Τα παζάρια του Σεπτέμβρη…

on .

 Τα πανηγύρια, θρησκευτικά και εμπορικά, κατέχουν σημαντική θέση στον παραδοσιακό πολιτισμό των νεότερων Ελλήνων. Τα εμπορικά παζάρια -εμποροπανηγύρεις ή απλώς πανηγύρια- έπαιξαν στο παρελθόν και μέχρι πρόσφατα ακόμα, σπουδαίο ρόλο στην οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική ζωή ευρύτερων περιοχών της Ηπειρωτικής προπαντός Ελλάδας, όπου κυρίως αναπτύχθηκε και ήκμασε ο πανάρχαιος αυτός θεσμός. Ιδιαίτερη σημασία είχαν οι εμποροπανηγύρεις στον ΜΕλληνικό και τον ευρύτερο Βαλκανικό κατά την Τουρκοκρατία, όπως προηγουμένως στο Βυζάντιο. Η εξάπλωσή τους από την Πελοπόννησο έως την Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία οφείλεται στο ότι ικανοποιούσαν τη γενική ανάγκη για ψυχαγωγία και κοινή προσευχή και συνδύαζαν τις δυνατότητες εξυπηρέτησης των οικονομικών και μεταφορικών συναλλαγών και καλλιέργειας κοινωνικών και λοιπών επαφών και σχέσεων συνάψεως ποικίλων συμφωνιών, συνοικεσίων…

Οι εμποροπανηγύρεις συνήθως γίνονται μία φορά το χρόνο σε γνωστές και καθιερωμένες από παλιά ημερομηνίες κάποιου μήνα, συνήθως του καλοκαιριού και του φθινοπώρου. Δίνοντας ένα σχετικό πλήρη ορισμό των εμποροπανηγύρεων,  μπορούμε να τις προσδιορίσουμε ως σημαντικές και οργανωμένες συγκεντρώσεις παραγωγών, εμπόρων, αγοραστών κ.λπ.  προϊόντων και ποικίλων εμπορευμάτων, σε συγκεκριμένο τόπο, με σκοπό τη διενέργεια αγοραπωλησιών και συμφωνιών, με αφορμή, συνήθως, κάποια θρησκευτική γιορτή, η οποία συχνά ταυτίζεται τόσο πολύ με την εμποροπανήγυρη, ώστε με το όνομά του, τού Αγίου να εννοείται, όχι τόσο το θρησκευτικό, όσο το εμπορικό πανηγύρι.

Οι περιοδικές αυτές συνάξεις (ανθρώπων, προϊόντων και ζώων προς πώληση) διαρκούν λίγες μέρες. Παλαιότερα επιλέγονταν μέρη που ήταν σημαντικοί συγκοινωνιακοί κόμβοι ή τόποι μεγάλων θρησκευτικών συγκεντρώσεων και εορτών.

Ο Σεπτέμβριος μήνας ήπιος, οπότε έχει επίσης ολοκληρωθεί η συγκομιδή πολλών γεωργικών, κτηνοτροφικών, δημητριακών και λοιπών  προϊόντων, ήταν ο κατ’ εξοχήν μήνας των παζαριών. Μεγάλες Σεπτεμβριάτικες εμποροπανηγύρεις ήταν από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας που άρχιζαν από τις 4 Σεπτεμβρίου κι όπου μεταφέρονταν εμπορεύματα από τις πιο μακρινές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και στην Ευρώπη, ιδιαίτερα μάλιστα μεγάλες ποσότητες γουναρικών. Στον Ελλαδικό χώρο είναι πολυάριθμες οι εμποροπανηγύρεις που γίνονται τον Σεπτέμβριο.

Ποιος δεν θυμάται το περίφημο «Παζαρόπουλο» ή «Πανηγυρόπουλο» της Κόνιτσας μετά τα μέσα Σεπτεμβρίου, διάρκειας παλαιότερα 10 ημερών, στο οποίο κυριαρχούσαν τα κτηνοτροφικά προϊόντα (ζώα, μαλλιά, τυριά) και μάλλινα είδη (φλοκάτες, σκουτιά). Το «παζαρόπουλο» είχε Πανηπειρωτικό χαρακτήρα, καθώς έρχονταν σε αυτό επισκέπτες και έμποροι από τη Βόρειο Ήπειρο (Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Μπεράτι κ.ά.) και από τη Μακεδονία.

Σήμερα που το εμπόριο, εγχώριο και διεθνές, έχει προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις, οι παραδοσιακές εμποροπανηγύρεις που διήνυσαν συχνά βίο αιώνων, συνεχώς υποχωρούν, καταργούνται ή έστω εξελίσσονται μερικές, όπως της Λαμίας, σε σύγχρονες εμπορικές εκθέσεις. Σε αυτό τις οδήγησε η αλλαγή των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών και η μεγάλη πρόοδος των συγκοινωνιών. Έτσι λίγες σημαντικές εμποροπανηγύρεις κατόρθωσαν να επιβιώσουν ακόμα και τον Σεπτέμβριο, το μήνα των πολλών εμποροπανηγύρεων στη σημερινή Ελλάδα.

TTT

Η εμποροπανήγυρη των Γιαννίνων γινόταν ανέκαθεν στο Μώλο. Όλο το παραλίμνιο κατειλημμένο με τους μικροπωλητές από άλλα μέρη, αλλά και από μαγαζάτορες της πόλης, που με την ευκαιρία αυτή πωλούσαν σε χαμηλότερη τιμή τα εμπορεύματά τους να μην τους μένουν στοκ.

Κατηφορίζοντας προς το Μώλο, ανακαλούμε στη μνήμη τις εποχές και τα χρόνια εκείνα, που ήμασταν νέοι και το παζάρι τότε ήταν πόλος έλξης μικρών και μεγάλων. Ας θυμηθούμε λοιπόν. Φτάνουμε στο Κουρμανιό στην πύλη του Κάστρου, όπου κάνει την τύχη του εκείνος με τα «πουλιά της τύχης». Από ράμφη φτερωτών έγγραφη σερβίρεται η «μοίρα» και μάλιστα ευνοϊκή. Οι αφελείς πανηγυριώτες πίστευαν σε αυτά που έγραφαν τα χαρτάκια και αγόραζαν ασταμάτητα. Με χριστιανικά τα ονόματα οι έγκλειστοι του κλουβιού. 

Στην οδό Καραμανλή, πριν το Μώλο, τα υπαίθρια βιβλιοπωλεία παρείχαν άφθονη την ψυχική τροφή, αρκεί να διαλέγαμε τον καλύτερο έντυπο λόγο, ανάλογα με τα πνευματικά ενδιαφέροντα  του καθενός. Φτάνοντας στο Μώλο, παίρνοντας τον αριστερό δρόμο προς το άγαλμα του Μαβίλη, βρίσκαμε το Λούνα Παρκ. Κούνιες αιωρούμενες και περιστροφικές, κυκλικοί σιδηρόδρομοι, βάρκες για κούνια- μπελα. Κρίκοι που δεν έπεφταν στους λαιμούς των φιαλών και των κύκνων. Και να διαλαλούν οι πανηγυρτζίδες: «πέντε κρίκοι ένα τάληρο». 

Τυχερά παιχνίδια δίχως τυχερούς. Οι σκοποβολές κι αυτές αστοχούσαν από τα μη ευθύβολα όπλα. Παρών και ο Μασίστας, ο Κουταλιανός, που «σίδερα μασάει, μα… σούζα στην κυρά του μπρος», όπως λέει και το τραγούδι.

Ο περίφημος «γύρος του θανάτου» δέσποζε στο κέντρο του Λούνα Παρκ. Θυμάμαι τον τρόμο που βιώναμε όταν βλέπαμε τον μοτοσικλετιστή- κασκαντέρ να γυρίζει γύρω - γύρω. Ήταν άκρως επικίνδυνο και παράτολμο αυτό το νούμερο.

Όλοι εμείς οι παλαιότεροι έχουμε ευχάριστες αναμνήσεις από το παζάρι, γιατί άρχιζε πριν ανοίξουν τα σχολεία και εμείς τα χωριατόπαιδα το περιμέναμε πώς και πώς. Μας έπαιρναν οι μανάδες μας μαζί τους να μας αγοράσουν ρούχα, παπούτσια που ήταν φτηνά, να πάμε στο «Γύρο του θανάτου», να μπούμε στα αλογάκια, να πάρουμε μαλλί της γριάς, γλειφιτζούρι…

Πιο πέρα στην ίδια πλευρά, ζώα προς αγοραπωλησία. Εκεί και οι καντίνες, πρόχειρες ταβέρνες, με κοκορέτσια, αρνιά στη σούβλα, γαρδούμπες, κεμπάπ και ποτά, όπως και το «μαλλί της γριάς», καλαμπόκια, ξηροί καρποί, γλειφιτζούρια, παγωτά στο τρίκυκλο ποδήλατο «είναι παγωμένο κι απ’ τον Όλυμπο φερμένο».

Στη δεξιά μεριά του Μώλου οι παράγκες με τα είδη υποδήσεως, ρουχισμού, γυαλικά, πιατικά, μαλλιά, βελέντζες, φλοκάτες, στρωσίδια μάλλινα σώβρακα, φανέλες, ταλαγάνια, σαμάρια και σαμαροσκούτια… 

Αστοί και χωρικοί σε κοινή πορεία αντίστροφων ρευμάτων. Νέοι και νέες σε δεύτερο νυφοπάζαρο μετά της κεντρικής Πλατείας. Φωνές και κραυγές διαλαλητών, λόγω  συναγωνισμού, διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, θόρυβοι μεγαφώνων «εδώ το καλό το πράμα», κομφούζιο, ξελαρυγγισμοί, οχλοβοή.

Την εμποροπανήγυρη της πόλης μας την θυμάμαι από μικρό παιδί που την περιμέναμε πως και πως. Σε εμένα θα μείνει ανεξίτηλο στην μνήμη μου το παζάρι όταν είχαμε μετακομίσει από το χωριό στα Γιάννινα. Οι γονείς μου στο χωριό, ξωμάχοι της ζωής, στηριζόταν σε δυο πυλώνες: στο μουλάρι τον αράπη και στην αγελάδα την κοκκίνω. Έτσι λοιπόν αναγκάστηκαν να τα πουλήσουν στο παζάρι. Το μεσημέρι (μέναμε Ι. Γερβασίου απέναντι από την Μητρόπολη), την ώρα που τρώγαμε, ακούστηκε το τσουκάνι της αγελάδας μας που την τραβούσε το νέο της αφεντικό μπροστά από το σπίτι μας. Σηκωθήκαμε όλοι από το τραπέζι και τρέξαμε στο παράθυρο να την δούμε για τελευταία φορά.

Γυρίζοντας δεν φάγαμε κανένας και βάλαμε τα κλάματα. Αν και πέρασαν τόσα χρόνια ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτή την σκηνή. Βλέπετε, τότε οι άνθρωποι ήταν δεμένοι με τα ζωντανά τους και όταν πωλούσαν ή ψοφούσε κανένα ήταν μεγάλη πληγή για την οικονομία του σπιτιού.

Η λέξη πανηγύρι αποκτούσε την πραγματική της σημασία. Πάνδημος εορτασμός θρησκευτικής γιορτής, και εμποροπανήγυρη σήμαινε παζάρι, ομαδικό γλέντι, ξεφάντωμα. 

Μια  πανδαισία χρωμάτων και  αρωμάτων που διαχέονταν σε όλη την πόλη των Γιαννίνων και στη γύρω περιοχή μέχρι το Πέραμα, τις παρυφές του όρους Μιτσικέλι και  την Ντραμπάτοβα. Μία παρουσία πολιτισμού κι επιστήμης που κάθε χρόνο αποτελούσε στολίδι στην εμποροπανήγυρη δίπλα στη Λίμνη.

Ο λαός ήταν φτωχός και εκεί θα εύρισκε κάτι φθηνό για να ντύσει το κορμί του. Δεν υπήρχαν  λεφτά και προσπαθούσαν όλοι με λίγα χρήματα να επιβιώσουν.

(Μέτσοβο)