Το ζεϊμπέκικο της ζωής...

on .

Με συγκίνηση και με κομμένη την ανάσα το Πανελλήνιο σταθήκαμε πρόσφατα δίπλα στο πένθος για την απώλεια της Φώφης Γεννηματά. Πένθος που πέρασε το γυαλί και μπήκε στα σπίτια μας και στην ψυχή μας.
Η Φώφη ήταν για όλους μας μία Γυναίκα, μία Μάνα, μία Πολιτικός με αξιοπρέπεια, και δεν το λέω τώρα λόγω του θανάτου της –όπως συνηθίζεται. Πάντα έβαζε πάνω από τις κομματικές διαφορές πρώτα το συμφέρον της πατρίδας. Είναι αλήθεια ότι ο θάνατος είναι μέρος της ζωής μας, αλλά όταν έρχεται στην ώρα του και όχι σε αυτές τις ηλικίες όπως της Φώφης.
Συγκινητικοί και εμπνευσμένοι οι επικήδειοι της Προέδρου της Δημοκρατίας του Προέδρου της Βουλής, του Γραμματέα του ΚΙΝ.ΑΛ.. Εκείνοι όμως που με συγκίνησαν ιδιαίτερα ήταν τα τρία παιδιά της, που βρήκαν το κουράγιο να σταθούν αγέρωχα μπροστά στο φέρετρο, με λόγια σπαραγμού και θλίψης, να αποχαιρετήσουν τη μάνα τους.
Αυτό το «Αντίο μαμά» έσκισε ψυχές και έκοψε ανάσες σαν πέρασε στον αέρα. Και ειδικά ο επίλογος του επικήδειου της μιας της κόρης: «Το ζεϊμπέκικο της ζωής το χόρεψες καλύτερα από όλους και θα μας λείψει», με συντάραξε.
Κι αυτό έχει ιδιαίτερο νόημα, γιατί ο χορός στον άνθρωπο, και ειδικά αυτοί που χορεύουν ζεϊμπέκικο, είναι το ξεχείλισμα της ψυχής που η ζωή του συνταράσσεται από έντονα βιώματα. Είναι -θα πω- το ξέσπασμα της ψυχής που συγκλονίζεται από τη χαρά, τη λύπη ή άλλα συναισθήματα, τα οποία αισθάνεται την ανάγκη να τα εκφράσει και να τα εξωτερικεύσει σε στιγμές ψυχικής έξαρσης.
Το ζεϊμπέκικο αυτό το χόρεψε η Φώφη το 2003 στα γενέθλιά της, και θα τολμήσω να πιθανολογήσω ότι εκείνη τη στιγμή, αφημένη στον οίστρο του χορού, χάρηκε για τα γενέθλιά της, αλλά και συγχρόνως αισθάνθηκε το κενό που άφησαν στην καρδιά της οι δυο γονείς της, που πέθαναν από την επάρατο νόσο και δεν παρευρίσκονταν στην χαρά της.
Ίσως και τότε να έμαθε ότι και εκείνη είχε χτυπηθεί από την ίδια ασθένεια. Και πάνω εκεί στις στροφές του χορού της, πιθανόν ο νους της ταξίδευε σε ζωή και σε θάνατο, λες και προκαλούσε το χάρο «κι’ όπως θα φέρνω τις στροφές, χαράς και θανάτου -αν τολμάς- εκεί απάνω στο χορό αν θέλεις αποτελείωσέ με, δεν σε φοβάμαι, θα σε παλέψω», όπως και πάλεψε. Αλλά και τι ειρωνεία της ζωής, της τύχης της, ή του χάρου, που πιθανόν να του άρεσε ο χορός της τότε, την άφησε να χαρεί για τελευταία φορά γι’ αυτήν τα γενέθλια του γιού της, πριν «φύγει» για πάντα.
(Μέτσοβο)