Σκοτώνουν τα άλογα πριν να γεράσουν…

on .

Πριν λίγες μέρες βρέθηκα επισκέπτης σ’ ένα Γηροκομείο, προκειμένου να δω κάποια ασθενή μου, καθ’ ότι δεν μπορούσε να αυτοσυντηρηθεί, ανύπαντρη με μακρινούς συγγενείς που δεν ενδιαφερόταν για εκείνη.
Ξαφνικά βρέθηκα σε μια ομήγυρη τροφίμων, που άκουγε ευλαβικά κάποια κυρία. Ρώτησα αργότερα και έμαθα για εκείνη. Η κ. Χαρά είναι τρόφιμος του οίκου ευγηρίας, ηλικιωμένη πια, συνταξιούχος εκπαιδευτικός (φιλόλογος), όπως και ο μακαρίτης άντρας της. Σ’ όλη τη ζωή τους δούλεψαν σκληρά και στο Δημόσιο, αλλά και τα καλοκαίρια, κάνοντας φροντιστήρια σε ανεξεταστέους μαθητές. Πολλάκις, πηγαίνοντας και στο χωριό τους να καλλιεργούν τα κτήματά τους, προκειμένου να βοηθηθούν.

Ζούσε στην πόλη μαζί με τα πεθερικά της, που τα φρόντιζε μέχρι που απεβίωσαν. Έχει δυο παιδιά που τα σπούδασε, ένας γιατρός κι ένας δικηγόρος. Είχανε χτίσει ένα τριώροφο και το έγραψε στα παιδιά της, όταν πέθανε ο άνδρας της. Όταν παντρεύτηκαν τα παιδιά, αποφάσισαν, τη μητέρα τους να την «παρκάρουν» σε οίκο ευγηρίας. Έλεγε και ξανάλεγε η καημένη: «Πόσο κόπιασα στη ζωή μου να σπουδάσω τα παιδιά μου κι όμως για μένα δεν βρέθηκε ένα δωμάτιο στο σπίτι μου». Είναι πολύ μορφωμένη η κ. Χαρά, αλλά έχει και έναν τρόπο όταν μιλάει, να μαγνητίζει τους «ακροατάς» τροφίμους, συντρόφους της. Ήταν απόγευμα και, πίνοντας τον καφέ τους, μαζεύτηκαν γύρω από την κ. Χαρά να τους πει κάτι να γλυκάνει την εκεί παραμονή τους.
Μόλις είχε γίνει η κηδεία κάποιου τρόφιμου που δεν είχε κανέναν δικό του άνθρωπο, ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, αλλά ούτε και κάποιον κοντινό συγγενή του να τον φροντίζει, όσο ζούσε.
Άρχισε λοιπόν η κ. Χαρά να λέει: Δεν ξέρω αν ακούσατε ποτέ για τον Καζαντζάκη τον συγγραφέα, αλλά θα σας πω εγώ τι γράφει σε κάποιο βιβλίο του: «Γεννιόμαστε μόνοι, ερχόμενοι από ένα σκοτάδι, και πάλι πεθαίνουμε μόνοι και πάμε πάλι σε ένα σκοτάδι, μια άβυσσο, και το ενδιάμεσο από τη γέννα μέχρι το θάνατο, το φωτεινό αυτό σημείο, το λέμε ζωή. Στο φωτεινό αυτό σημείο δημιουργούμε αυταπάτες, ψευδαισθήσεις και με αυτό τον τρόπο προσπαθούμε να ξεγελάσουμε τον εαυτό μας ότι, στην πραγματικότητα δεν είμαστε μόνοι».
Συνεχίζοντας η κ. Χαρά, τους είπε ότι ο Καζαντζάκης μπορεί να λέει ότι πεθαίνοντας οι άνθρωποι πάμε σε μια άβυσσο, εγώ δεν συμφωνώ. Όταν πεθαίνουμε γυρίζουμε στον Πλάστη που μας έπλασε και μας έφερε στον κόσμο κι αν ο κόσμος αυτός δεν είναι αγγελικά πλασμένος. δεν φταίει ο Πλάστης αλλά εμείς. Στον κόσμο μας υπάρχουν άνθρωποι λογιών - λογιών. Άνθρωποι που ζουν με αγριεμένη ψυχή, με αχαριστία, με τη ροπή στο ψέμα, στην υποκρισία, με έλλειψη καθαρής ματιάς, πολλές φορές συνειδητά. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που δουλέψαν πολύ στη ζωή τους, άνθρωποι καλοκάγαθοι, θρήσκοι, καλοσυνάτοι, με ταπεινότητα, γλυκύτητα, που όμως δεν τους αντάμειψε η ζωή. Πολλοί άνθρωποι στη ζωή τους προσπαθούν να νικήσουν τη μοίρα τους.
Η μοίρα του ανθρώπου είναι παντού, ορατή και αόρατη, ορμητική ή συμβιβάσιμη, δυνατή ή παρατημένη, φθαρμένη και άφθαρτη. Εδώ μέσα τέτοιοι άνθρωποι είμαστε, ο καθένας ξέρουμε τον εαυτό μας, αν στη ζωή μας πράξαμε το δίκαιο ή το άδικο. Ο καθένας μας, για δικούς του λόγους, βρεθήκαμε εδώ και δεν ζούμε με τις οικογένειές μας, τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Αφήστε, τι να λέμε τώρα, όλα αυτά είναι μια πονεμένη ιστορία. Δεν είναι άβυσσος το από πού ερχόμαστε και πού πάμε. Άβυσσος είναι η ζωή του ανθρώπου. Η ζωή περνάει και χάνεται και μένουν μόνο θύμησες, που άλλοτε μας γλυκαίνουν κι άλλοτε μας πικραίνουν πολύ. Γι’ αυτό οι άνθρωποι έχουν ανάγκη, κάποιες φορές, να εξομολογούνται. Έτσι φεύγει ο ατμός από το καπάκι του μυαλού και ηρεμεί λίγο η ψυχή. Οι κουβέντες που κάνουμε πολλές φορές, εδώ όλοι μαζί, και οι εξομολογήσεις, μικραίνουν τα κενά αυτά. Καλό είναι να μετανιώνει ο άνθρωπος καμιά φορά. Και θα σας πω ότι η ΑΓΑΠΗ είναι αυτή που τα νικάει όλα και πρώτη η αγάπη του σπιτιού, από κει ξεκινάνε όλα.
Για κάποια στιγμή έπαψα να ακούω τα λεγόμενά της κ. Χαράς και βυθίστηκα σε σκέψεις κοιτάζοντας το «ακροατήριό» της και μου ήρθε κατά νου το τραγούδι: «Άπονη ζωή, μας πέταξες στου δρόμου την άκρη, μας αδίκησες, ούτε μια στιγμή δεν ήρθες να μας διώξεις το δάκρυ»…
Είπα μέσα μου ποιος ο λόγος αυτοί οι άνθρωποι να αφήνουν την οικογενειακή θαλπωρή και να γίνονται τρόφιμοι σε γηροκομεία. Άραγε δεν μόχθησαν στην ζωή τους ή ήταν σπάταλοι και στο τέλος δεν είχαν «πού την κεφαλή κλίναι». Μα η κ. Χαρά πώς βρέθηκε εδώ;
Είπα μέσα μου καλά είναι το ζευγάρι να ξεκινά το ταξίδι της ζωής και να φτάνουν στο τέλος μαζί, αλλά αυτό δεν γίνεται, κάποιος θα «φύγει» πρώτος. Ο θυμόσοφος λαός λέει: «καλά είναι να ‘’φεύγει’’ ο άντρας πρώτος και μετά η γυναίκα, γιατί η γυναίκα μπορεί να αυτοσυντηρηθεί κατά κάποιον τρόπο». Πόσες και πόσες άλλες σκέψεις έκανα και έτσι αθόρυβα έφυγα με ανάμικτα συναισθήματα.
Ο θυμόσοφος λαός, κατά καιρούς, θέλοντας να τονίσει κάποιο γεγονός καταφεύγει σε διάφορες παροιμιώδεις φράσεις βγαλμένες από τις εκφάνσεις της ζωής και τα βιώματα της καθημερινότητας.
Έτσι και στην προκειμένη περίπτωση, χρησιμοποιεί την παροιμία «Σκοτώνουν τα άλογα πριν γεράσουν» που έχει αλληγορική σημασία, αλλά διδακτική έννοια.
Το Γηροκομείο Ιωαννίνων νομίζω ότι προσφέρει ό,τι καλύτερο σε αυτούς τους ανθρώπους για να μην αισθάνονται μόνοι και να νιώθουν την θαλπωρή και φροντίδα που στερούνται από τα σπίτια τους και όχι όπως λέει το τραγούδι: «Άνθρωποι μονάχοι σαν το ξεχασμένο στάχυ».
Γι’ αυτό και θέλω να επαινέσω τον συν-επώνυμό μου κ. Τσόδουλο (που μάλλον δεν είμαστε συγγενείς και δεν γνωριζόμαστε), τον Διευθυντή και το προσωπικό του Γηροκομείου Ιωαννίνων για την προσφορά τους σ’ αυτούς τους ανθρώπους.
(Μέτσοβο)