Οι μικροί λιθοξόοι της Καστρίτσας…

on .

Όσο κι αν πάσχιζε η Δασκάλα του Μονοθέσιου Δημοτικού Σχολείου Καστρίτσας, να επικεντρώσει το ενδιαφέρον των μαθητών της στη διαίρεση των δεκαδικών αριθμών… τόσο αυτά ξεστράτιζαν και κουνιόταν ανήσυχα στα σαρακοφαγωμένα θρανία τους.
Τούτη η αίθουσα του 1939 σε τίποτα δεν θύμιζε Σχολείο. Ήταν ουσιαστικά ένας μικρός χώρος της εκκλησίας του Αϊ-Γιώργη, που φιλοξενούσε τα παιδιά του χωριού και τη Δασκάλα τους, προκειμένου να μάθουν: Γράμματα Σπουδάγματα / του Θεού

τα πράματα…
Από το μικρό και μοναδικό παράθυρο έμπαινε ελάχιστο φως… Για θέρμανση ούτε λόγος… Οι τοίχοι πολυκαιριασμένοι. Καπνισμένοι από μια ξυλοσόμπα, που τον περισσότερο καιρό έμεινε σβηστή… Έφεραν εικονίσματα με ασκητικές μορφές Αγίων, που κοίταγαν τους μαθητές βλοσυρά!
Μέσα σ’ αυτό το στενάχωρο περιβάλλον τα παιδιά ζούσαν την καθημερινότητά τους, χωρίς να υποψιάζονται ότι πέρα από την κλειστοφοβική συνύπαρξή τους στην εκκλησία και στην απομόνωση του χωριού τους… υπήρχαν κόσμοι διαφορετικοί! Που συναρμολογούσαν ήδη μια βαριά πολεμική μηχανή, ικανή να προσδιορίσει ή ακόμη και ν’ ανατρέψει το δικό τους μέλλον.
Η Ευρώπη βίωνε ήδη μία νοσηρή κατάσταση εκφοβισμού, απειλών και διώξεων. Ο εχθρός ήταν υπαρκτός. Φορούσε μαύρες καλογυαλισμένες μπότες κι επαναλάμβανε ανατριχιαστικά: Hi Hitler!
Όμως η πιτσιρικαρία στην Καστρίτσα όλα αυτά ούτε τα γνώριζε, ούτε τα κατανοούσε. Τα σύνορα του Σύμπαντός τους έφταναν μέχρι τα Γιάννενα.
Τα Γιάννενα που ποτέ δεν τα είχαν δει! Εκτός βέβαια αν κάποιο -Θεός φυλάξει- αρρώσταινε σοβαρά κι έπρεπε να το μεταφέρουν στο Γιατρό με τη σούστα.
Κι επειδή οι μεγάλοι αρέσκονται να στοριάζουν ανόητες ιστορίες για να τρομάζουν τους μικρούς… είχαν εφεύρει τον Αράπη!
Κάθονταν σου λέει ο Αράπης άγριος και θεόρατος στην είσοδο της πόλης! Κι αν ήσουν παιδί, την έβαψες! Για να σ’ αφήσει να περάσεις έπρεπε σώνει και καλά να του φιλήσεις τον κ…! Τα παιδούλια γούρλωναν τα μάτια από τρομάρα! Όχι! Χίλιες φορές όχι! Μη σώσουν να πάνε ποτέ στα Γιάννενα.
Κι ας άκουγαν από τους γονιούς τους να μολογάνε για το «Ιδανικό»… Το φημισμένο ζαχαροπλαστείο στο Κουρμανιό, που οι μπακλαβάδες του μοσχοβολούσαν βούτυρο ίσα με τη Ντραμπάτοβα.
Κι ας ανέβαιναν τα σάλια τους στον ουρανίσκο, για μια αφράτη μπουγάτσα στο Σακελαρίου.
Κι ας έφταναν οι λαχταριστές μυρωδιές από τα γιουβετσάκια -στο μαγέρικο του Ντόβα- μέχρι το ρολόι της Πλατείας… Όχι. Προκειμένου να τους ξευτιλίσει ο Αράπης κάλλιο να μείνουν στο χωριό.-Άιντε παιδιά, είπε επιτέλους η κυρία Ελένη, η Δασκάλα, βγείτε διάλειμμα.
Οι μαθητές ξεχύθηκαν στο προαύλιο της εκκλησίας σε πλήρη ετοιμότητα για παιχνίδι και κατεργαριές.
Ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά. Το κρύο διαπεραστικό. Πρώτη βδομάδα του Δεκέμβρη κι η Πίνδος είχε στολιστεί τα καλά της. Άστραφτε το χιόνι στις κορφές! Πλανεύονταν ο ουρανός κι ακουμπούσε στον ορίζοντα όλο το γαλάζιο. Μέρα καθάρια, γιομάτη αλπικό φως!
Να παίξουμε βόλους, είπε ο Σωτηράκης. Όχι, να παίξουμε «μήλα» πρότεινε η Βαΐτσα, που πάντα έφερνε αντιρρήσεις.
-Καλύτερα να σπάσουμε λεφτόκαρα στο πεζούλι, αντιπρότεινε ο Κίμωνας… Κοιτάτε έχω ολόκληρο σακούλι! -Καλά, πού τα βρήκες; -Μου τάδωκε ο παππούς μου, να τα δώκω στη Δασκάλα. -Και γιατί δεν της τα δίνεις; -Γιατί προχτές την είδα που έβγαλε από την τσάντα της ένα «Αλγκόν»… κι είπε ότι την πονάει το δόντι της. -Και λοιπόν; -Ε, άμα φάει λεφτόκαρα θα την ξαναπονέσει! Καλύτερα να τα φάμε εμείς! -Ααα, είπαν τα παιδιά γελώντας, για να μην την πονέσ’; Καλά λες. Φέρτα εδώ.
Σε λίγο το προαύλιο αντηχούσε από το τσακ-τσουκ των λιθαριών. Οι μικροί λιθοξόοι της Καστρίτσας έσπαγαν κι έτρωγαν λεφτόκαρα με όλο τους το κέφι. Όσο και να πεις τα λεφτόκαρα είναι πάντα καλύτερα από τους δεκαδικούς αριθμούς.
Δυο φιλενάδες μόνο της Έκτης, η Μαρούσιω, που ήταν κόρη του παπά κι η Σοφία, που οι γονείς της είχαν το μοναδικό μικρομάγαζο στο χωριό (κεριά, σπαρματσέτα, χύμα ρύζι, σπάγγους και φωτιστικό πετρέλαιο…) οι φιλενάδες λοιπόν αποτραβήχτηκαν σε μια άκρη κι έλεγαν τα μυστικά τους…
-Εγώ δεν θα τις ματακρίνω, επέμενε η Σοφία. Ότι της έχω πει πάει και το μαρτυράει… Εμένα όμως, διαφωνούσε η Μαρούσιω, είναι ξαδέρφη μου. Ο θείος μου με πήγε με τη σιούστα στα Γιάννενα, στο γιατρό. Θα της μιλάω, αλλά δεν θα παίζουμε μαζί. Ούτε θα κεντάμε όπως το καλοκαίρι στο χαγιάτι.
Η Μαρούσιω είχε δυο πόδια σαν καλάμια. Μακριές κοτσίδες και προσωπάκι χλωμό. Το κορίτσι το έλιωνε κυριολεκτικά η ελονοσία. Όλοι στο χωριό πίστευαν πως δεν θα φτούραγε. Πως ήταν ζήτημα αν θα έβγαζε το χειμώνα! Και ευτυχώς δηλαδή που ο παπάς είχε άλλες τρεις θυγατέρες κι ένα γιο!
Η μικρούλα δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται την κατάστασή της. Ήταν εξωστρεφής, καλόκαρδη, με αφοπλιστική αθωότητα και άδολη πίστη. Προσεύχονταν στο Θεό χωρίς να ζητάει ανταλλάγματα και χάρες αλλά γιατί η επικοινωνία της με το θείο, ήταν μέρος της ψυχικής της ισορροπίας.
Όση ώρα μιλούσε η φιλενάδα της… το βλέμμα της Μαρούσιως είχε στηλωθεί στη χαμηλή πόρτα της εκκλησίας, που ήταν ορθάνοιχτη. Ένα παράξενο φως έβγαινε από μέσα, από το καθολικό, τόσο έντονο που δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από κει!
Η εκκλησία του Αϊ-Γιώργη του Τροπαιοφόρου είχε θεμελιωθεί το 1678, την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ήταν μετόχι του ξακουστού Μοναστηριού του Αϊ-Γιάννη του Προδρόμου, που βρίσκεται στο Λόφο της Καστρίτσας. Για ένα διάστημα μάλιστα στον Αϊ-Γιώργη έμεναν οι καλόγεροι της Μονής.
Για το «Μπρακμάδι» που από το 1927 μετονομάστηκε Καστρίτσα, η εκκλησία ήταν ο κόσμος όλος. Χώρος ιερός που βάσταξε την ψυχή τους όρθια μέχρι τις 21 Φεβρουαρίου 1913 που τα Γιάννενα λευτερώθηκαν από τους Τούρκους.
-Κοίτα, κοίτα Σοφία, είπε η Μαρούσιω και σκούντησε τη φιλενάδα της δυνατά… Η Σοφία σταμάτησε επιτέλους να μιλάει και γούρλωσε τα μάτια! Από τη χαμηλή πόρτα το απροσδόκητο φως ξεχύνονταν τόσο πυκνό και ιλαρό, που κάλυπτε όλο το χώρο, αυλή και ναό. Μια ευωδία τους συνεπήρε όλους. Ένα άρωμα μεθυστικό, που προκαλούσε Ευφορία και Ανάταση!
Τα παιδιά έμειναν άλαλα. Η Δασκάλα που έκανε τον περίπατό της, με την χοντρή ζακέτα της καμπανίτσα, έμεινε ασάλευτη… Και τότε μέσα στην υπερκόσμια ομίχλη ακούστηκε ένα δυνατό χλιμίντρισμα!.. Κι από την πόρτα της εκκλησιάς ξεχύθηκε ένα κατάλευκο άλογο με τον καβαλάρη του.
Τα παιδιά αλλοπαρμένα άκουγαν την καρδιά τους να χτυπάει δυνατά και μόνο ένα μικρό πρωτάκι, ο Αχιλλέας, φώναξε: -Ωϊ μάναμ’!
Τούτος ο καβαλάρης άνθρωπος δεν ήταν. Μα μήτε και Θεός. Ξανθός, πανέμορφος, με πορφυρή χλαμύδα, βάσταγε το χαλινάρι με το αριστερό του χέρι και με το δεξί κράδαινε μια λόγχη! Το άλογο χτύπησε δυο φορές τις οπλές του μπρος στα παιδιά. Αυτά μήτε σκιάχτηκαν. Μήτε κουνήθηκαν.
Ο χρόνος για λίγα δευτερόλεπτα ακινητοποιήθηκε. Όλο το χωριό βγήκε από την εγκόσμια τροχιά του και πέρασε στην υπερκόσμια.
Η Καστρίτσα δεν θα ήταν ποτέ ξανά ίδια.Ύστερα άλογο και καβαλάρης με ελαφρύ καλπασμό χάθηκαν στην πίσω πλευρά της εκκλησίας, ακριβώς στο σημείο που σήμερα έγινε η καινούργια.
-Ο Αϊ-Γιώργης ήταν, φώναξε η Μαρούσιω και δάκρυα έτρεχαν από τα ματάκια της, ο Αϊ-Γιώργης! Τα παιδιά κόσιεψαν προς το μέρος που κάλπασε το άλογο μα δεν υπήρχε τίποτα. Η κυρία Ελένη, η Δασκάλα, συγκλονισμένη, τα φώναξε να επιστρέψουν στα θρανία τους. Κι όλοι μαζί είπαν δυνατά το Πάτερ Ημών. Ύστερα τα παιδιά ξεχύθηκαν στο χωριό, για να μολοήσουν όλα όσα είδαν στους γονιούς τους και στα παππούδια τους! Έκλαιγαν και συνάμα γελούσαν. Τέτοια χαρά… Τέτοια Ευλογία, ποιος ποτέ τη φαντάστηκε…
Ο Αϊ-Γιώργης ήταν μέσα στην εκκλησιά τους και μέσα στην καρδιά τους.
-Μας φυλάει, έλεγαν όλοι. -Μας προστατεύει, είπε ο παπα-Κώστας. Το Μπρακμάδι δεν θα το πειράξει ποτέ, κανένας. Μόλις βράδιασε μαζεύτηκαν όλοι στην εκκλησιά για να κάνουν αγρυπνία.
Ο θρύλος του Αϊ-Γιώργη, που φανερώθηκε στα μάτια των παιδιών δεν ξεχάστηκε ποτέ.
Οι μικροί λιθοξόοι της Καστρίτσας συνέχισαν να σπάνε τσιάγαλα και λεφτόκαρα… Να παίζουν καλόγερο και να ονειρεύονται πως κάποια μέρα θα πάνε στην πόλη, στα Γιάννενα.
Η Μαρούσιω νίκησε την ελονοσία. Κι η Δασκάλα συνέχισε υπομονετικά να διδάσκει κλάσματα και δεκαδικούς.
Κανένας στο χωριό δεν υποπτεύονταν πως τα Χριστούγεννα του ’39 θα ήταν τα τελευταία ξέγνοιαστα κι ανέμελα Χριστούγεννα. Την ίδια ώρα τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν στην Ευρώπη.
Το Τρίτο Ράιχ ήταν πανέτοιμο να συνθλίψει τα πάντα, εκτός από τα θαύματα των παιδιών.