«…Μον’ καρτερώ την Άνοιξη και την Πρωτομαγιά»!

on .

Χινοπώριασε και τα κοπάδια φύγανε για τα χειμαδιά, κι έμεινε ο μπάρμπα-Λάμπρος πίσω μοναχός, γιατί είναι λίγα τα ζωντανά του, αλλά και η ηλικία του δεν τον βοηθάει πια κι έτσι τα σταβλίζει μέσα στο χωριό στο κατώγι του.
Όταν έχει καλό καιρό, όπως σήμερα, τα βγάζει στο βουνό να βοσκήσουν όσο έχει ακόμα χορτάρι κι αυτός κόβει πυξάρια να φτιάξει κλίτσες το χειμώνα που έρχεται, γιατί έμαθε από μικρός να σκαλίζει Αγίους στις λαβές από τις κλίτσες αλλά και σε εικονίσματα.
Όταν σουρουπώνει «μαυλάει» το κοπάδι του, γιατί «αψιώνει» το κρύο και φοβάται για τον ίδιο αλλά και για τα ζωντανά του.
Όπως κατέβαινε, αγναντεύει στο χωριό απ’ το καμπαναριό τ’ Αϊ-Γιωργιού, την μεγάλη εκκλησία του χωριού, να διαβαίνουν τα σύγνεφα αντάμα με το βοριά, να σφυρίζει αγριεμένος και μαζί τους, λες κι ανεβαίνουν στα ουράνια, η μελωδία του εσπερινού σαν παράκληση, σαν ικεσία στον Ύψιστο.
Ο μπάρμπα - Λάμπρος, ο τσομπάνος, ο ξωμάχος αυτός της ζωής, που δεν έχει γνωρίσει αναπαμό, απ’ τα μικράτα του, μια στα χωράφια και μια στα ζωντανά, να φεύγει «χαραή» και μόλις «σκάσει» ο Αποσπερίτης γυρνάει στο κονάκι.
Τα βήματά του αθόρυβα μ’ αργό ρυθμό απ’ τα γεράματα κι από τις κακουχίες μιας ζωής ακολουθεί τα ζωντανά του έτσι μηχανικά αποκαμωμένα από το πολύ τρέξιμο να βρει «τόπο» να βοσκήσει το κοπάδι του τον οδηγούν σαν από κοιμισμένα μονοπάτια στο δρόμο για το κονάκι του.
Δεν τα «σαλαγάει», γιατί ξέρουν το δρόμο για το κονάκι τους μόνα τους, ακολουθώντας τα «γκεσέμια» με τα κυπριά και τα κουδούνια, κι από σιμά και τα μαντρόσκυλα, φύλακες άγγελοι, να έχουν την έγνοια μη ξεμείνει κανένα πίσω.
Το βράδυ εκειό το θλιβερό, το φθινοπωρινό, βάδιζε στη λαφριά ψιχάλα που έπιασε, στο σκοτεινό δρόμο, δίχως φανούς να φέγγουν την νεκρική κρυάδα, κι αυτός με το ταλαγάνι, να τον προστατεύει απ’ τ’ αγιάζι.
Θωρούσε σιμά του τα καχεκτικά δέντρα διαβαίνοντας το μονοπάτι, κατσουφιασμένα απ’ την ψιχάλα, απαρηγόρητα να στάζουν «δάκρυα», γιατί έρχεται βαρύς χειμώνας και θα απογυμνωθούν από τη φυλλωσιά τους.
Έτσι, αποκαμωμένα έφτασε στο κονάκι, στάβλισε με την κυρά Αναστασία τα ζωντανά, τα αρμέξανε κι αφού χόρτασε την πείνα του, μαζεύτηκε να «πλαϊώσει» στα μπάσια, δίπλα στη γωνιά που έκαιγε το πουρνάρι.
Τον πήρε «ίσια» ο ύπνος και του ‘ρχεται στ’ όνειρο πώς είναι Άνοιξη, που τόσο λαχταρούν οι τσοπάνηδες, γιατί βρίσκουν μπόλικο χορτάρι για βοσκή.
Κι όπως λέει κι ένα τραγούδι, «Μον’ καρτερώ την Άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι να βγουν οι Βλάχοι στα βουνά να βγουν κι οι βλαχοπούλες».
Στοχάζεται, στο όνειρό του, τα δειλινά που είναι ώρα μαγείας του Πλάστη, που τα γιούλια τη φύση πλημμυρίζουν.
Πόσο ‘πιθυμεί να ξαναζήσει τέτοια δειλινά, αυτή την άβατη ώρα που κάθε σήμαντρο από τα γύρω ξωκλήσια, γλυκόηχα και σιγαλά καλησπερίζουν τους αποκαμωμένους των χωραφιών και τους τσοπάνους και μεσ’ τη μαγεία της ώρας αυτής, η ψυχή του καθενός αποξεχνιέται και τον ξεκουράζει.
Έτσι τη στοχάζεται και την ονειρεύεται πως έρχεται η κάθε αυτή εσπέρα, ιερή κι εράσμια σαν να ‘ρχεται κάπου από πέρα κι απλώνεται μια ατέρμονη αναγάλια, λες και περνάει ο Χριστός, μέρες που είναι, αγάλια-αγάλια μετά την Ανάστασή Του, ν’ ανέβει στο βουνό και ν’ Αναληφθεί στα Ουράνια.
Τα ρόδα της Άνοιξης και τα γιασεμιά περίγυρα ευωδιάζουν και σαν έρχεται η πλανεύτρα νύχτα με την αστροφεγγιά, πεφταστέρια πέφτουν στα παρτέρια αλλά με τί χέρια να τα μαζέψεις και να τα πρωτοκεντήσεις, φτιάχνοντας ωραία στεφάνια της χαράς;
Στοχάζεται όμως και την κάθε αυγούλα, όταν έρχεται δροσερή με μυστικά μηνύματα, αλλά έρχεται και με λουλούδια λογής-λογής τον Μάη να στολίσει, γιατί τα μάζωξε στο γλυκοχάραμα που βγαίνουν οι πέρδικες να πιούν νερό, κι’ το δείλι από ραχούλες γελαστές κι ανθόσπαρτα λιβάδια, αχ πόσο μοσχομυρίζει «ο δυόσμος κι ο βασιλικός και το μακεδονήσι» τ’ αγιόκλημα.
Στις κατηφορικές πλαγιές και στα χωράφια σπαρμένο κριθάρι και τα στάχυα τους ψηλά μέχρι το γόνατο να κυματίζουν από την πνοή και την αύρα του βουνού με χρυσοπράσινες εναλλαγές κάτω από τις ακτίνες του ήλιου.
Στοχάζεται γλυκά ηλιοβασιλέματα που βαθιά του ο μπάρμπα - Λάμπρος έχει ζωγραφισμένα, γεμάτα αναμνήσεις. Ονειρεύεται νεράιδες στις ακροποταμιές σαν ξωθιές, σαν βγαίνει το φεγγάρι, να γδύνονται με τα μαλλιά τους ξέπλεκα να γλυκοτραγουδάνε και όπως οι σειρήνες, που σε μαγεύουν κι’ όταν περάσει νιος χάνουν τα λογικά τους.
Αναπολεί τις μυρτούλες στις πλαγιές και τα πλατάνια που φουντώνουν τα καλοκαίρια και εκεί στον ίσκιο τους, από την κάψα του καλοκαιριού, σταλίζει τα ζωντανά του για ν’ ανασάνουν κι από τις ρεματιές «ακουρμαίνεται», να τραγουδά το ερωτικό τρυγόνι.
Στο νερόμυλο ακούει τα γέλια και τα χάχανα από τις βλαχοπούλες που πάνε για ν’ αλέσουνε, «πούχουν τα χείλη ζάχαρη και μάγουλο έχουν μήλο», όπως και στις νεροτριβές που πλένουν τις βελέντζες.
Στοχάζεται τα χοροστάσια τις τρεις μέρες της Λαμπρής, που γιορτάζουν μαζί με την Αναστασία, που έρχονται τα παιδιά απ’ την ξενιτιά.
Στοχάζεται τα πανηγύρια (Αϊ-Γιωργιού, Κων/νου και Ελένης, την Πρωτομαγιά, και της Ανάληψης. Όλοι ψήνουν αρνιά και κατσίκια και ο χορός πάει «γαϊτάνι».
Στοχάζεται πως ήταν δεύτερη μέρα Πασχαλιάς, όταν στεφανώθηκε την Αναστασία, που ήταν από κοντινό χωριό, και ήρθε με όλο το «ψίκι» για τα στέφανα και ήταν και τ’ Αϊ-Γιωργιού που γιορτάζει η εκκλησία κι αντάμωσε το ψίκι με τους καβαλάρηδες του χωριού, που το έχουν έθιμο και ντύνονται και κάνουν αγώνες προς τιμήν Του.
Το γλέντι που ακολούθησε θα το θυμούνται χρόνια οι συγχωριανοί του, γιατί ο μπάρμπα-Λάμπρος από νέος ήταν ανοιχτοχέρης, είχε παραγγείλει δυο «ζυγιές» όργανα που παίζανε, γιατί ήταν καλεσμένο όλο το χωριό. Για χρόνια μολογούσαν το γλέντι αυτό οι συγχωριανοί του, καθώς και τα γύρω χωριά.
Πώς να μην στοχαστεί ο μπάρμπα-Λάμπρος πώς λάμπει τ’ ασημόφλωρο φεγγάρι τις νυχτιές μ’ αλλόκοτη εμορφάδα κι όπου περνά πλαντάζονται ρούγες και βαλαντώνει τις πέρδικες τις αμέρωτες σαν από κορίτσια άπλερα.
Κι είν’ όλα αυτά καρδιάς γητέματα, είναι καρδιάς καημός και φλογοκαίν’ τα στήθια του μπάρμπα- Λάμπρου που λαχταρά την Άνοιξη τ’ όμορφο καλοκαίρι, να ανθίσει ο γάβρος κι η οξιά και να λαλήσει ο κούκος και τ’ αηδόνι.
Καλή Άνοιξη
και
Καλό Καλοκαίρι!