«Τι θα πει ο κόσμος»...

on .

 Ένα «διαχρονικό» ερώτημα και μία από τις πιο συχνές φράσεις που ακούμε όσο είμαστε παιδιά, αλλά και μεγαλώνοντας, είναι «Μα τι θα πει ο κόσμος;». Δεν είναι δε λίγοι οι ενήλικες, οι οποίοι κουβαλούν αυτή τη φράση ως φορτίο, συχνά μάλιστα επαχθές, ως εμπόδιο στις αλλαγές τους, ακόμη και ως κριτήριο για τις επιλογές της ζωής τους. Συμβαίνει, μάλιστα, όχι λίγες φορές, όταν θέλουμε να προβούμε σε μια αλλαγή, να κάνουμε μία μετάβαση ή να δοκιμάσουμε κάτι το διαφορετικό, να καταπιέζουμε τη δική μας επιθυμία, στέλνοντας παράλληλα ένα τεράστιο «όχι» στον εαυτό μας. Η ανάγκη, έτσι, να ικανοποιούμε πρώτα τους άλλους και ύστερα τον εαυτό μας,

καθοδηγεί τις επιλογές μας, την ποιότητα των σχέσεών μας, προσδιορίζοντας και συχνά καθορίζοντας ακόμα και την ίδια μας τη ζωή.
Πρόκειται προφανώς για μια εσφαλμένη στάση ζωής, αφού μπορεί ως άνθρωποι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, να υποκείμεθα στην κοινωνική συμβίωση, καθότι «πολιτικά ζώα και συζήν πεφυκότα», κοινωνικά όντα και αναγκασμένα από τη φύση να συμβιώνουμε, κάτι που σημαίνει πως θέλουμε να ανήκουμε κάπου και πως μας ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων, αλλά, είναι εντελώς διαφορετικό να σεβόμαστε τους άλλους -και να το μαθαίνουμε και στα παιδιά μας και εντελώς διαφορετικό να βασανιζόμαστε συνεχώς από το σύνδρομο του «τι θα πει ο κόσμος». «Υπάρχει ένας πολύ καλός εξελικτικός λόγος που μας ενδιαφέρει το τι θα πει ο κόσμος», παρατηρεί η Ψυχολόγος- Οικογενειακή Σύμβουλος Γεωργία Χριστίνα Κανελλοπούλου («ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ; ΤΡΟΠΟΙ ΝΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΚΡΙΤΙΚΗΣ»,THE PSY TRAP). «Όταν ζούσαμε στις σπηλιές, πριν χιλιάδες χρόνια, οι πρόγονοί μας, οι οποίοι κατάφερναν να έχουν την αποδοχή των άλλων μελών της ομάδας τους, παρέμεναν και στην ομάδα. Όσοι δεν τα κατάφερναν εξοστρακιζόντουσαν. Μετά, μόνοι τους είχαν πολύ χαμηλότερες πιθανότητες επιβίωσης στη φύση με τα θηρία. Είμαστε γενετικά προγραμματισμένοι για να καταλαβαίνουμε τους άλλους ανθρώπους και για να ζητούμε την αποδοχή τους. Δεν είναι πρόβλημα. Είναι προτέρημα».
Σε ό,τι αφορά τα γενεσιουργικά αίτια, ο φόβος της κριτικής, καθώς και η έλλειψη αυτοεκτίμησης, αποτελούν δύο από τις βασικές αιτίες μέσα μας που συντηρούν το «τι θα πει ο κόσμος». Η χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι μία έννοια εύθραυστη και ευμετάβλητη και αναπτύσσεται από τα πρώτα χρόνια της ζωής του ατόμου. Σε αυτήν παίζουν σημαντικό ρόλο οι γονείς ή οι σημαντικοί άλλοι, που γίνονται ο καθρέφτης του ατόμου. Αν νιώθω πως αρέσω σε αυτούς, αν αισθάνομαι την πλήρη αποδοχή, τότε με αποδέχομαι και νιώθω εμπιστοσύνη ως προς τις επιλογές μου. Αν συμβεί όμως το αντίθετο, αν νιώθω πως δεν αξίζω, αν δεν παίρνω την αγάπη και την αποδοχή όπως την φανταζόμουν, απομακρύνομαι τόσο από την υψηλή αυτοεκτίμηση όσο και από τις πραγματικές μου επιθυμίες. Αυτό σημαίνει πως μπορώ ακόμα και να προδώσω τις προσωπικές μου αξίες, αρκεί «να μη πει τίποτα κακό ο κόσμος για μένα». Και όταν προδώσουμε τις προσωπικές μας αξίες, η ζωή μας πλέον δεν είναι στα χέρια μας και αισθανόμαστε πως έχουμε χάσει την «πυξίδα» μας, τον προσανατολισμό μας δηλαδή. Στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και της συνακόλουθης αυτοπεποίθησης των παιδιών συμβάλλει αποφασιστικά η εκ μέρους των γονιών (και των δασκάλων αργότερα) ενθάρρυνση ανάληψης πρωτοβουλιών καθώς και η ανεπιφύλακτη στήριξή τους.
Έτσι, κάποιες φορές, η φωνούλα «τι θα πει ο κόσμος», δεν ανήκει σε μας τους ίδιους, αλλά αποτελεί μία εσωτερικευμένη φωνή που συνηθίζαμε ν’ ακούμε από μικρή ακόμη ηλικία. Μία φωνή της μαμάς, του μπαμπά, του παππού, της γιαγιάς, ακόμη και των θείων μας (του στενότερου, δηλαδή, και ευρύτερου οικογενειακού μας περιβάλλοντος), της δασκάλας, της παρέας και ούτω κάθε εξής. Όλες αυτές τις φωνές που στην ενήλικη ζωή φοβόμαστε να εγκαταλείψουμε, ακόμα και αν δεν λειτουργούν σε μας. Ένα είδος αόρατης καθοδήγησης, ακόμη και «χειραγώγησης». Άλλωστε, όπως σωστά έχει ειπωθεί, οι γονείς, παρότι χωρίς τη φυσική τους παρουσία, είναι εξακολουθητικά παρόντες στη ζωή των παιδιών τους μέσω της αγωγής την οποία τους έχουν δώσει.
Η Ψυχοπαιδαγωγική, καθ’ ύλην αρμόδια επιστήμη, προτείνει συγκεκριμένους τρόπους να ξεπεράσουμε τον φόβο της κριτικής και, επί της ουσίας, να’ ρθούμε πιο κοντά στον εαυτό μας. Πρώτα και κύρια πρέπει να προσπαθήσουμε -ακριβέστερα να μοχθήσουμε, γιατί το «γνώθι σαυτόν» αγώνα διαρκή προϋποθέτει- να μάθουμε τον εαυτό μας. Σύμφωνα με τον Σοπενχάουερ, ο εαυτός μας αποτελείται από τρεις παραμέτρους: από αυτό που πραγματικά είμαστε, από αυτό που πιστεύουμε ότι είμαστε και από αυτό που πιστεύουν οι άλλοι για μας. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την εικόνα μας στους άλλους, αφού αποτελεί κομμάτι του εαυτού μας, αλλά ούτε και να αφεθούμε ολοκληρωτικά σ’ αυτήν, αφού είναι μόνο ένα μικρό μέρος αυτού που είμαστε».
Στη συνέχεια, να ξεχωρίσουμε τι έχουμε πραγματικά ανάγκη τη δεδομένη στιγμή και τι όχι. Ποιες είναι οι πραγματικές μας επιθυμίες, καθώς και ποιες αξίες δεν θέλουμε να προδώσουμε στη ζωή μας. Ποιες αξίες και ιδανικά δεν θα προδίδαμε ακόμα και για ένα αγαπημένο μας πρόσωπο. Στη συνέχεια, οφείλουμε να κάνουμε τη διάκριση μέσα μας. Με ποιον θέλουμε να μοιραζόμαστε, τι και γιατί. Δεν χρειάζεται οι άλλοι να ξέρουν τα πάντα για μας. Επιλέγουμε με προσοχή τα υποστηρικτικά μας δίκτυα. Ενθυμούμαστε περιστατικά αρνητικής κριτικής που έχουμε δεχθεί και τα «ξορκίζουμε».
Το να θυμόμαστε περιστατικά που μας πλήγωσαν βιώνοντας την απόρριψη και τη μη αποδοχή, μας κάνουν να τα δούμε με μία διαφορετική οπτική, με μια ματιά «ενήλικη», επιτρέψτε μου τον νεολογισμό, που μπορεί να αγκαλιάσει ζεστά τον πληγωμένο εαυτό μας. Θέτουμε ρεαλιστικές προσδοκίες από μας και από τους άλλους. Μην περιμένουμε από τους άλλους να κατανοούν και να αποδέχονται κάθε μας κίνηση, όπως μην έχουμε απαιτήσεις από τον ίδιο μας τον εαυτό να τα κάνει όλα σωστά. Σωστά, πρέπει να καταλάβουμε, δεν τα κάνει κανένας, και όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο, ήδη διαπράττει το πρώτο λάθος. Το μεγαλύτερο δε λάθος που μπορούμε να κάνουμε είναι να μη κάνουμε τίποτε, επειδή φοβόμαστε να κάνουμε λάθος. Να μάθουμε στα παιδιά μας να μη φοβούνται τα λάθη, να μπορούν όμως να μαθαίνουν απ’ αυτά.
Τέλος, όπως σημειώνει ο Αμερικανός συγγραφέας Tom Ferry στο βιβλίο του “Life By Design”: «Σταματήστε να προσπαθείτε να είστε πάντα εσείς οι σωστοί. Υπάρχουν μόνο λίγα απόλυτα «σωστά» και «λάθη» στον κόσμο. Αυτό που είναι σωστό για σας μπορεί να είναι λάθος για κάποιον άλλο και αντίστροφα. Οι άνθρωποι πρέπει να ζουν τη ζωή τους όπως ταιριάζει σε αυτούς. Όταν πρόκειται για στάση κι άποψη ζωής, δεν υπάρχουν και πολλά για τα οποία αξίζει να διαφωνείτε. Αφήστε τις διαφωνίες με το σύζυγο, τα μέλη της οικογένειάς σας ή τους γείτονες. Δεν χρειάζεται πάντα να είστε εσείς ο σωστός ή να κερδίσετε σε μια διαφωνία. Αντ’ αυτού, ανοίξτε το μυαλό σας σε νέες ιδέες και απόψεις». Η ζωή είναι μικρή, ο χρόνος, επομένως, που έχουμε στη διάθεσή μας είναι πολύ λίγος, γι’ αυτό δεν πρέπει να τον σπαταλάμε ζώντας τις ζωές κάποιων άλλων.

Υ.Γ.: Εγκάρδιες ευχές από τον γράφοντα για Καλά Χριστούγεννα (να΄ ναι τα τελευταία με τη δοκιμασία του κορωνοϊού) και ευτυχισμένο, με προσωπική, οικογενειακή καθώς και εθνική προκοπή, το 2022. «Καλά μυαλά» σ’ αυτούς που έχουν τις τύχες των λαών, τις τύχες μας, στα χέρια τους.