Έφυγε ο παπα-Θανάσης ο Άγιος των ημερών μας…

on .

• Κηδεύτηκε προχτές, εκεί που έζησε και μεγαλούργησε, ηθικά, θρησκευτικά, ανθρώπινα και Άγια ο ταπεινός Παπαθανάσης, στη Ντουραχάνι.

«Το παιδί απ’ το ξυλάδικο» που λέγαμε εμείς, τα μικρότερα παιδιά του Κατηχητικού, του «Αποστόλου Παύλου» σα βλέπαμε τα εργαζόμενα παιδιά, που κατέβαιναν από τον επάνω όροφο, μετά το κατηχητικό κι εκείνος πάντα βιαστικά και με σκυφτό κεφάλι, μην τύχει και συναντήσει κανένα βλέμμα θηλυκό. Έτσι τον θυμάμαι εγώ, από κείνα τα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας και της… άγριας εφηβικής και νεανικής ηλικίας, του αγοριού που πάλευε για την Άγια κλήση του Θεού, της αγιότητας και της παρθενίας.
Έπρεπε να ανέβει ο Θείος πόθος, να αγιάσει ο αγώνας ο Πνευματικός το κορμί, για να μη φοβάται ο Παπαθανάσης και ο κάθε Παπαθανάσης, που βάζει θεληματικά τον εαυτό του, σ’ αυτή την πορεία των εκλεκτών και καλεσμένων, από τον ίδιο το Θεό, όπως είπε ο Χριστός: «Ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον αλλ’ εν οις, δέδοται». Και στο δικό μας ταπεινό παιδί, απ’ τη Βωβούσα «ΔΕΔΟΤΑΙ» από το Θεό, να γίνει, ο Ιερέας Του, που ιερουργούσε πάντοτε χωρίς παπούτσια, στο Ιερό, σαν ο Μωυσής στο όρος των εντολών, ο κήρυκας του λόγου του, χωρίς πτυχία και γράμματα πολλά, ένας ακόμα Απόστολος σαν τους ψαράδες του Χριστού, χωρίς δίχτυα ψαρικής, που με μόνη εξάρτηση τα… δίχτυα της καρδιάς του και της μεγάλης του αγάπης «ψάρευε» την ανθρώπινη δυστυχία, την παιδική εγκατάλειψη, τη νεανική… εξάρτηση, από χάπια και ποτά, όπως και την ανθρώπινη καλοσύνη και προθυμία για προσφορά και έδινε τις ευκαιρίες να γίνουμε πιο άνθρωποι, βοηθώντας τον στο έργο της φιλαλληλίας και της κοινωνικής προσφοράς.
Αν ξέρατε σεις οι νεώτεροι, πόσοι γιατροί, πόσοι επιστήμονες, πόσοι ανώτεροι Δικαστικοί, φοιτητές και Πανεπιστημιακοί, δούλεψαν μαζί του, με το μυστρί και το τσιμέντο, για να κτιστούν αυτά τα κτίρια και τα Σχολεία της αγάπης, στη Δουραχάνη, αν μπορούσαμε να ξέρουμε όλοι το τεράστιο έργο του Παπαθανάση, όπως και το μέγεθος της Αγιότητάς του, θα κλείναμε γόνυ ευλαβικό και μόνο στην αναφορά του ονόματός Του κι όχι μονάχα στο νωπό του τάφο εκεί στο αγαπημένο του Μοναστήρι. Πιστεύω, πως μονάχα ο Κύριός του και Θεός του, μπορεί και έχει προσμετρήσει τα μεγέθη, αγιότητος και προσφοράς, του αληθινά Μακαριστού αγαπημένου μας Παπαθανάση, που είναι πλέον πανευτυχής στην αγκαλιά του λατρευτού του Νυμφίου, που έταξε και υπηρέτησε μια ολόκληρη ζωή.
Είναι βέβαιο, ότι, οποιοσδήποτε άλλος, θα μπορούσε ίσως να πεί, φτάνοντας στο τέλος μιας τέτοιας δοτικής πορείας: «τον δρόμον τετέλικα, την πίστην τετήρικα, απόδοτέ μοι, τον της Δικαοσύνης στέφανον», αλλά ο Παπαθανάσης δεν θα τον απαιτήσει ούτε από το Θεό γιατί δεν έμαθε ποτέ να απαιτεί, από κανέναν τίποτε. Πίστευε βαθιά στην αγάπη, την πρόνοια και τη δικαιοσύνη του Θεού, ώστε να μη χρειάζεται να απαιτεί τίποτε έξω από τη συγχώρεση του Θεού για τις αδυναμίες όλων μας. Μια μέρα δε, έτυχε να ιδώ με τα μάτια μου και να βεβαιώσω αυτή την τεράστια πίστη του, που μού έγινε μάθημα ζωής.
Μια χούφτα λίρες!
Κάποια μέρα, περνάει ο Παπαθανάσης από τα Γραφεία της τότε εφημερίδας μου «Πρωινά Νέα», πολλές φορές περνούσε και μιλούσαμε, κι εγώ τον ρώτησα, καθώς πάντα με βασάνιζαν, σαν όλο τον Τύπο, οικονομικά προβλήματα. Πώς τα καταφέρνεις εσύ Παπα Θανάση και ταΐζεις 300 παιδιά κι εγώ δεν τα καταφέρνω και δυσκολεύομαι τόσο πολύ να συντηρήσω δέκα τέσσερις ανθρώπους που έχω στη δουλειά μου;
Κι Εκείνος: Αρετή μου. Δικά μου είναι τα παιδιά; Εγώ τα ταΐζω; Εγώ είμαι πανί με πανί. Κοίτα δω. Και βγάζει τις τσέπες του που ήταν πράγματι άδειες. Ο Θεός Αρετή μου, φροντίζει για όλα και για όλους. Έχε σ’ αυτόν πίστη κι εμπιστοσύνη. Είπε και έφυγε, χαιρετώντας με. Γύρισε, σε είκοσι λεπτά. Βάζει το χέρι στη τσέπη του και βγάζει μια γεμάτη χούφτα λίρες!
- Πού τις βρήκες Παπαθανάση;
- Όπως προχωρούσα, με αρπάζει ένας φαρμακοποιός και ανοίγει το χρηματοκιβώτιό του και μου βάζει στο χέρι, μια χούφτα λίρες. Λοιπόν, τίνος είναι τα παιδιά, Αρετή και ποιος φροντίζει γι’ αυτά και για όλους και όλα; Έχε πίστη και αγάπη Αρετή μου και δεν σου χρειάζεται τίποτε άλλο.
- Έχω Παπαθανάση μου, έχω. Σ’ ευχαριστώ…