Τούρτα γάμου…

on .

Ο Τιμολέων ή Τιμ ή Λέων ή Λεώ, ήταν ανήσυχος! Από το πρωί δεν είχε πατήσει ψυχή στο ζαχαροπλαστείο του και ευρώ στο ταμείο του, ενώ είχε ακόμη απλήρωτο το νοίκι, το ρεύμα, το κινητό, και επιπλέον τους διακανονισμούς των δόσεων από παλιές χρεώσεις της εφορίας, του ΕΝΦΙΑ και του ασφαλιστικού του ταμείου!

Δε βαριέσαι, έλεγε κάθε τόσο στον εαυτό του, υπάρχουν και χειρότερα.

Τουλάχιστον οιπελάτες που μπαίνουν στο δικό μου μαγαζί όλο και κάτι θα ψωνίσουν, ενώ στου Τάκη δίπλα το υποδηματοπωλείο και στου Σάκη παραδίπλα το εμπορικό με τα υφάσματα, μπαίνουν κάτι πελάτισσες που τους φέρνουν στα όρια νευρικής κρίσης! Κατεβάζουν όλα τα ράφια, φοράνε δεκάδες ζευγάρια παπούτσια, χαϊδεύουν όλα τα τόπια με τα υφάσματα και στο τέλος λένε αντίο, χωρίς ν’ αγγίξουν το πορτοφόλι τους! Αυτές τις σκέψεις έκανε ο Τιμολέοντας, όταν ακριβώς μπροστά από το μαγαζί του πέρασε η κυρία Χαρίκλεια, ο φόβος και ο τρόμος της αγοράς.

Η κυρία Χαρίκλεια ήταν ικανή να μπει δέκα φορές σε μια βδομάδα στο κατάστημα με τα υφάσματα και άλλες τόσες στο υποδηματοπωλείο, να φορέσει όλα τα ζευγάρια ακόμα και εκείνα που δεν ήταν στο νούμερό της και να φύγει αφήνοντας πίσω της ένα ξερό «θα ξαναπεράσω»! Έτρεξε γρήγορα στην είσοδο του ζαχαροπλαστείου ο Τιμ, για να εντοπίσει χαιρέκακα «ποιανού τυχερού συναδέλφου του την πόρτα θα χτυπήσει»! Και τότε τον έλουσε κρύος ιδρώτας! Ένας κόμπος του στάθηκε στο λαιμό!

Η κυρία Χαρίκλεια έκανε μερικά βήματα μπροστά και μετά έκανε απότομα μεταβολή και μπήκε στο ζαχαροπλαστείο! - Καλημέρα Τιμολέοντα, τον χαιρέτησε ανέκφραστα. Ξέρεις, την άλλη εβδομάδα παντρεύω τον γιο μου και υποσχέθηκα στο ζευγάρι να τους κάνω δώρο την τούρτα του γάμου. Θα ήθελα να μου δείξεις μερικές για να διαλέξω! - Ξέρετε, κυρία Χαρίκλεια, μπορώ να σας δείξω μόνο σε φωτογραφίες για να πάρετε έτσι μία ιδέα και να αποφασίσετε ποια σας αρέσει περισσότερο. - Δεν χρειάζομαι τις φωτογραφίες, του είπε εκείνη παγερά, έχω πάει σε χιλιάδες γάμους και ξέρω με κάθε λεπτομέρεια τι θέλω. Δεν θα σε κουράσω καθόλου! Για αρχή θέλω να μου δείξεις μια πάστα στα εξήντα γραμμάρια, μία στα εκατό και μία στα εκατόν πενήντα για να διαλέξω το μέγεθος. Ο Λέων της έδειξε αυτές που είχε στη βιτρίνα του ψυγείου. - Όχι έτσι, του είπε εκείνη αυστηρά! Θέλω να τις βγάλεις από το ψυγείο να τις βάλεις σε πιατάκια και δίπλα να βάλεις και τα κουταλάκια του γλυκού, για να δω πως θα φαίνονται στους καλεσμένους μας! Ο Λέων πήρε μια βαθιά ανάσα και υπάκουσε χαμογελώντας φιλικά. - Και δε μου λες, βρε Τιμολέοντα, μέχρι πόσους ορόφους μπορείς να μου φτιάξεις; Μπορείς να βάλεις και κανένα όροφο στα ψεύτικα;

Ο Λέων ανασκουμπώθηκε! - Τι θα πρότεινες για την τάδε διάμετρο; Ή μήπως για καλύτερα τη δείνα; Συνέχισε απτόητη η κυρία Χαρίκλεια! Ο Λέων κατάπιε ένα βρυχηθμό που του έφτασε ως τους κοπτήρες, αλλά συγκρατήθηκε και δεν μίλησε! - Και πού είσαι; Θέλω και μαργαρίτες Ολλανδίας ή μάλλον καλύτερα Βελγίου που είναι πιο φανταχτερές! Κι εκείνα τα ροζ και τα σομόν λουλούδια. Άσε καλύτερα τα σομόν δεν τα θέλω, θα φαίνεται σαν τούρτα σολομού. Τα φούξια θα ταιριάξουν πιο καλά με τη σοκολάτα!

Ο Λέοντας, έταξε στον Άγιο Ελευθέριο μία λαμπάδα ως το μπόι του, αν τελικά το γλύτωνε το έμφραγμα! Για να μην μακρηγορώ, ύστερα από μιάμιση ώρα και κάτι, η περιπέτεια του Τιμολέοντα έλαβε τέλος και μάλιστα αίσιο. Έκλεισε η παραγγελία με μια γενναία έκπτωση, καθορίστηκε η παράδοση να γίνει τη μέρα του γάμου λίγο μετά το Μυστήριο για να είναι φρέσκια η τούρτα, όπως και τα υπόλοιπα κομμάτια των εκατόν πενήντα γραμμαρίων που θα τη συνόδευαν.

Έδωσε αμέσως ο Λέων την παραγγελία στο εργαστήριο, σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και κάθισε να πάρει μια ανάσα! Τη μέρα του γάμου -και αφού εν τω μεταξύ δεν είχε συμβεί τίποτε άλλο συνταρακτικό στη ζωή του Λέοντα πέρα από την ψηφοφορία για την ονομασία του ΠΑΣΟΚ– πήρε το κλειστό φορτηγάκι του και πήγε στο εργαστήριο να πάρει την τούρτα. Και τότε συνέβη κάτι το απερίγραπτο! Άνοιξε το ψυγείο και τι να δει! Η τούρτα δεν υπήρχε! Μέσα στα ράφια του ψυγείου υπήρχε κάποια άλλη η οποία όμως ήταν τελείως διαφορετική, καμία σχέση με αυτή που είχε παραγγείλει η κυρία Χαρίκλεια! Τι να κάνει τώρα ο φουκαράς ο Τιμολέοντας, παίρνει αμέσως στο κινητό τον υπεύθυνο του εργαστηρίου. - Έλα βρε Κώστα! Πού στο καλό είναι η τούρτα της Χαρίκλειας;

Εδώ έχει μια άλλη, σκέτη κρέμα! -Το ξέρω βρε Λέοντα, συγνώμη, εγώ την πήρα κατά λάθος, αλλά το κατάλαβα τώρα που έφτασα στη Πάργα και δεν προλαβαίνω με τίποτα να γυρίσω πριν το χορό. Βολέψου με την άλλη! Έχει και λίγα περισσότερα κομμάτια. Τι να κάνει ο φουκαράς ο Τιμολέοντας, πήγε την άλλη τούρτα στο κέντρο που θα γινόταν το γλέντι, την άφησε στον υπεύθυνο του κέντρου, έκλεισε το κινητό του, έφυγε τρέχοντας από την πίσω πόρτα, κι έκανε αυτή τη φορά, άλλα δύο τάματα! Ένα στον Άγιο Σώστη κι ένα στον Άγιο Παντελεήμονα! Την άλλη μέρα το πρωί, μπουκάρει στο ζαχαροπλαστείο η κυρία Χαρίκλεια με τα χέρια στην ανάταση!

Ο Λέων έχασε το χρώμα του. - Τιμολέοντα, έλα να σε αγκαλιάσω, του είπε εκείνη γεμάτη ενθουσιασμό! Η τούρτα μας είχε απίστευτη επιτυχία! Ο Λέοντας αναρωτήθηκε μήπως τον δούλευε η πελάτισσά του ή μήπως της είχε σαλέψει το μυαλό για τα καλά. - Το παραδέχτηκαν οι άπαντες και οι απαξάπαντες, συνέχισε απτόητη εκείνη, τέτοια τούρτα γάμου δεν ξαναματάγινε!

Όλοι μου δώσανε συγχαρητήρια! Έβγαλε μετά το πορτοφόλι της, τον πλήρωσε, του άφησε και πενήντα ευρώ πουρμπουάρ και έφυγε μεσ’ στην τρελή χαρά! Εκείνη την στιγμή, έσκασαν μύτη από δίπλα ο Τάκης και ο Σάκης, που είχαν πληροφορηθεί εν τω μεταξύ τα καθέκαστα και κοίταξαν τον Τιμολέοντα με απορία! Ο Τιμολέων ή Τιμ ή Λέων ή Λεώ, ήτανε απροσδόκητα χαρούμενος!

- Παιδιά, θα σας τα πω αργότερα τα νέα, τους είπε βιαστικά εκείνος, τώρα τρέχω να εκπληρώσω κάτι κατεπείγουσες υποχρεώσεις! Όχι δεν θα πάω στην εφορία, ούτε στον πάροχο του ρεύματος να τ’ ακουμπήσω! Στον Αϊ- Λευτέρη, στον Αϊ- Σώστη και στον Άγιο Παντελεήμονα θα πάω! Που μ’ έσωσαν απ’ τη χρεοκοπία κι από τα νύχια της Χαρίκλειας!