Δεκέμβρης στο Μέτσοβο πριν από πολλά χρόνια...

on .

Ο Δεκέμβριος είναι ο 12ος μήνας του Γρηγοριανού ημερολογίου με διάρκεια 31 ημερών. Ήταν ο 10ος μήνας (December) του αρχαίου δεκάμηνου ρωμαϊκού ημερολογίου. Decem στα λατινικά σημαίνει 10. Αργότερα μετακινήθηκε στη 12η θέση χωρίς ν’ αλλάξει η ονομασία του.

Στο καλεντάρι του λαού μας ο Δεκέμβριος αναφέρεται ως Γιορτινός, λόγω των πολλών θρησκευτικών γιορτών του και ειδικά Αϊ - Νικολιάτης ή παππούς Νικόλας αλλά και «Νικολοβάρβαρα» από τις γιορτές του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Βαρβάρας και κυρ - Λευτέρης από τη γιορτή του Αγίου Ελευθερίου (15 Δεκεμβρίου) που χαρίζει καλή λευτεριά στις έγκυες.

Η μέρα αρχίζει βέβαια να μεγαλώνει μετά τις 22 Δεκεμβρίου, αλλά η λαϊκή παράδοση βιαστική από της Αγίας Άννας (9 Δεκεμβρίου) ήδη αναφέρει ότι η «ημέρα παίρνει ανάσα» ή «άνεση» και ότι από του Αγίου Σπυρίδωνα (12 Δεκεμβρίου) «η ημέρα παίρνει σπυρί» δηλαδή λίγο - λίγο μεγαλώνει και ότι η αύξηση αυτή γίνεται μια ώρα τα Χριστούγεννα, απ’ αυτό και η ρήση «Χριστός γεννάται, ώρα γεννάται».
Καθώς οι πιο κρύες ημέρες του έτους θεωρούνται τα «Νικολοβάρβαρα» τις γιορτές των Αγίας Βαρβάρας (4) Σάββα (5) και Νικολάου(6) η παράδοση λέει γι’ αυτούς τους Αγίους: «Η Αγία Βαρβάρα βαρβαρώνει (κρύο), ο Άγιος Σάββας σαβανώνει και ο Άγιος Νικόλαος παραχώνει».
Για τους ορθοδόξους η πραγματική αρχή του καινούργιου χρόνου είναι τα Χριστούγεννα, «Χριστούγεννα - Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου». Ο Δεκέμβριος λέγεται και Ασπρομηνάς για το πυκνό χιόνι του, ιδίως τα Χριστούγεννα «Χριστούγεννα - Χριστόχιονια».
Ας μεταφερθούμε τώρα νοερά πολλά χρόνια πίσω, (όπως μου τα «μολόγησε» ο μπάρμπα-Αλέξης, 93 χρονών), στο Μέτσοβο. Να φανταστείτε ότι δεν υπήρχε  καν’ ο κεντρικός δρόμος ο σημερινός: 
«Μακρόσυρτες οι νύχτες, γιατρέ μου, τους μήνες αυτούς και πολλά χιόνια που έφταναν και τα 2 μέτρα και παραπάνω στα σοκάκια από τα «ανεμοσούρια». Τότε δεν υπήρχαν φώτα στα σοκάκια, μόνο σε ορισμένα σημεία. Κάθε σούρουπο πήγαινε κάποιος απ’ την κοινότητα κι άναβε τα φανάρια πετρελαίου που ήταν ένα κοντά στην Αγία Παρασκευή, κανά  δυο - τρία  στην πλατέα, στην κοινότητα, σε κανένα σοκάκι  αραιά και πού, κατά τα’ άλλα πυκνό σκοτάδι. 
Οι πατεράδες μας φεύγαν στα χειμαδιά με τα πρόβατα και πίσω έμενε η μάνα με μας τα παιδιά και τους παππούδες. Φεύγανε τ’ Αη Δημητριού και γύριζαν του Αϊ Γεωργιού, πέρα το Μάη. 
Ούτε και στα σπίτια δεν είχαμε φωτισμό, μόνο λάμπες πετρελαίου. Ξέρεις ότι διάβαζα και με δαδί; Τ’ ακούς αυτά τώρα και λες ότι σάλεψα, όχι γιατρέ μου τα’ χω 400. Μέναμε σ’ ένα δωμάτιο με το τζάκι στη μέση, κι από εδώ κι από εκεί τα μπάσια, από τη μια μεριά κοιμόμασταν, η μάνα κι εμείς τα παιδιά κι από την άλλη οι παππούδες. Εκεί και ο αργαλειός για τα προικιά των κοριτσιών. Τώρα δεν έχουμε πια βαρείς χειμώνες όπως τότε. 
Τότε θυμάμαι, τις νύχτες λυσσομανούσε ο αέρας και έβλεπα στο παράθυρο τα γυμνοκλάρια από τα δέντρα να πηγαινοέρχονται με «βαζούρα» (θόρυβο), κι όλο σκεπαζόμουν με τη βελέντζα πιο πολύ.
Το τζάκι έκαιγε και καμιά φορά η φλόγα έβγαζε κάποιον ήχο και μας έλεγε η μάνα: «κάτι λέει ο πατέρας σας».
Απέναντι στην Κατάρα ακούγαμε τα ουρλιαχτά των λύκων και στο άκουσμά τους τα αλυχτίσματα των σκυλιών από τα σπίτια. Καμιά φορά κατέβαιναν στο χωριό και περνούσαν τα σοκάκια και τα ζωντανά στα κατώγια που είχαμε (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, αγελάδα, κατσίκα) συνήθως, προγκίζονταν στο άκουσμά τους κι ακούγαμε τα ποδοβολητά τους κι άλλο τόσο φοβόμασταν.
Τα χιόνια – χιόνια, αλλά κάθε μέρα πηγαίναμε στο σχολείο δεν σταματούσαμε ποτέ, θυμάμαι την  δασκάλα, την κυρά-Αθηνά που μας μάλωνε να μην μιλάμε βλάχικα, αλλά ελληνικά. Είχε βάλει μάλιστα κάποιον να σημειώνει ποιός μίλαγε βλάχικα και μας τιμωρούσε. 
Μας έδιναν και συσσίτιο που το χορηγούσε ο Γεώργιος Αβέρωφος. Εγώ ήμουν πολύ αδύνατος κι έρχονταν η μάνα μου στα διαλείμματα και μου έδινε ψαρόλαδο και μια κουταλιά κρασί κόκκινο για να δυναμώσω.
Όταν είχαν έρθει οι Ιταλοί στον πόλεμο του 40 κάθισαν στο Μέτσοβο 6 μήνες. Καλοί άνθρωποι, μας έδιναν γαλέτες και πάστα-σιούτα. Ξέρεις γιατρέ, έφαγα και γάτα βραστή, με μακαρόνια, πού να ξέραμε εμείς από μακαρόνια, ακόμα τα θυμάμαι. Εκεί πρωτοείδαμε σκι, θυμάμαι ανεβαίναμε στον Προφήτη Ηλία και μας έπαιρναν μαζί τους (κρατιόμασταν από πίσω), μέχρι την Αγία Τριάδα.
Μόλις έφυγαν, όλα τα παιδιά φτιάξαμε σκι από δόγες στα βαρελάδικα, τα δέναμε με λουριά και δόστου στα σοκάκια. Βέβαια μετά ήρθε ο Αβέρωφος, έφτιαξε το Μουσείο, το τελεφερίκ και ήρθαν κανονικά σκι. Ο λάη- Βαγγέλης ο Αβέρωφος τέτοιες μέρες μας καλούσε στο Ίδρυμα Τοσίτσα και μας έβαζε να κάνουμε  δουλειές στο χωριό, προκειμένου να συνδράμει οικονομικά εμάς τους φτωχούς τις γιορτές που ερχόντουσαν.
Το μήνα αυτό είχαμε πολλές γιορτές κι όλα τα παιδιά περιμέναμε τα  Χριστούγεννα με τις διακοπές. Πηγαίναμε και για κάλαντα, «Κουλίντε-Μελίντε» στα βλάχικα, και μας δίνανε οι γυναίκες κανένα κουλούρι φτιαγμένο με καρύδια.
Όλοι οι φτωχοί τότε δια μέσου της κοινότητας, παίρναμε 100 δραχμές που τα έδινε ο Γ. Αβέρωφ, για τις μέρες αυτές να πάρουμε λίγο κρέας κι ότι άλλο για το σπίτι. Πού καινούργια ρούχα, παπούτσια και παιχνίδια! 
Το κρέας που τρώγαμε ήταν πρόβειο,  αρνίσιο, και ‘’ζαστραμάς’’ (βραστή προβατίνα σε καζάνι όπου αφού πάγωνε τον τρώγαμε και το λίπος το μαγειρεύαμε με τραχανά και άλλα). Γουρούνι δεν τρώγαμε τότε, θυμάμαι μόνο ένας είχε γουρούνι στο Μέτσοβο και αφού το έσφαζε έκανε τη γρουνοχαρά. Ήταν φρικιαστικό ν’ ακούς το γουρούνι να γρυλίζει, αλλά εμείς τα παιδιά εκεί να δούμε…».
Αυτά μου αφηγήθηκε ο  μπάρμπα-Αλέξης για τις μέρες αυτές που μοιάζουν για τα σημερινά δεδομένα, εξωπραγματικά, κι όμως, αυτά είναι πραγματικά γεγονότα που έζησαν οι άνθρωποι αυτοί.
                                                                                        Καλό μήνα