ «ο Ευρωπαίος, ακόμη κι αν είναι άθεος, παραμένει δέσμιος μιας ηθικής και μιας αντίληψης που έχουν βαθιές ρίζες στη χριστιανική παράδοση. Παραμένει χριστιανικής καταγωγής που έχασε την πίστη του».

Γενικά, ο Χριστιανισμός δεν είναι σκοταδισμός, όπως μερικοί κακοπροαίρετοι και ανιστόρητοι τονίζουν, αλλά η μεγαλύτερη εκπολιτιστική δύναμη που εξυψώνει την πολιτιστική στάθμη και ασκεί ευεργετική επίδραση σε όλες τις εκφάνσεις και εκδηλώσεις του πολιτισμού. Και τούτο, γιατί ασχολείται με την καλλιέργεια της ψυχής, η οποία είναι η ψυχή του πολιτισμού.

Στο μάθημα των Θρησκευτικών μαθαίνουμε ότι στον Χριστιανισμό δεν έχουμε ούτε έναν άκρατο δογματισμό, που οδηγεί στην τυπολατρία ούτε μια εγκόσμια κοινωνική διάσταση που τον υποβιβάζει σε έναν απλό κώδικα ηθικής. Αντίθετα έχουμε έναν τέλειο συνδυασμό μεταφυσικού και ιστορικού, αιωνίου και παροδικού, ενανθρωπήσεως του Θεού και θεώσεως του ανθρώπου.

Όσοι κατηγορούν το μάθημα των Θρησκευτικών ότι διδάσκει έναν άκρατο δογματισμό που οδηγεί στην τυπολατρία, θα πληροφορηθούν ότι η διδασκαλία της πίστεως δε περιλαμβάνει μόνο τη θεολογία και την εσχατολογία, αλλά και την ηθική, η οποία ορίζει τις βασικές αρχές της κοινωνικής ζωής του Χριστιανού στην κοινωνική διαδικασία.

Ένα άλλο στοιχείο που προβάλλει στους μαθητές το μάθημα των Θρησκευτικών είναι η ελληνορθόδοξη παράδοση. Αυτή δεν είναι μια στείρα παρελθοντολογία ούτε μια άγονη επιστροφή σε παρωχημένες μορφές ζωής. Είναι ένας συσσωρευτής πείρας ζωής, ένα δυναμικό γίγνεσθαι και μια ζωντανή παρουσία, που γονιμοποιεί και τρέφει τη νεοελληνική μας διάρκεια. Αυτή την παράδοση τη ζούμε καθημερινά στην Εκκλησία, στην τέχνη, στη λογοτεχνία, στα ήθη και τα έθιμα του λαού μας. Ο ετήσιος γιορταστικός κύκλος του ελληνικού λαού έχει ως άξονα την εκκλησιαστική ζωή, που του προσδίδει ένα βαθύτερο νόημα στην καθημερινότητά του.

Από το μάθημα των Θρησκευτικών ο μαθητής θα πληροφορηθεί για τη στενή σχέση Ορθοδοξίας και Ελληνισμού. Η Ορθοδοξία συνδέθηκε με τον Ελληνισμό με ένα σύνδεσμο αγάπης αιματηρής, θυσίας και θριάμβου. Βοήθησε το ελληνικό Έθνος να διατηρήσει την ιστορική του μνήμη και αυτοσυνειδησία.

Από όσα εκτέθηκαν φαίνεται καθαρά ότι λόγοι ιστορικοί, εθνικοί, παιδαγωγικοί και πολιτιστικοί επιβάλλουν την αναγκαιότητα της υποχρεωτικής παρουσίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία. Μονάχα άτομα προκατειλημμένα και ανιστόρητα είναι δυνατόν να αμφισβητούν την αναγκαιότητα αυτού του μαθήματος. Αυτοί οι ημιμαθείς, οι σνομπ, οι ξεθυμασμένοι φυλετικά Έλληνες, όπως θα τους αποκαλούσε ο αείμνηστος Στρατής Μυριβήλης, δεν είναι σε θέση να εννοήσουν τη βιολογική δύναμη που έχει η ελληνορθόδοξη παράδοση στη διατήρηση της εθνικής ζωής. Δυστυχώς, φθάνουν στο σημείο είτε από αμάθεια είτε από σκοπιμότητα προπαγανδιστική να συγχέουν την έννοια παράδοση με την έννοια αντίδραση και οπισθοδρόμηση και να θέλουν να βάλουν βέβηλο χέρι στη μεγαλύτερη πολιτιστική σύνθεση της ανθρωπότητας.

Ιδιαίτερα σήμερα, που ζούμε σε μια εποχή ανακατατάξεων και συγχύσεως ιδεών, σε μια εποχή ολοκληρωτικού μηδενισμού και οριστικής ανατροπής των αξιών, η ανθρωπότητα έχει ανάγκη από την ανθρωπιστική και ηθοπλαστική στήριξη του μαθήματος των Θρησκευτικών. Ένα μάθημα που υπηρετεί την οικουμενική αντίληψη του ανθρώπου, την ελληνική αυτοσυνειδησία και την ηθική θωράκιση της προσωπικότητας. Είναι το μάθημα που προσφέρει πρότυπα ζωής, καλλιεργεί τον κοινοτισμό και την αγωγή των αξιών έναντι του ατομοκεντρισμού και του στείρου ευδαιμονισμού.