Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Κωνσταντίνου

on .

 Ο Μεγάλος Κωνσταντίνος έδρασε σε μια κρίσιμη ιστορική περίοδο, που ήταν η αρχή της διαδικασίας μετάβασης από την Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα.

Οφείλουμε λοιπόν να παρουσιάσουμε πρωτίστως την περιγραφή της κοινωνίας της εποχής του και στη συνέχεια να αξιολογήσουμε τη δράση του στο χώρο των θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Χαρακτηριστικό της κοινωνίας εκείνης της εποχής ήταν η διαδικασία εγκατάλειψης των κτημάτων από τους μικροϊδιοκτήτες και η επέκταση της μεγάλης ιδιοκτησίας.

Η εξέλιξη αυτή είχε τα εξής αίτια: α) Η αύξηση των εγγείων φόρων που τους είχε καταστήσει επαχθείς και η αύξηση της τιμής του χρυσού και του αργύρου σε σχέση με τις τιμές των αγροτικών προϊόντων, ανάγκαζε τους μικρούς ιδιοκτήτες να εγκαταλείπουν τους αγρούς των. β) Για την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου θεσμοθετήθηκε η “επιβολή”. Αυτή συνίστατο στο δικαίωμα των κοινοτικών αρχόντων και μεγαλογαιοκτημόνων να επαναφέρουν τους δραπέτες γεωργούς στα κτήματα που καλλιεργούσαν. Έτσι αντιμετωπιζόταν το φαινόμενο της μείωσης της αγροτικής παραγωγής και συνακόλουθα των φόρων. Διαμορφώνονταν διαχρονικά με αυτόν τον τρόπο ένα νέο κοινωνικό σύστημα, η δουλοπαροικία, που ολοκληρώθηκε στον μεσαίωνα, της πρόσδεσης δηλαδή των καλλιεργητών στις συγκεκριμένες γαίες, τις οποίες δεν τους επιτρέπετο να εγκαταλείψουν, αλλά ούτε και να εκδιωχθούν από τους ιδιοκτήτες τους από αυτές. Δημιουργείτο έτσι μια νέα τάξη οι λεγόμενοι “κολωνοί” που ήταν μόνο τυπικά ελεύθεροι πολίτες.

Συνέπεια των ανωτέρω ήταν τον 4ο αιώνα μ.Χ. η κοινωνία να αποτελείται, εκτός από τους ελεύθερους πολίτες και δούλους και από τους “εναπόγραφους υπό δεσποτεία τελούντες γεωργούς”, τους “δουλοπάροικους”, τους  “κληρικοπάροικους”, τους “πάροικους” κ.α. Η συμμετοχή των δούλων στην παραγωγική διαδικασία μειωνόταν.

Το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας ήταν πιο πολυάνθρωπο, με περισσότερες πόλεις,  κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου και βιοτεχνικής παραγωγής. Το δυτικό αντίθετα, κάτω από τα πλήγματα βαρβαρικών επιδρομών, υφίστατο καταστροφές στην οικονομία του. Αποτέλεσμα ήταν το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας οικονομικά να ισχυροποιείται ενώ το Δυτικό να αποδυναμώνεται.

Τα επαγγέλματα είχαν γίνει κληρονομικά, επειδή είχαν επιβληθεί περιορισμοί στην ελευθερία μετακίνησης, με θέσπιση διατάξεων νόμων που επέβαλαν την υποχρέωση των πολιτών του αστικού πληθυσμού να ασκούν υποχρεωτικά το  επάγγελμά τους και αυτή η υποχρέωση να επεκτείνεται στα παιδιά τους. Με διατάξεις νόμων τα επαγγελματικά σωματεία μεταβλήθηκαν σε ελεγχόμενες συντεχνιακές οργανώσεις, που διέθεταν μεν ορισμένα προνόμια, αλλά υποβάλλονταν σε σωρεία υποχρεώσεων.

Οι αμοιβές όλων των επαγγελματιών είχαν καθορισθεί με το διάταγμα, αλλά το μέτρο αυτό δεν έλυσε το πρόβλημα του πληθωρισμού και της υποτίμησης της  αξίας του νομίσματος. Υπήρχε επαχθής φορολογία με άμεσους γενικούς και έκτακτους φόρους. Υπήρχαν έμμεσοι φόροι στις αγοραπωλησίες, στη μεταβίβαση ακινήτων και δασμοί στα εισαγόμενα είδη με το μεγαλύτερο μέρος αυτών να καταβάλλεται σε χρήμα. Επίσης και άλλες υπηρεσίες προς στο κράτος, όπως οι λειτουργίες  και οι αγγαρείες.

Έχουμε διαμορφωμένη από τον Διοκλητιανό την δεσποτική αντίληψη του Αυτοκράτορα- Βασιλέως.  Ό,τι έχει σχέση με τον αυτοκράτορα θεωρείται πλέον ιερό. Η αναδιοργάνωση της Αυτοκρατορίας είχε αρχίσει από τον Διοκλητιανό, αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί.

Ο Μέγας Κων/ος επέφερε τις εξής μεταρρυθμίσεις, με τις οποίες συντελέστηκε πραγματικά μια γενική “ανανέωση” της αυτοκρατορίας και έτσι επήλθε η έξοδος από την κρίση στην οποία ευρίσκετο από τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα.

Έχοντας δυνατό πολιτικό αισθητήριο ο Κων/νος είχε αντιληφθεί ότι το δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας του έχανε σιγά - σιγά τον ομοιογενή πληθυσμό του και αδυνατούσε να συμβάλει στην πολιτισμική και οικονομική εξέλιξή της. Το αντίθετο συνέβαινε στο ανατολικό τμήμα.  Γι΄ αυτό επέλεξε και οικοδόμησε την νέα πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας την Κωνσταντινούπολη στην Ανατολή. Δημιούργησε νέα πολιτική και στρατιωτική ηγετική τάξη, από ανώτατους γραφειοκράτες, υπαλλήλους και στρατιωτικούς και αναβάθμισε την ισχύ της στο κράτος και την κοινωνία.

Θεσμοθέτησε τον αυστηρό διαχωρισμό πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, δημιουργώντας δύο διοικητικές ιεραρχίες, παράλληλες αλλά και αλληλοεξαρτώμενες. Διαίρεσε την Αυτοκρατορία από 12 σε 15 μεγάλες περιφερειακές ενότητες που ονομάστηκαν διοικήσεις. Αυτές συμπεριλάμβαναν στα όριά τους τις επαρχίες. Τον αριθμό των επαρχιών τον αύξησε από 100 σε 120. Με την διαίρεση αυτή επιτύγχανε καλύτερη εποπτεία.

Θέσπισε την αρχή ότι καθένας είναι προσωπικά υπόχρεος και ότι η κοινωνική θέση μεταβιβάζεται κληρονομικά και εκτείνεται πλέον σε όλους, από τους κολωνούς, τους ελεύθερους καλλιεργητές, μέχρι την τάξη των προυχόντων των πόλεων, που συγκροτούσαν τα δημοτικά συμβούλια. Στη σύγκλητο και τον κλήρο έδωσε φορολογικές απαλλαγές για τα μέλη τους που ήταν προσωπικές και όχι κληρονομούμενες.  Ανέθεσε στους προύχοντες των πόλεων τον ρόλο των φοροεισπρακτόρων, σε συνεργασία και συμφωνία με τους επαρχιακούς υπαλλήλους της Αυτοκρατορίας. Θέσπισε νέους φόρους επαγγελματικούς και ταξικούς, για να αυξήσει τα έσοδα του δημοσίου. Ο σπουδαιότερος ήταν “το χρυσάργυρον” χρηματικός φόρος στον αστικό πληθυσμό που ασχολείτο με εμπόριο και βιοτεχνία. Αυτός ήταν δυσβάστακτος γι΄ αυτό καταργήθηκε από τον  Αυτοκράτορα Αναστάσιο το 498 μ.Χ.

Βελτίωσε το σύστημα της φορολογίας σε είδος, που είχε ήδη επιβληθεί επί Διοκλητιανού, από φόρος σε είδος, σε φόρος είδος και χρήμα. Θέσπισε διατάξεις να υπολογίζονται στη φορολογία η γη, η αυτόνομη εξαρτημένη και δουλική ανθρώπινη εργασία, αλλά και η εργατική δύναμη των ζώων βάσει ισοδύναμων και ισότιμων ιδεατών μονάδων, των  ζυγών  για τη γη και των κεφαλών για τον άνθρωπο και τα ζώα. Ενήργησε μια γενναία νομισματική μεταρρύθμιση. Το δηνάριο ήταν το κύριο νόμισμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η ελάττωση του αργύρου που περιείχε επέφερε την υποτίμησή του. Έτσι αυτό που κόπτετο στο δεύτερο ήμισυ του 3ου αιώνα μ.Χ. περιείχε 2% άργυρο, δηλ. σχεδόν καθόλου.

Ήδη ο Διοκλητιανός το 301 μ.Χ. είχε κόψει νέο χρυσό νόμισμα, τον σόλιδο, αλλά κόπηκαν λίγοι σόλιδοι και  η ενέργειά του αυτή δεν είχε επίπτωση στην πραγματική οικονομία. Ο Κωνσταντίνος  το 312 μ.Χ. όρισε το σόλιδο στα 4,55 gr σχεδόν καθαρού χρυσού. Έκοψε μεγάλο αριθμό σόλιδων και πέτυχε την νομισματική σταθερότητα η οποία διατηρήθηκε μέχρι τον 11ο αιώνα.

Αν και μέχρι τον θάνατό του ο Κων/νος διατήρησε το αξίωμα του Μεγάλου Ποντίφικα, γενικού επόπτη της λατρείας όλων των θεοτήτων της Αυτοκρατορίας του, η πολιτική του στα ζητήματα της θρησκείας ήταν μια σταδιακά εξελισσόμενη πλήρης ανατροπή της θρησκευτικής πολιτικής που είχαν ασκήσει έως τότε οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες. 

Από το 312 μ.Χ.  και μετά, διαφοροποιώντας την πολιτική του σταδιακά, επέλεξε να στηριχθεί στη ραγδέως ανερχόμενη και συνεκτική δύναμη του Χριστιανικού κόσμου, επιδιώκοντας ταυτόχρονα τον έλεγχό της για τους πολιτικούς του σκοπούς. Με έκδοση διαταγμάτων επέστρεψε τις δημευμένες περιουσίες των χριστιανών, επανέφερε τους εξόριστους από τις εξορίες τους,  απάλλαξε τους χριστιανούς κληρικούς από κάθε “δημόσιο βάρος”, παραχώρησε στον Επίσκοπο της Ρώμης το ανάκτορο του Λατερανού και τα κτήματα που ανήκαν σ΄ αυτό και διέταξε την ανέγερση ενός ναού στο “Σωτήρα Χριστό” στη Ρώμη.

Επόμενο βήμα στην εξελικτική πορεία διαμόρφωσης της πολιτικής αυτής ήταν η  επισημοποίηση της πολιτικής της ανεξιθρησκίας και των θρησκευτικών ελευθεριών, που έγινε με το θεσμοθέτημα το γνωστό ως “Διάταγμα των Μεδιολάνων”, που  συνυπέγραψε με τον Λικίνιο το 313 μ.Χ.

Το 315 μ.Χ. εξέδωσε διατάγματα που απαγόρευαν να σημαδεύονται στο πρόσωπο με πυρωμένο σίδερο οι καταδικασμένοι σε καταναγκαστική εργασία στα μεταλλεία και το 325 μ.Χ. απαγόρευσε τις αιματηρές μονομαχίες. Το 321 μ.Χ. θεσμοθέτησε την επίσημη αργία της Κυριακής και το δικαίωμα κληροδοσίας με διαθήκη περιουσίας προς τις Εκκλησίες.

Ο Κων/νος, με γνώμονα την πολιτική του, που συνίστατο στην επιβολή στους Επισκόπους λύσης ομόγνωμης και ομόδοξης στα δογματικά ζητήματα, που θα του διασφάλιζαν την ειρήνη και σταθερότητα στην κοινωνία της Αυτοκρατορίας, θεσμοθέτησε τις Επισκοπικές συνόδους με αυτοκρατορικές προσκλήσεις. Συνεκάλεσε συνόδους στην Αρελάτη το 314 μ.Χ., στην Νίκαια την Α΄ Οικουμενική το 325 μ.Χ., το 334 μ. Χ. στην Καισάρεια και το 335 μ.Χ. στην Τύρο. 

Έτσι, εφ΄ ενός θεσμοποίησε τον Χριστιανισμό και τον ενέταξε στη κρατική δομή της Αυτοκρατορίας, αφ΄ ετέρου προέβη σε  καταλυτικές παρεμβάσεις  στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας. Οι πολιτικές αυτές πράξεις του ήταν αποφασιστικές αφού συνιστούσαν παρέμβαση της  πολιτικής εξουσίας, του Κράτους,  για πρώτη φορά από την Πεντηκοστή, που είναι η χρονική στιγμή σύστασης της Εκκλησίας, στην εσωτερική λειτουργία της με αποτέλεσμα να δυναμιτίζεται έτσι η αυτονομία της. Επίσης, επέδρασαν αποφασιστικά στην μετέπειτα θεσμική εξελικτική διαδικασία καθιέρωσης του Χριστιανισμού, ως της επίσημης επικρατούσης θρησκείας στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από τον Μέγα Θεοδόσιο και την περαιτέρω διαδικασία των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας μέχρι σήμερα.

*O Νικήτας Αποστόλου είναι πρ. Τμηματάρχης τέως Υπ. Γεωργίας.