Ο παππούς σε καραντίνα…

on .

«Καραντίνααα… καραντίναα…» φώναζαν τα εγγόνια, χοροπηδώντας και χτυπώντας παλαμάκια. Τα παιδιά δεν γνωρίζανε τι είναι η καραντίνα, άκουγαν βέβαια αλλά ποιος ξέρει τι φαντάζονταν για το τι θα έκανε ο παππούς τους στην καραντίνα. 
Πιθανόν η καραντίνα να είναι κάποιο σκετς, κανένα παιχνίδι, κανένα κρυφτό… Ήταν γραφτό ο παππούς να κολλήσει κορωνοϊό, ποιός θα το πίστευε! Αναρωτήθηκε  κι ο ίδιος από πού να κόλλησε; Αυτός δεν βγαίνει έξω από το σπίτι, ούτε σε καφενείο, ούτε σε ΚΑΠΗ… Καμιά φορά όταν έχει καλό καιρό
βγαίνει στην αυλόπορτα καλά ντυμένος να τον «χτυπήσει» λίγο ο ήλιος και να πάρει λίγο καθαρό αέρα, αλλά και να χαζέψει με τον κόσμο που πηγαινοέρχεται. Καμιά φορά σταματούσε κανένας πολύ γνωστός να τον χαιρετήσει αλλά από μακριά και με τη μάσκα. 
Έσκασε ο παππούς, ποιός τον κόλλησε; Λες να με κόλλησε, αναρωτήθηκε, εκείνος ο Χρήστος, αυτός ήταν χτικιάρης σ’ όλη του τη ζωή και όπως λέει από καμιά κουβέντα χαζογελάει και βήχει. Όρκο βέβαια δεν παίρνει, κόλλησε όπως όλος ο κόσμος, αρκεί να μην χειροτερέψει και τρέχουν στο Νοσοκομείο, γιατί δεν είναι μόνο ότι κόλλησε, αλλά έχει και υποκείμενα νοσήματα. 
Ο γιος του απαρηγόρητος, όσο κι αν είχε κατά νου να μην κολλήσει ο πατέρας του, τι να κάνει όμως, «θα το αντιμετωπίσουμε», λέει, με τα φάρμακα, το φύλαγμα και θα το ξεπεράσει. Το πρώτο που έκανε ήταν να τον θέσει σε καραντίνα γιατί έτσι πρέπει, δεύτερο να ετοιμάσει ένα δωμάτιο που έχει στο ισόγειο και να μείνει εκεί τις μέρες αυτές. Εκεί έχουμε, λέει, όλα τα παλιά πράγματα που δεν χρησιμοποιούμε και ορισμένα πράγματα της συχωρεμένης μάνας του, και δικά του από παιδί. 
Έτσι έγινε λοιπόν, μεταφέρανε όλα τα πράγματα που χρησιμοποιεί ο παππούς στο δωμάτιο, φάρμακα, τηλεόραση, βιβλία… Όταν τελείωσε η μετακόμιση ο παππούς με τη μάσκα μόνιμη, με τα γάντια, το οινόπνευμα, τα αντισηπτικά, κατέβηκε για το ισόγειο και από πίσω ο γιός του και παραπίσω τα εγγόνια. 
Παρ’ ότι ο γιός παρότρυνε τα παιδιά να μην ακολουθήσουν, εκείνα επέμεναν αλλά κι ο παππούς τους έκανε νόημα να επιστρέψουν στο σπίτι. Τώρα συνειδητοποίησαν τα εγγόνια ότι η καραντίνα δεν είναι κάποιο παιχνίδι που δεν γνωρίζανε και ότι για μισό μήνα θα αποχωριστούν τον παππού. 
Βάλανε τα κλάματα και φωνάζανε: «Παππού… παππού... Τώρα πάνε τα παραμύθια, τα  χωρατά, τα παιχνίδια που παίζαμε με τον παππού και για όλα αυτά φταίει η καραντίνα». 
Βλέποντας ο γιός την αντίδραση των παιδιών, τους υποσχέθηκε ότι θα επισκέπτονταν τον παππού καθημερινά όταν θα του πηγαίνανε το φαγητό και τα φάρμακα, όμως θα φοράνε τις μάσκες και θα μιλάνε από μακριά. Τι να κάνανε κι εκείνα αναπόφευκτα συμφώνησαν κι έτσι λύθηκε το πρόβλημα. Χαιρέτησαν τον παππού με κρύα καρδιά και δώσανε ραντεβού για την επόμενη επίσκεψη. 
Κλείνοντας την πόρτα ο παππούς έμεινε αποσβολωμένος με τη νέα κατάσταση πραγμάτων που δημιούργησε η πανδημία. Κάθισε αρκετή ώρα ακίνητος «καρφώνοντας» το βλέμμα του στο παράθυρο, χωρίς να βλέπει κάτι συγκεκριμένο, φανερά απογοητευμένος από το κακό που τον βρήκε. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα ήταν σαν να μη ζούσε, σαν να μην είχε επαφή με το παρόν, ο νους του ταξίδευε αλλά… πού; 
Μετά από λίγο συνειδητοποίησε πού βρίσκεται.. Ναι, ήταν στην κάμαρα που δεν πολυχρησιμοποιούσαν και βάζανε πράγματα που δεν χρειάζονταν.       Αφού ξεπέρασε το πρώτο σοκ άρχισε να περιφέρει το βλέμμα του γύρω και να αναγνωρίζει αυτά που έβλεπε και τον γύριζαν πίσω στα χρόνια εκείνα, που ζούσε και η μακαρίτισσα γυναίκα του νέος, όλο ζωντάνια. 
Τη νύχτα που επακολούθησε δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι, όχι τόσο για την απομόνωση, αλλά από τις αναμνήσεις που ξαναγυρίζανε απ’ τα χρόνια εκείνα τα περασμένα και κυρίως αυτά που είχαν να κάνουν με τη γυναίκα του. Βλέπετε, με τα εγγονάκια ξεχνιόταν, άσχετα αν τα βράδια την έφερνε κατά νου. 
Άνοιξε το σεντούκι που είχε χρόνια να ανοίξει όπως το είχαν σφαλίσει οι κόρες του μετά το θάνατο της μάνας τους. Βρήκε πράγματα, και τι δεν βρήκε! Εκείνο που τον συγκίνησε ιδιαίτερα και άρχισαν τα δάκρυά του να τρέχουν βρύση, και τον άφησε άυπνο ήταν όταν, ανάμεσα στα άλλα, ψάχνοντας ένα μεσοφόρι της μακαρίτισσας, ξετρύπωσε ένα γράμμα με ποίημα μαζί. Ένα γράμμα από τα πολλά που της έστελνε από το μέτωπο του Σαράντα. 
Το κρατούσε η μακαρίτισσα επτασφράγιστο μυστικό, κρυφά απ’ τα παιδιά της και υπολόγιζε, όταν θα περνούσαν τα χρόνια, σε περασμένα γεράματα θα το εμφάνιζε στον άντρα της. 
Αλλά (άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων άλλα δε Θεός κελεύει). Δεν ήταν γραφτό. Και ήρθε μετά από τόσα χρόνια η πανδημία με την καραντίνα να του θυμίσει τις στιγμές εκείνες που της έγραφε από το μέτωπο. Τι σου επιφυλάσσει η ζωή τέλος πάντων! 
I
Αγάπης χάδια και φιλιά
επόθησα χρυσό μου
και την θερμή σου αγκαλιά
την βλέπω στ’ όνειρό μου.
II
Μου ‘ρχεται για να τρελαθώ
να σκάσω απ’ το κακό μου
και λέω πότε θ’ απολυθώ
να’ μαι με τ’ ακριβό μου;
 
III
Ελπίζω τώρα γρήγορα
για πάντα θα ενωθούμε
κι ότι κι αν γράφω στο χαρτί
να πραγματοποιηθούνε.
 
Υ.Γ.: Οι στίχοι αυτοί είναι ένα μέρος του ποιήματος που είχε γραφτεί στο μέτωπο του 40’ για την γυναίκα του και είναι απόλυτα αυθεντικοί.
(Μέτσοβο)