Η γέφυρα Τσιμόβου έχει τη δική της ιστορία…

on .

Οι γιορτές των Χριστουγέννων, που έρχονται, σ’ εμάς τους παλαιότερους των χωριών Χαροκοπίου και Πετροβουνίου, ζωντανεύουν στη μνήμη μας το γεγονός εκείνο που συντάραξε όχι μόνο εμάς, αλλά και το Πανελλήνιο. Αναφέρομαι, βέβαια, στο πολύνεκρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα στον συνοικισμό «Κέδρος» Πετροβουνίου, απέναντι από το Τσίμοβο, στις 22-12-1958 με τα 29 θύματα. Περνώντας την καντίνα και τη γέφυρα του Τσιμόβου,

συναντάς αδυσώπητες ανηφοριές, σχεδόν κάθετη ανηφόρα. Γολγοθάς. Κοδέλλες, καγκέλια (πολύστροφα μονοπάτια), στενά της πέτρας, που σου κόβεται η ανάσα. Το οδόστρωμα φιδωτό άσχημο και σκληρό, χώμα, χαλίκια, λακκούβες, τραμπάλες…
Η μοιραία στροφή, το μοιραίο πέταλο αρκετά κλειστή και στενή. Δεξιά η φοβερή χαράδρα. Εκεί έμελλε να γραφτεί ο επίλογος, η τραγική μοίρα αυτών των ανθρώπων («μας περίμενε ο χάρος» λέει χαρακτηριστικά επιζών).
Συγκοινωνία θανάτου. Το θλιβερό μαντάτο διαδόθηκε αμέσως, παρά τα σχεδόν ανύπαρκτα μέσα επικοινωνίας που υπήρχαν τότε. Στο άκουσμα των κραυγών από τα Κορδολόγια: «έπεσε το λεωφορείο», θυμάμαι μικρό παιδί 9 χρόνων, έβλεπα τους χωριανούς μου να τρέχουν αλαφιασμένοι και οι γυναίκες με κατεβασμένα τα μαύρα μαντήλια να οδύρονται και να μοιρολογούν, σαν σκηνή βγαλμένη από αρχαία τραγωδία.
Μεταξύ αυτών, που έτρεξαν να βοηθήσουν, ήταν και ο μπάρμπα-Γρηγόρης ο οποίος διηγήθηκε τα εξής:
«Τι να σας πω παιδιά και τί να μολογήσω τι είδαν τα μάτια μου. Παντού σκορπισμένα πτώματα, μυαλά, αίμα μεδούλια στους βράχους και στα δέντρα σαν να κρέμονταν σε τσιγκέλια, άμορφα κουφάρια παντού. Απελπισία, οδύνη, αναστεναγμοί, σπαραγμοί, θρήνοι, οδυρμοί. Το’ να χέρι χτυπάει τ’ άλλο από την απελπισία».
Ακόμη και η κυρά Παναγιά της Τσούκας αντίκρια, θα γύρισε το πρόσωπό της, να μη δει το φρικτό αυτό θέαμα.
Ήρθαν απ’ τα Γιάννινα δυο ασθενοφόρα, ο Νομάρχης, ο Στρατός, ο Δεσπότης Σεραφείμ, η Χωροφυλακή Χουλιαράδων. Την επομένη και οι πέτρες ράγισαν στον έμμετρο επικήδειο του αειμνήστου Ιωάννη Μαριά, στιχουργού και ποιητή του χωριού μας, που αναφέρθηκε στο δυστύχημα, αλλά και σε καθέναν εκλιπόντα χωριστά.
«Δεν έχω λόγια για να
εκφράσω τον πόνο
για τον άδικο χαμό για τον
δικό σας φόνο…»
Αφήστε τα παιδιά! Πέρασαν 63 χρόνια κι ακόμα μου έρχονται στη μνήμη όλα αυτά, λες και ήταν χθες.
Σ’ αυτόν τον έρμο τον δρόμο, δούλεψα κι εγώ εκείνα τα χρόνια. Παλιά επί Τουρκοκρατίας εκεί στη γέφυρα φύλαγαν Τούρκοι. Αργότερα, μετά τον ανταρτοπόλεμο, για ένα διάστημα φύλαγαν επιστρατευμένοι στα ΤΕΑ.
Εκεί στη γέφυρα λοιπόν, ο γαμπρός μου είχε εγκαταστήσει μια καντίνα. Έπαιρνε εμπορεύματα απ’ τα Γιάννινα, όπως: αλεύρια, λάδι, αλάτι, ζάχαρη, καφέδες, ελιές, μακαρόνια, ρύζι και έρχονταν από τα χωριά ψηλά: Ποτιστικά, Πετροβούνι, Χουλιαράδες, Μιχαλίτσι, Βαπτιστή και φόρτωναν τα ζώα με τα απαραίτητα.
Άρχισε με το χρόνο και η διάνοιξη του δρόμου και δουλεύαμε στον εργολάβο εργάτες απ’ όλα τα χωριά. Η διάνοιξη γινόταν με πρωτόγονα μέσα, με φουρνέλα, κασμάδες, λοστούς, βαριές, φτυάρια. Το μέρος ήταν κακοτράχαλο, δεν «έσπαγες» με τίποτα. Το τι κούραση, δεν λέγεται. Εμείς δουλεύαμε και απ’ τα χωριά διάβαιναν χωριανοί φορτωμένοι με πράγματα, από τα μονοπάτια είτε για τα Γιάννινα, είτε για τα χωριά τους.
Όταν παίρναμε το κολατσιό, μερικοί από εμάς, πού βρίσκανε την όρεξη και το κουράγιο παρά την κούραση που είχαμε, άρχιζαν τα «μουαμπέτια» (αστείες ιστορίες). Μερικοί ήταν και μεγάλα πειραχτήρια.
Κάποια μέρα περνάει κάποιος από ένα χωριό με κρεμασμένο στην πλάτη (ώμο) ένα τουφέκι. Μεταξύ των εργατών ήταν κι ένας πρώην διμοιρίτης των ΤΕΑ, λίγο αλαφροΐσκιωτος. Δεν χάνει την ευκαιρία το πειραχτήρι της παρέας και του λέει:
- «Πέτρο αυτός μπορεί να είναι κανένας κατάσκοπος; πού να ξέρεις; πώς κυκλοφοράει με το τουφέκι; πρέπει να τον ανακρίνεις;».
Δεν αργεί κι αυτός. Του φωνάζει να σταματήσει. Του συστήνεται ως διμοιρίτης των ΤΕΑ και του παίρνει το τουφέκι.
Πάλι το πειραχτήρι: «Πρέπει να στείλεις ειδοποίηση στο Σταθμό Χωροφυλακής, στους Χουλιαράδες, ότι συνέλαβες κάποιον που μοιάζει να είναι κατάσκοπος».
Κάθεται κι αυτός κι έγραψε στο μήνυμα, όπως του το υπαγόρευσε ο άλλος: «Συνελήφθη κατάσκοπος στην τοποθεσία «Γκλίζνια», έχοντας τουφέκι τύπου Γκρα, καλώς λαδωμένο, άνευ κινητού ουραίου».
Ο συλλαβών
Πέτρος Μ.
Το τι έγινε, δεν φαντάζεστε, αφού το τουφέκι ήταν άχρηστο χωρίς κινητό ουραίο. Το πήραμε όλοι στα ψιλά και μεταφέραμε το γεγονός στα χωριά μας.
Να λέμε και κανένα ευτράπελο βρε παιδιά τέτοιες μέρες που έρχονται».

Καλά Χριστούγεννα
(Μέτσοβο)