Οι πληγές της Πατρίδας μας…

on .

Ο μπάρμπα - Γρηγόρης όταν βγαίνει στο καφενείο του χωριού να πάρει τη σύνταξη από τον ταχυδρόμο, κάτι θα αναπολήσει και μάλιστα παίρνοντας αφορμή με αυτά που βιώνουμε με την πανδημία και τον Τούρκο.
Θυμήθηκε τον μπάρμπα Γεωργούλα την δεκαετία του ‘40, τον άνθρωπο που έζησε τον αιώνα των πολέμων.
«Περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες μέσα στα τρία χρόνια του «ανταρτοπόλεμου» - έτσι τον λέγαμε τότε- και δεν ξέρω πώς κατάφερε και ήρθε με μιά ολιγοήμερη άδεια.
Τότε θα έπρεπε να έμεινε έγκυος η κυρά Γεωργούλαινα και στις 5 Μαΐου του ‘49 έφερε στον κόσμο το δεύτερο παιδί τους τον Γιάννη.
Με την κοιλιά στο στόμα έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού και το σκάλισμα.
Καθώς ο εμφύλιος όδευε προς το τέλος του ήρθε και η απόλυση του μπάρμπα Γεωργούλα.
Τον περίμεναν οι δικοί του στο «έμπα» του χωριού. Τους χαιρέτησε με νεύμα κι έφυγε μπροστά κυνηγημένος.
Τον ακολούθησαν. Φτάσανε στο χωριό. Πάλι δεν μίλησε σε κανέναν, φοβήθηκαν όλοι -όπως έλεγαν μετά- πως είχε «σαλέψει».
Πήγε κατ’ ευθείαν στο εικονοστάσι με το απέλυκο λιθάρι, που την μέρα έχει φωτόλουσμα και ηλιοχάδι, τη νύχτα αστροφέξη και τη χλωμάδα του φεγγαριού.
Ζήτησε με νοήματα ν΄ ανάψει το καντήλι. Προσευχήθηκε, κάνοντας το σταυρό του και ύστερα, με δάκρυα στα μάτια, τους αγκάλιασε όλους και τους φιλούσε.
Έμοιαζε άγριος, με τα γένια και το μουστάκι και με τ’ ακούρευτα μαλλιά και τα λερωμένα ρούχα, όπως ήταν θύμιζε τους αντάρτες που πέρασαν απ‘ το χωριό.
Ο καημένος είχε κάνει τάμα, να γλιτώσει απ’ του χάρου το δρεπάνι που θέριζε τότε απ’ τη μια μεριά και απ’ την άλλη.
Να γυρίσει στο σπίτι και πρώτα ν’ ανάψει το καντήλι κι ύστερα να μιλήσει στους δικούς του.
Όταν μεγάλωσα και διάβασα, όσο μπόρεσα την ιστορία μας, αναλογίστηκα τι μεγάλο κακό είναι η διχόνοια.
Τόσα παθήματα (Πελοποννησιακός πόλεμος, διχογνωμίες και ραδιουργίες στο Βυζάντιο, εμφύλιος κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού Αγώνα απ’ τους Τούρκους) και να μην μας γίνονται μαθήματα.
Τί κατάρα η πατρίδα να τρώει τα σπλάχνα της. Πώς το έπος του 40 που γράφτηκε μ’ ενότητα και ομόνοια και έκανε όλη την ανθρωπότητα ν’ αποκαλυφθεί στο μεγαλείο του, έγινε ύστερα ντροπή και όνειδος με τον εμφύλιο σπαραγμό;
Τί τους χώρισε αυτούς, που χτες πολεμούσαν σαν ένας άνθρωπος και βγήκαν στο βουνό να πολεμάει αδερφός τον αδερφό.«Δυο γιούς είχες μανούλα μου, δυο ήλιους δυο φεγγάρια».
Γιατί να χαθούν τόσες ψυχές; Γιατί να γίνουν τόσες υλικές καταστροφές; γιατί ν’ ανοίξουν νέες πληγές, όταν η Ευρώπη επούλωνε τις δικές της απ’ τον πόλεμο;
Δάκτυλος των ξένων λένε ακόμα πολλοί… Σφάλματα δικά μας λέω εγώ. Οι ξένοι τα συμφέροντά τους θέλουν να περνούν. Αν δεν τους παρείχαμε εμείς γέφυρες να περάσουν, τα πράγματα θα ήταν αλλιώς.
Ας είναι καλά ο μπάρμπας ο Γεωργούλας- όπως και πολλοί άλλοι - έλειψε απ’ το σπίτι τρία χρόνια, τρία χρόνια που θα ήταν γεμάτα ζωή και η γυναίκα δεν θα παιδεύονταν τόσο - όσο παιδεύτηκε - αλλά και τα παιδιά δεν θα ζούσαν μέσα τη στέρηση του γονιού, σαν να’ ταν ορφανά από πατέρα.
Η ειρήνη ξαναγύρισε στα αιματοβαμμένα χώματα της πατρίδας, η ελπίδα άνθιζε σαν ανοιξιάτικο λουλούδι και η χαρά στα σπιτικά μας επέστρεψε, φέρνοντας χαμόγελο στα πρόσωπα όλων.
Η δεκαετία του 40 με το θρίαμβο, αλλά και με την ντροπή των «πέτρινων χρόνων» έδυσε, αφήνοντας πίσω αισθήματα χαρμολύπης.
* * *
Εκείνο που με στεναχωρεί είναι ότι δεν βάζουμε και τώρα μυαλό. Μετά από τόσα χρόνια, ήρθε ο Τσίπρας για 5 χρόνια η ταχαριστερά και ξεπούλησε τη Μακεδονία, τώρα αντίθετος στην θωράκιση της άμυνας έναντι των Τούρκων, γιατί, σου λέει, «μπορεί να με ξαναβάλει ο «ξένος δάκτυλος» Πρωθυπουργό να δώσω μερικά νησιά στους Τούρκους όπως με τα Σκόπια».
Η πανδημία μας αφάνισε με θανάτους και οικονομικά και έρχονται αυτοί που δεν εμβολιάζονται, να νοσούν, να πιάνουν τις ΜΕΘ και να πεθαίνουν άλλοι από άλλα νοσήματα, γιατί πόσες ΜΕΘ να έχει το ΕΣΥ, κι’ αυτοί το χαβά τους γιατί αυτοί ξέρουν περισσότερα από τους επιστήμονες. Να πως έρχεται ο διχασμός. Αμ’ οι παππάδες έγιναν κι’ αυτοί γιατροί και κάπως έτσι έρχεται το Σχίσμα.
Ο Θεός να βάλει το χέρι Του να μην ξαναδώ αυτά που είδα.

Μέτσοβο