Οι μεγάλοι Πατέρες του 4ου αιώνα μ.Χ.

on .

 Στις 30 Ιανουαρίου τιμήσαμε μαζί τρείς μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, Βασίλειο τον Μέγα, Γρηγόριο τον Θεολογο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Οι Πατέρες αυτοί αλλά και οι άλλοι του 4ου μ.Χ. αιώνα όπως είναι ο Γρηγόριος Νήσσης, ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, είναι αστέρες φωτός, που με την διακονία του λόγου, τον δημόσιο βίο τους και την προσωπική ζωή τους, φωτίζουν συνεχώς τον δρόμο που οι Χριστιανοί πρέπει να

ακολουθούμε, ώστε να έχουμε ορθοδοξία και ορθοπραξία.
Όταν ο Γαλέριος εξέδωσε το 311 μ.Χ. το διάταγμά του για την παύση των διωγμών κατά των Χριστιανών, τους οποίους αυτός και ο Διοκλητιανός είχαν εξαπολύσει για την εξάλειψη από την Αυτοκρατορία της Εκκλησίας του Χριστού, ομολογούσε την δική του αποτυχία και την θριαμβευτική νίκη, των Χριστιανών ομολογητών.
Όταν το 313 μ.Χ. ο Μέγας Κων/νος και ο Λικίνιος εξέδωσαν το διάταγμα των Μεδιολάνων, τότε η Εκκλησία του Χριστού εξήλθε θριαμβευτικά από τον αγώνα των τριών αιώνων διωγμών. Η νίκη αυτή γέμισε με ενθουσιασμό όλους τους Χριστιανούς από τον απλό πιστό μέχρι τον Επίσκοπο.
Τότε όμως, οι Επίσκοποι της Εκκλησίας, ενθουσιασμένοι από την νίκη, δεν προχώρησαν σε κάτι που ήταν αναγκαίο. Όφειλαν να συγκεντρωθούν σε σύνοδο όλοι οι Επίσκοποι και να αναλογισθούν και να εκτιμήσουν και να προσδιορίσουν τις νέες σχέσεις του θεοίδρυτου αυτόνομου θεσμού της Εκκλησίας με την Αυτοκρατορία, έχοντας το νέο δεδομένο ότι ο Αυτοκράτορας ήταν τώρα ευνοϊκά διακείμενος προς την Χριστιανική πίστη και η Εκκλησία είχε αναγνωρισθεί επίσημα ως νομικό πρόσωπο. Όφειλαν να δουν και το ζήτημα αυτό με την ίδια σοβαρότητα όπως και το ζήτημα των αιρέσεων, όπου με πνευματικό αγώνα είχαν διαφυλάξει την ορθοδοξία απέναντι στις αιρέσεις (γνωστικισμός, μοναρχισμός, μανιχαϊσμός κ.α.).
Θα διαπίστωναν τότε τα εξής:
Ότι αυτόνομα οι Χριστιανοί στην Πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων, που περιγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων, είχαν οργανώσει την ζωή τους.
Ότι αυτόνομα οι πρωτοϊδυόμενες Εκκλησίες είχε καθιερώσει τον θεσμό της κοινοκτημοσύνης, των κοινών γευμάτων «τις αγάπες» και τις «λογίες».
Ότι λόγω των διωγμών οι θεσμοί αυτοί ανεπαισθήτως είχαν εγκαταληφθεί και αντικατασταθεί με την ελεημοσύνη.
Ότι οι Εκκλησίες όσο βρισκόταν σε καθεστώς παρανομίας δεν είχαν ακίνητη κτηματική περιουσία και τα έσοδά τους ήταν οι εισφορές των πιστών, ενώ τώρα έχοντας κτήματα, από δωρεές πιστών και από δωρεές του Αυτοκράτορα Κων/νου, ήταν αναπόφευκτο να εισάγουν στην οικονομική διαχείριση της Εκκλησίας τον θεσμό της δουλοπαροικίας. Αυτό όμως ήταν χριστιανικά ανεπίτρεπτο με βάση την χριστιανική πίστη στην αδελφοσύνη των ανθρώπων.
Ότι η σιμωνία είχε αρχίσει να είναι υπαρκτή στον κλήρο και έπρεπε να ληφθούν μέτρα για να εξαλειφθεί.
Ότι από εδώ και στο εξής όφειλαν τα λόγια και τις υποδείξεις τους προς τους κοσμικούς άρχοντες να είναι μια ολοκληρωμένη «διακονία του λόγου» και να θυμούνται λόγια του Χριστού.
«Λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν, ο εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως». (Ματθ. Κεφ. ΙΒ 36).
Ότι όφειλαν επίσημα με απόφασή τους ομόφωνη να παρουσιάσουν στον Αυτοκράτορα το Χριστιανικό δόγμα ότι οι κοσμικοί άρχοντες οφείλουν να είναι διάκονοι του Θεού για το καλό των ανθρώπων. (κεφ. 13 της προς Ρωμαίους Επιστολή Αποστόλου Παύλου) και επομένως ότι ως προς την νοοτροπία την πρακτική τους θεσμούς και νόμους όφειλε πλέον ο Χριστιανός Αυτοκράτορας να βάλει ως στόχους του την εναρμόνισή των με τις χριστιανικές αρχές και αξίες, ώστε να υπάρχει συναλληλία με την δράση της Εκκλησίας.
Ότι η αυτονομία της Εκκλησίας έπρεπε να γίνει σεβαστή από την Αυτοκρατορική εξουσία.
Αυτά βεβαίως δεν έγιναν με συνοδική απόφαση, ούτε πριν, ούτε στην Α’ Οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας.
Δυστυχώς η έριδα γύρω από την Αρειανή αίρεση είχε απορροφήσει όλη την προσοχή των τότε Επισκόπων σχετικά με την ορθή πίστη. Ο αγώνας και η αγωνία των είχε επικεντρωθεί στο λεγόμενο χριστολογικό ζήτημα.
Μέσα στο απαξιωτικό γενικό κλίμα τον 4ο μ.Χ. αιώνα αναδείχθηκαν μεγάλοι Επίσκοποι, Πατέρες της Εκκλησίας, που είχαν συνείδηση της ιστορικής ευθύνης των και ανταποκρίθηκαν στο χρέος τους αυτό. Είναι εκείνοι που προσδιόρισαν με πληρότητα και σαφήνεια εκτός από την ορθοδοξία της πίστης και την ορθοπραξία της χριστιανικής πράξης και ζωής.
Ο μακαριστός π. Γ. Μεταλληνός έλεγε χαρακτηριστικά ότι Ορθοδοξία σημαίνει Πατερικότητα και ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι αντλούν το κύρος τους από τους θεούμενους-αγίους που συμμετέχουν σε αυτές (και όχι το αντίστροφο).
Επομένως τα γραπτά των Αγίων Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου Επισκόπου Νήσσης, Ιωάννου Χρυσοστόμου, Αμβροσίου, Γρηγορίου Θεολόγου, έχουν το ίδιο κύρος με τις αποφάσεις των Οικ. Συνόδων.
Βέβαια, δεν έχουν το χαρακτήρα Κανόνα, αλλά το χαρακτήρα προτροπής, συμβουλής.
Υπήρξαν οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, μέγιστες προσωπικότητες της Ιστορίας και υπέρμαχοι της αυτονομίας της Εκκλησίας.
Θα ήταν παράληψή μου να μην σημειώσω το γεγονός ότι, σε μια κοινωνία που οι άνθρωποι είχαν ως κοινωνικό αίτημα το «άρτο και θεάματα», δηλαδή διανομή σιταριού και μονομαχίες και θηριομαχίες, οι μεγάλοι αυτοί Πατέρες της Εκκλησίας τους πρότειναν έναν άλλο τρόπο ζωής, που οπωσδήποτε συνιστούσε για τον κάθε ρεαλιστή μια ουτοπία για την τότε κοινωνία της Αυτοκρατορίας.
Επίσης οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας κάλυψαν το κενό ύπαρξης θεσμών ελέγχου κρατικών αρχόντων για καταχρήσεις και καταπιέσεις εξουσίας σε βάρος αδυνάτων υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ο Κ. Παπαρρηγόπουλος (έκδοση NATIONAL GEOGRAPHIC τόμος 9ος σελ.51) γράφει «Πράγματι όλοι οι πολιτικοί θεσμοί με τους οποίους εξασφαλίζονταν τα δίκαια του λαού στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και περιορίζονταν οι καταχρήσεις των αρχόντων είχαν από καιρό εκλείψει. Δεν υπήρχε κανείς να φέρει αντίρρηση ή να ελέγχει την παντοδυναμία του αυτοκράτορα και των επιτρόπων του σε κάθε επαρχία. Τότε ύψωσε την φωνή της η Εκκλησία και οι πιο γενναίοι από τους λειτουργούς της έγιναν υπέρμαχοι των συμφερόντων του λαού και δεν σταμάτησαν να απαιτούν για αυτόν δικαιοσύνη και επιείκεια στο όνομα της αγαθότητας του Θεού και των αρχών του Ευαγγελίου».
Όλα αυτά το γράφω κυρίως για τους σημερινούς «Επισκόπους» που αρκούνται στον ρεαλισμό και σε ότι αφορά την «διακονία του λόγου» έχουν την αντίληψη ή πρακτική να μην τα συμπεριληφθούν «στην διακονία του λόγου» γιατί όπως λένε συνιστούν ανάμειξη στην πολιτική. Ξεχνούν όμως ότι ο Μέγας Βασίλειος έχει πει πως «ο σιωπών σημαίνει ότι συναινεί».

* Ο Νικήτας Αποστόλου είναι πρ. τμηματάρχης Υπουργείου Γεωργίας