Τι επαγγέλματα πρέπει να ασκεί ένας χριστιανός;

on .

 Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό πρέπει να προστρέξει στη Χριστιανική διδασκαλία και στην ιστορική καταγραφή της διαχρονικής δράσης των Χριστιανών.

 Αυθεντική χριστιανική δράση έχουμε στην πρώτη Χριστιανική κοινότητα στα Ιεροσόλυμα. Οι τότε πιστοί είχαν έναν τρόπο σχέσεων κοινωνίας, ύπαρξης και συνύπαρξης, που οδηγεί στην δυνατότητα να βιώνεται η ζωή μόνο ως αγάπη.

 Τα στοιχεία της ισότητας και της αδελφότητας ως απτές πραγματικότητες γίνονταν ιδιαίτερα φανερές στην οργάνωση της κοινωνίας των πρώτων Εκκλησιών, κατά την άσκηση του θεσμού της διακονίας, που γινόταν από ή με την καθοδήγηση των Αποστόλων (Πραξ. Αποστ.  Κεφ. Β στ. 42-47, Κεφ. Δ΄ στ.  24 &, 32-36 και Επιστ. Παύλου προς Φιλιππησίους Κεφ. Β στ. 1-5) .

Ποια όμως είναι η έννοια της διακονίας; Νομίζω ότι ορθά αντιλαμβανόμαστε την διακονία, όταν την ορίσουμε ως την προσφορά υπηρεσιών ή αγαθών για την κάλυψη των αναγκών των συνανθρώπων μας, η οποία πηγή έχει την αγάπη προς αυτούς και την οποία αγάπη βιώνουμε και εμείς ως τον τρόπο της ύπαρξης μας.

Ο Κύριος μας την προσδιόρισε και καταγράφηκε από τους Ευαγγελιστές στα Ευαγγέλια, ως το αντίθετο της έννοιας εξουσία. Για τους Χριστιανούς «ηγούμενος» είναι «ο διακονών» (Μαρκ. Κεφ. Ι στ. 42-44 και Λουκ. Κεφ. ΚΒ στ. 25-26). Εξουσία είναι δύναμη, που επιβάλλει στους ανθρώπους θεσμοθετημένη θέληση κοινωνικής συνύπαρξης με πειθαναγκασμό ή φυσική βία, εντός μιας  κοινωνίας και κατ΄ εξοχήν σε μια κρατική επικράτεια.

Η διακονία στην Εκκλησία είναι έργο που έρχεται ως προέκταση του έργου και της ζωής του Χριστού και των Αποστόλων. Η διδασκαλία του Ευαγγελίου άλλαξε ταχύτατα την ατομική κοινωνική συμπεριφορά των πρώτων Χριστιανών. Η ατομική τους ζωή έγινε πιο αγνή και αυστηρή ( Επιστ. Παύλου προς Φιλιππησίους (Κεφ. Β στ. 2-7) .

Οι Χριστιανοί της περιόδου τουλάχιστον των τριών πρώτων αιώνων αρνούνταν να αποκτήσουν κρατικά αξιώματα που συνεπάγονταν άσκηση εξουσίας και να συμμετάσχουν στις κρατικές και πολιτικές τελετουργίες που ήταν ένα ουσιώδες στοιχείο του ρωμαϊκού τρόπου ζωής  και γι΄ αυτό έως τα τέλη του 3ου μ.Χ. αιώνα ελάχιστοι Χριστιανοί ήταν μέλη της άρχουσας τάξης.  Μια σειρά από επαγγέλματα θεωρούνταν ασύμβατα με την Χριστιανική τους πίστη. Ενδεικτικά σημειώνω ότι ο Τερτυλλιανός, λατίνος πρεσβύτερος, στο έργο του “περί στεφάνου” στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. αναρωτιέται αν είναι νοητό να φέρει ένας Χριστιανός ένα λάβαρο που ανταγωνίζεται τον Χριστό και να είναι φορέας «του ξίφους». Οι στρατιωτικοί αρχηγοί και οι δικαστές δεν γίνονταν δεκτοί στην Εκκλησία. Ένας στρατιώτης μπορούσε να γίνει δεκτός μόνο εφ΄ όσον ανελάμβανε την υποχρέωση ότι ποτέ δεν θα εκτελούσε κανέναν ακόμη και αν τον διέταζαν. Παρόμοια και οι ζωγράφοι και οι γλύπτες αναλάμβαναν την υποχρέωση να μην συνεργήσουν στην κατασκευή ειδώλου.

Ας δούμε τώρα, ανατρέχοντας στα κείμενα της Αγίας Γραφής, τι σχετικά με την οικονομική μας δράση, μας ορίζει η Χριστιανική πίστη. Πρώτον, σημειώνω τις εντολές του Θεού, προς την ανθρωπότητα. Να διαχειρίζεται τον κόσμο «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάττειν» και να εξελίσσεται η ίδια προοδεύοντας προς το «καθ΄ ομοίωσιν»( Γενεσις Κεφ. Α & Β,   Πραξ. Αποστ. Κεφ. ΙΖ στ. 24.)  Δεύτερον, ότι την ορθή διαχείριση του κόσμου και την ολοκλήρωση της πορείας προς την θέωση,  πρέπει η ανθρωπότητα να τα πετύχει αγωνιζόμενη εν ελευθερία και εναντιούμενη στα έργα του εωσφόρου και (Ματθ. Κεφ. Ε, ΣΤ, Ζ). Τρίτον, ότι βασικά οι άνθρωποι με τον ιδρώτα του προσώπου τους να τρών το ψωμί τους (Γενεση Κεφ. 3 στ.19).  Και τέταρτον, τον συνεπή προς την πίστη τους βίο των πρώτων Χριστιανών που ανωτέρω περιγράφουμε. Οφείλουμε λοιπόν να καταλήξουμε στα εξής συμπεράσματα:

Τα επαγγέλματα που οφείλει να ασκεί ο Χριστιανός είναι αυτά που καλύπτουν τις βιοτικές και πνευματικές ανάγκες των μελών της κοινωνίας. Αυτά που θεραπεύουν, αναβαθμίζουν και βελτιώνουν την ποιότητα της ζωής των ανθρώπων. Αυτά που γίνονται μέσα ολοκλήρωσης του ανθρώπου, δηλαδή σωτηρίας του, διότι «σώος» σημαίνει «ολόκληρος» και κατά Θεόν σωτηρία σημαίνει ολοκλήρωση του ανθρώπου. Αυτά που μέσα από την άσκησή τους γίνεται   πρακτικοποίηση και εφαρμογή της εντολής της αγάπης. Αυτά με τα οποία  συνεργαζόμαστε  με άλλους συνανθρώπους μας για την επιτυχία της ευημερίας του συνόλου της Κοινωνίας.

Αυτά που σέβονται το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και δραστηριοποιείται η ανθρωπότητα.  Έτσι, ο Χριστιανός θα κάνει χρήση δημιουργική και περιβαλλοντικά ωφέλιμη, και όχι κατάχρηση καταστροφική και περιβαλλοντικά βλαβερή.

Υπάρχουν όμως και τα επαγγέλματα που λειτουργούν στο να καλλιεργούν στον άνθρωπο τον ατομικισμό, την πλεονεξία, την καταπίεση, την εκμετάλλευση και υποδούλωση των συνανθρώπων του, που δεν συνεπάγονται μόνο την ικανοποίηση  πραγματικών αναγκών βιοτικών ή πνευματικών, που αγνοούν τις  ψυχοσωματικές του ικανότητες  και ανάγκες, που οδηγούν στην απανθρωποίηση και την αποϊεροποίηση του ανθρώπου. Με την άσκηση κακού επαγγέλματος και ο ίδιος υποτιμάται και υποτιμά και τους συνανθρώπους του με τους οποίους συναλλάσσεται  αντιμετωπίζοντας τον εαυτό του και κάθε συνάνθρωπό του  ως «μέσο παραγωγής  αγαθών», και ως “τον καταναλωτή” των. Δεν λειτουργεί μέσα από το κακό επάγγελμα ο άνθρωπος ως συνεργάτης του Θεού στη δημιουργία, στη λύτρωση του ιδίου και των συνανθρώπων του από την σκλαβιά της ανάγκης. Αποβλέποντας μόνο στον βιοπορισμό και στην ικανοποίηση μόνο υλικών αναγκών, οδηγείται στην αισχροκέρδεια και σε απάνθρωπη, και αντικοινωνική συμπεριφορά.

Ένας πολιτισμός δημιουργημένος από άνθρωπο, αυτονομημένο από τον Θεό, που προσπαθεί να αντλήσει τα μέγιστα οφέλη από τη φύση, για να ικανοποιήσει μόνο αδηφάγες επιθυμίες του αδιαφορώντας για το μέλλον, καθίσταται «δαιμονικός» και εγκυμονεί κινδύνους για τις μελλοντικές γενεές.

Επομένως, από όλα τα ανωτέρω προκύπτουν ως συμπέρασμα τα εξής: Πρέπει να προσανατολιζόμαστε ως Χριστιανοί και να προσανατολίζουμε τα παιδιά και τα εγγόνια μας σε επαγγέλματα που είναι σύμφωνα με την πίστη μας. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται σχετικά με τα επαγγέλματα εκείνα που μέσω αυτών ασκείται εξουσία όπως ανωτέρω την ορίσαμε. Να μην ακολουθήσουμε ένα επάγγελμα συνυφασμένο με επιβολή στους ανθρώπους θεσμοθετημένης θέλησης “διαβολικής”. Δηλαδή επάγγελμα, που συνεπάγεται καταπίεση και αυθαιρεσία, που δεν σέβεται την ελευθερία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που κοινωνικοποιεί τις ζημίες των επιχειρήσεων και ιδιωτικοποιεί όλα τα κέρδη των.

Και αυτή τη στάση μας πρέπει να την εντάσσουμε μέσα στη στρατηγική της παθητικής αντίστασης ενάντια στους θεσμούς που είναι ανθρωποκτόνοι  και που ως πολίτες οφείλουμε να αγωνιζόμεθα να καταργηθούν.

Οδοδείκτη μας ας έχουμε το ρηθέν από τον ομολογητή και μάρτυρα της πίστης μας   Ιουστίνο οι Χριστιανοί «πείθονται τοις κειμένοις νόμοις και  τοις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους» (Προς Διόγνητον Κεφ. 5, στ.10).

 * Ο Νικήτας  Αποστόλου είνα πρ. Τμηματάρχης του τέως Υπ. Γεωργίας