Ιανουάριος...

on .

Ο Ιανουάριος μοιάζει να κοιτάζει με το ένα πρόσωπο στο παρελθόν και με το άλλο στο μέλλον, σαν τον διπρόσωπο θεό των Ρωμαίων Ιανό, από τον οποίο πήρε το όνομά του. Απόδειξη πως συνεχίζει τους εορτασμούς του Δεκεμβρίου: Από τις ημέρες του Δωδεκαημέρου, που αρχίζει τα Χριστούγεννα, οι μισές πέφτουν τον Δεκέμβριο και οι άλλες μισές τον Ιανουάριο.
Κι ας θυμηθούμε ότι, με τις γιορτές αυτές σχετίζονται πλήθος από λατρευτικά έθιμα: Τα Κάλαντα, Παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, μαζί με την χαρτοπαιξία, αλλά και προλήψεις και αντιλήψεις πανάρχαιες, όπως για τους καλικάντζαρους, δαιμόνια που ο λαός μας πίστευε ότι κατά το Δωδεκαήμερο κυκλοφορούσαν τις νύχτες και πείραζαν τους ανθρώπους.
Στη λαϊκή γλώσσα ο Ιανουάριος παρετυμολογήθηκε από το «γεννώ» κι έγινε Γενάρης, επειδή, λέει, είναι η εποχή που γεννούν τα γιδοπρόβατα. Και βέβαια είναι η καρδιά του χειμώνα, όπως ακριβώς δηλώνει και η παλιά παροιμιακή φράση:
Ως τ’ Αϊ-Γιαννιού, τρυγόνα
είναι η φούρια του χειμώνα…
αλλά και ο μήνας του λαμπρού φεγγαριού:
Του Γενάρη το φεγγάρι, παρά ώρα μέρα μοιάζει.
Πράγμα, που, όπως φαίνεται, διευκολύνει τους έρωτες των γάτων. Είναι ακόμη η πιο κατάλληλη εποχή για το κλάδεμα των δέντρων.
Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μη γυρεύεις.
Με αυτά τα χαρακτηριστικά παρουσιάζεται ο Γενάρης ακόμη και στην πεζογραφία. Βέβαια, οι γιορτές του Δωδεκαημέρου στρέφουν τη σκέψη στον «άγιο των Γραμμάτων» μας, και γενάρχη των πεζογράφων, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Θα σας θυμίσω σήμερα έναν άλλο νεότερο συγγραφέα που «λειτουργεί» μέσα στα Ιερά της παράδοσής μας: Τον Φώτη Κόντογλου με το διήγημά του «Το Βλογημένο μαντρί» που μοιάζει με παραμύθι και αναφέρεται στην Παραμονή της Πρωτοχρονιάς- Άλλωστε τα παραμύθια ταιριάζουν πολύ στις ημέρες αυτές.
Είπα σήμερα να αυτοσχεδιάσω και να σας παρουσιάσω τον Άγιο Βασίλειο, όπως τον περιγράφει ο Κόντογλου στο διήγημα αυτό:
«Κάθε χρόνο -γράφει- ο Άγιος Βασίλης τις Παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα και από χωριό σε χωριό και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχθεί με καθαρή καρδία.
Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι’ αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα.
Αφού βολόδερνε από δω κι από κει, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές και από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφτασε στα ελληνικά μέρη πού ‘ναι φτωχός κόσμος.
Τελικά, λέει, η μόνη πόρτα που του άνοιξε ήταν ενός τσομπάνη. του Γιάννη του Μπαΐκα. που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένο.
…άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα. Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε. Ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος η γυναίκα του και ο μπάρμπα - Μάρκος, ο βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε.
Και σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα και είπε: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Ονομάτισε ύστερα τα κομμάτια κατά την τάξη και τα μοίρασε, λησμονώντας τον Άη Βασίλη και τον εαυτό του (στη διανομή).
Ο Γιάννης τον επανέφερε στην τάξη, χωρίς βέβαια τίποτα να έχει αντιληφθεί. Όταν σηκωθήκανε να κάνουν την προσευχή τους και να κοιμηθούνε ο Άγιος Βασίλειος είπε τη δική του ευχή που τη λέει και ο παππάς στη λειτουργία.
…Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός ίνα υπό την στέγην εισέλθεις του οίκου της ψυχής μου.
… Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζότανε να πλαγιάσουνε, του λέει ο Γιάννης:
-Εσύ γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποια παλάτια άραγε πήγε απόψε ο Άϊ-Βασίλης; Οι αρχόντοι και οι βασιλιάδες τι αμαρτίες μπορεί να έχουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!
Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή του αλλιώτικα: «Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος σου Ιωάννης, ο απλούς, εστίν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει και των τοιούτων εστίν η Βασιλεία των Ουρανών»
…Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος…».
Είναι το τέλος του διηγήματος χωρίς σχόλια ούτε του Κόντογλου. Σχολιάζοντας εγώ θα έλεγα πως όταν μας χτυπήσουν την πόρτα κάποιοι ρακένδυτοι ας τους ανοίξουμε και, αν δεν μας χτυπήσουν , θα τους δούμε δίπλα μας.
«Καινούργιε χρόνε φέρε μας ξανά το παραμύθι
κι άναψε δυνατή φωτιά στο τζάκι το σβησμένο.
Φέρε μας πάλι στην καρδιά το γέλιο της ελπίδας
την όμορφη απαντοχή για κείνα, που θαρθούνε,
κάποιο παιχνίδι, ένα πουλί, που να μιλά γι’ αγάπη…
Μια κούκλα σαν βασίλισσα, φέρε την στολισμένη,
τ’ όμορφο τα’ αρχοντόπουλο, καβάλα στ’ άλογό του…
Καινούργιε χρόνε τ’ όνειρο, που οι καιροί το πήραν
κάνε απόψε να φανεί για μια στιγμή μπροστά μας…
Κι αν δεν μπορείς απ’ όλα αυτά τίποτα να μας φέρεις
που την ψυχή μας την βαριά μια νύχτα ν’ αλαφρώσει,
λυπήσου χρόνε τα παιδιά και μη τα ξεγελάσεις,
σου τραγουδούν χαρούμενα και σε καλωσορίζουν:
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος…»