Πολιτική και Παιδαγωγία…

on .

Πολλά και εποικοδομητικά τα σχόλια φίλων - αναγνωστών στο προηγούμενο σημείωμά μου για το «απέραντο φρενοκομείο» που επικρατεί σήμερα στον κόσμο και το οποίο «αν δεν ξεπερνά εγγίζει τα όρια της σχιζοφρένειας». Πού μπορούμε όμως να εντοπίσουμε τα αίτια αυτού του φαινομένου, θα διερωτηθεί κάποιος. Νομίζω πως μια πρώτη και καίρια απάντηση που μπορεί να δοθεί σ’ αυτό το ερώτημα είναι ότι η πολιτική, όπως ασκείται σήμερα στον κόσμο, έχει πάρει διαζύγιο από την ηθική, πράγμα ασφαλώς που μας επηρεάζει όλους μας.

Μια τέτοια πολιτική όμως δεν είναι το αληθινό της πρόσωπο, «η υψίστη των τεχνών», κατά τον Αριστοτέλη, είναι το προσωπείο της. 

Και όταν μιλάμε για προσωπείο της πολιτικής, εννοούμε εκείνο που διακατέχεται από τη δίψα για την εξουσία, για τη δύναμη, εκείνο που διασφαλίζει, με κάθε μέσο τα συμφέροντα τα δικά του, των φίλων και των συγγενών του και των οπαδών του κόμματός του. Αντίθετα, φύση και έργο του γνήσιου πολιτικού είναι να διακατέχεται ο ίδιος από την επιθυμία και την ικανοποίηση «του πολίτην γενέσθαι τέλειον, άρχειν τε και άρχεσθαι επιστάμενον μετά δίκης» και στη συνέχεια -προσφέροντας τον εαυτό του ως υπόδειγμα στους υπόλοιπους πολίτες- να τους βοηθήσει να ακολουθήσουν τον ίδιο  δρόμο, που δεν είναι άλλος από το δρόμο της αρετής, απαραίτητης προϋπόθεσης για την κοινή ευδαιμονία. 

Δηλαδή, με απλά λόγια, ο γνήσιος πολιτικός και όταν νομοθετεί και όταν ασκεί εκτελεστική εξουσία και όταν κατοχυρώνει τη δικαιοσύνη, οργανώνει την εκπαίδευση, παρέχει πρόνοια και ασφάλεια στους πολίτες, είναι -πρέπει να είναι- και παιδαγωγός. Παιδαγωγός, με αυτήν την έννοια, ήταν ο Σόλων στην αρχαία Αθήνα με το νομοθετικό του έργο. Παιδαγωγός ήταν ο Κλεισθένης, με τη δημοκρατική του πολιτεία, παιδαγωγός ήταν ο Περικλής του «Επιταφίου» και των ηγετικών του γνωρισμάτων που του αναγνωρίζει ο Θουκυδίδης, με τα οποία εδραίωσε τη δόξα και το μεγαλείο της Αθηναϊκής Πολιτείας και του έδωσε το δικαίωμα να καυχιέται πως, επί των ημερών του, «η πάσα πόλις» είχε καταστεί κοινό παιδευτήριο της Ελλάδας.

Μα, αυτά, θα μου πείτε, είναι «ψιλά γράμματα» που τα μαθαίναμε στο σχολείο και ούτε τους δίναμε, συχνά, κάποια σημασία. Απλώς τα ακούγαμε ή τα διαβάζαμε για να περνάει η ώρα ή το πολύ για να περνάμε με καλό βαθμό στις εξετάσεις. Καμιά αντίρρηση. Ούτε εγώ μιλάω για ένα τέτοιο είδος πολιτικής που ζητάμε για την εποχή μας. Ζητάμε όμως -και πρέπει να ζητάμε- από κάθε είδους πολιτικό, κατά την άσκηση των καθηκόντων να διαθέτει το εντελώς απαραίτητο για το αξίωμά του ήθος.

Και πρώτα απ’ όλα να εφαρμόζει το Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό, σύμφωνα, άλλωστε, με τον όρκο που δίνει όταν αναλαμβάνει το αξίωμά του. Να ξέρει πώς να συμπεριφέρεται κατά την άσκηση της εξουσίας, να συζητάει -αφού πρώτα μάθει να συζητάει- με επιχειρήματα και όχι με διαπληκτισμούς και με ύβρεις, προσπαθώντας, όπως συνήθως συμβαίνει, να δημιουργήσει εντυπώσεις και να πείσει τους οπαδούς του, που πρόθυμα μάλιστα τον επιδοκιμάζουν, χωρίς πολλές φορές να ξέρουν τίποτε από αυτά για τα οποία μιλάει.

Υπήρχαν, βέβαια και στα νεότερα χρόνια κάποιες ωραίες καταστάσεις που συνδέονται με πολιτικούς οι οποίοι διέθεταν την απαιτούμενη καλλιέργεια και αντιμετώπισαν δύσκολες γι’ αυτούς και για το Έθνος στιγμές με μεγαλοψυχία και με ανάλογο χιούμορ. Θυμάστε ασφαλώς την περίπτωση του μεγάλου μεταρρυθμιστή πολιτικού και θεμελιωτή του Κοινοβουλευτικού μας Πολιτεύματος, του Χαρίλαου Τρικούπη, τον οποίο οι ψηφοφόροι του δεν έβγαλαν ούτε βουλευτή. Περιορίστηκε απλώς να δηλώσει: «Ανθ’ ημών ο Γουλιμής».Και ο νοών νοείτω. Παρόμοια ήταν και η στάση του δημιουργού της Ελλάδας των Πέντε Θαλασσών και των Δύο Ηπείρων, που επίσης δε βγήκε λίγους μήνες μετά και αυτός ούτε βουλευτής. Ψηφίστηκε μόνο στην Κρήτη και στην Ήπειρο και περιορίστηκε να δηλώσει: «Αυτοί οι Ηπειρώτες οι αμετανόητοι Έλληνες». 

Και έπεται και συνέχεια: Μιλούσε κάπου - κάπου στη Βουλή, ως πρωθυπουργός, ο Πλαστήρας -αυτός ο αγνός και έντιμος στρατιωτικός, άπειρος όμως με την πολιτική και την τακτική της- πότε από χειρογράφου και πότε εκτός χειρογράφου. Αυτό το γεγονός παρακίνησε τον έμπειρο περί τα πολιτικά Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος κάποια στιγμή, χαριτολογώντας μάλιστα του επισήμανε: Κύριε πρωθυπουργέ, με όλο το σεβασμό που, όπως ξέρετε, τρέφω προς το πρόσωπό σας, ήθελα, χαριτολογώντας μάλιστα, να σας επισημάνω πως όταν μιλάτε από χειρογράφου καταλαβαίνουμε εμείς, ίσως όμως να μην τα καταλαβαίνετε εσείς, όταν όμως μιλάτε εκτός χειρογράφου, καταλαβαίνετε εσείς, δύσκολα όμως καταλαβαίνουμε εμείς. Και όλοι ξέσπασαν σε γέλια, με πρώτο μάλιστα τον -εν γνώσει του άπειρο περί τα πολιτικά- στρατηγό Πλαστήρα.

Θυμάμαι επίσης, γιατί ήμουν παρών στη συζήτηση που έγινε, το 1958 στη Βουλή, ανάμεσα στον οξύθυμο υπουργό Ασφαλείας, τον Ευάγγελο Καλατζή, που είχε ανησυχήσει από την αύξηση των βουλευτών της ΕΔΑ στις εκλογές και στο μετριοπαθή και συνετό Πρόεδρο της ΕΔΑ, τον Ηλία Ηλιού. Πλήρης οργής ο υπουργός απευθυνόμενος προς τον Ηλιού του είπε: «Δεν σας θέλουμε εδώ μέσα, να βγείτε στο βουνό». Και ο Ηλιού, απαθέστατα, απευθύνθηκε προς τον υπουργό και του είπε: «Δεν θα σας κάνουμε το χατήρι, εδώ θα μείνουμε και θα σας ρέψουμε στη νομιμότητα, προασπίζοντας τη νομιμότητα». Και ο καθένας έβγαλε τα συμπεράσματά του.

Διάβαζες ή παρακολουθούσες τέτοιες σκηνές και δικαιολογούσες τον Πλάτωνα που είχε, πριν από αιώνες, διακηρύξει πως οι πολιτικοί πρέπει να είναι παιδαγωγοί και πως η γνήσια πολιτική είναι μορφή παιδαγωγίας.

Και σήμερα; Παρακολουθήστε, αν διαθέτετε την ανάλογη υπομονή, μια «εκτός ημερησίας διάταξης συζήτηση» των αρχηγών των κομμάτων στη Βουλή, διαβάστε ή ακούστε τις ανακοινώσεις των εκπροσώπων των κομμάτων γύρω από βασικά εθνικά θέματα, ανοίξτε ένα τηλεπαράθυρο και ακούστε βουλευτές αντίπαλων κομμάτων να «συζητούν» μεταξύ τους και βγάλτε τα συμπεράσματά σας.

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, όπως τη ζήσαμε τα τελευταία χρόνια και όπως τη ζούμε και σήμερα, παρουσιάζει τα ίδια ή παρόμοια γνωρίσματα, με αυτά της εποχής του Γρυπάρη, όπως τα αποτυπώνει στους πρώτους στίχους του ποιήματός του, «Εστιάδες». Τους παραθέτω απλώς για να τους θυμηθούν όσοι έχουν διαβάσει το ποίημα ή να σχηματίσουν μια εικόνα όσοι για πρώτη φορά τους διαβάζουν:

 «Βαθιά άκραχτα μεσάνυχτα,

 τρισκότεινοι ουρανοί

πάν’ απ’ την Πολιτεία

 την κοιμισμένη».