«Ανέβηκα στους ώμους των πατέρων μου για να δω καλύτερα το μέλλον…»

on .

• Περνώντας έξω από ένα Δημοτικό Σχολείο στα Γιάννινα, συνάντησα τυχαία τον κοντοχωριανό μου τον Νώντα, γνωστό μου από εκείνα τα χρόνια, που περίμενε το εγγονάκι του να το πάρει στο σπίτι. Χαιρετώντας τον μου λέει: «Έτσ’ έρνταν και μας έπαιρναν κι οι δ’κοί μας»- χαριτολογώντας.
Γιάννη, θυμάμαι ότι τα δικά μας μαθητικά χρόνια, τότε στο χωριό δεν είχαμε σχολείο και τα μαθήματα γινόταν στον γυναικωνίτη της εκκλησίας.
Τον δάσκαλο που φέρναν οι γονείς τον «βόλευαν» σε κανένα σπίτι, που δεν είχαν παιδιά, και όλοι οι χωριανοί του πήγαιναν φαγητό και τον πλήρωναν κυρίως με είδη οι περισσότεροι και λίγοι με χρήματα.
Οι καημένοι, ήταν αγράμματοι και ήθελαν τα παιδιά τους να μάθουν μια «κλίτσα» γράμματα να μη τα «ξεγελάν» στις συναλλαγές, μεθαύριο που θα μεγάλωναν.
Θυμάμαι, όταν μπήκαμε για πρώτη φορά μέσα στην εκκλησία να κάνουμε μάθημα, μύριζε λιβάνι και καμένο λάδι από τα καντήλια. Γυρίζαμε το βλέμμα μας γύρα-γύρα και βλέπαμε τις εικόνες των Αγίων. Στο ημίφως φαίνονταν σοβαροί, να πω βλοσυροί, κι αμέσως φοβισμένοι «παίρναμε» τα μάτια μας από εκεί. Όπως θυμάμαι τον Γιωργή στο «αμάρτημα της μητρός μου».
Όλα αυτά τα παιδιά φοιτούσαν από υποχρέωση κι όχι ότι είχαν μεγάλη όρεξη για το σχολείο. Περισσότερο το έβλεπαν ως χάσιμο χρόνου, αφού υποχρεώνονταν να εργάζονται στα χωράφια ή να βόσκουν τα πρόβατα βοηθώντας τους γονείς τους στις κοπιώδεις προσπάθειες για επιβίωση.
Γιατί μαζί μας ήταν παιδιά αρκετά ακόμη πιό μεγάλης ηλικίας που θα έπρεπε να είχαν αποφοιτήσει, αλλά λόγω των καταστάσεων και των πολέμων που είχαν προηγηθεί, ήταν υποχρεωμένα να βγάλουν το Δημοτικό όποια ηλικία κι αν είχαν.
Θυμάμαι, καθόμουν με τον Λευτέρη, τον θυμάσαι πιστεύω, δεν «τ’ παιρνε τα γράμματα ο καημένος κι όταν έρχονταν η σειρά του με «σκουντούσε» με τον αγκώνα στα πλευρά και μου ‘λεγε κρυφά: «Πέσ’μ, πέσ’μ».
Λίγο έξω, στα πουρνάρια, ήταν και οι ελεύθερες τουαλέτες για όλους. Τα κορίτσια στο κάτω μέρος του δρόμου, που είχε και μεγαλύτερα πουρνάρια, ενώ τ’ αγόρια χρησιμοποιούσαμε το χώρο επάνω απ’ το δρόμο, που είχε και πολλά ξέφωτα.
Ποιος όμως έδινε σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες; Αφού και στα σπίτια δεν είχαμε τουαλέτες και ο καθένας χρησιμοποιούσε όποιο χώρο τον βόλευε. Αργότερα, όταν χτίστηκε το σχολείο, δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση, όπου υπήρχε χώρος, χωριστά για αγόρια και χωριστά για κορίτσια.
Οι πρώτες πόρτες ήταν από τσουβάλια. Ο δάσκαλος μας έλεγε «εκεί στην «τρύπα» να τα κάνετε».
Άλλες εποχές Γιάννη μου, τι να ξέρουν τα παιδιά σήμερα από εκείνα τα χρόνια; Ούτε που διανοούνται πως τα παιδιά της μεταπολεμικής εποχής πηγαίναμε στο σχολείο ξυπόλητα, κάναμε μάθημα πρωί κι απόγευμα και τo Σάββατο, χρησιμοποιούσαμε υφαντές σάκες, γράφαμε στην πλάκα με το κοντύλι, ξύναμε το μολύβι με τον σουγιά και ήμασταν υποχρεωμένα να φέρνουμε κάθε πρωί από ένα ξύλο για την ξυλόσομπα.
Κι όμως, Γιάννη, εκείνα τα δικά μας μαθητικά χρόνια τότε ήταν διαφορετικά. Είχαμε δασκάλους, πραγματικούς δασκάλους-παιδαγωγούς, που μας έμαθαν γράμματα, αλλά και συμπεριφορά. Όλοι όσοι πέρασαν ήταν καλοί δάσκαλοι και στα μάτια μας φάνταζαν δεν ξέρω πώς να στο περιγράψω. Όταν μας ρωτούσαν τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις λέγαμε το όνομα του δάσκαλου και όχι δάσκαλος.
Ήρωες οι δάσκαλοι τότε, πηγαίνανε να υπηρετήσουν στα χωριά δίχως μισθό από την κυβέρνηση, αλλά από το υστέρημα των γονιών και παίρνοντας κουράγιο μόνο από τα μάτια των παιδιών και από τον σεβασμό που εκδήλωναν για το έργο τους τα μέλη της μικρής μας κοινωνίας.
-Ξέρεις Γιάννη πόσα παιδιά πήγαν «χαμένα» τότε, γιατί μέχρι τις αρχές του ’60 σχεδόν κανένα παιδί δεν συνέχιζε στο Γυμνάσιο;
Με τη σιγουριά της ενασχόλησής τους με τις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες, δεν προβληματίζονταν για παραπέρα σπουδές στο Γυμνάσιο ή σε τεχνικές Σχολές.
Μετά από παρότρυνση των δασκάλων στους γονείς να στείλουν τα παιδιά στο Γυμνάσιο και εν συνεχεία για δάσκαλο, καθηγητή, δικηγόρο, άρχισαν δειλά-δειλά να ανοίγουν τα φτερά τους.
Θυμάμαι τότε στο χωριό τα πρώτα τρία παιδιά που μορφώθηκαν κι έγιναν ο ένας δάσκαλος ο άλλος δικηγόρος, ο άλλος καθηγητής όλοι οι γονείς τα καμάρωναν και ίσως και να ζήλευαν, γιατί κάθε Πάσχα, που έρχονταν στο χωριό και χόρευαν στον αυλόγυρο της εκκλησίας, όλοι γι’ αυτούς μιλούσαν. Ποιός δεν θυμάται από τα «Ψηλά Βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου το περιστατικό που το εγγονάκι επισκέφτηκε το καλοκαίρι στο βουνό τον παππού του και του έδειξε το βιβλίο και ο παππούς, καθότι δεν ήξερε γράμματα, το κρατούσε ανάποδα.
Αν και ξωμάχοι της ζωής, οι γονείς μας Γιάννη, προσπαθούσαν με χίλιες δυο στερήσεις και μας έστελναν να σπουδάσουμε, να γίνουμε «καλοί άνθρωποι» και χρήσιμοι στην κοινωνία.
-«Ε’ θα περάσουμε εμείς κατώτερα, αρκεί το παιδί να προκόψει» έλεγαν και ξανάλεγαν.
Κι εδώ είναι η ειρωνεία όλης αυτής της υπόθεσης. Από τη μία οι γονείς να στερούνται για να σπουδάσουν τα παιδιά τους και να γίνουν εκείνα τα μυαλά που θα προσπαθήσουν να ανεβάσουν το βιοτικό επίπεδο της χώρας κι από την άλλη το κράτος τους ωθεί, με την αδιαφορία του, να ψάξουν την τύχη τους έξω και εκεί να μεγαλουργούν και να καταλαμβάνουν περίοπτες θέσεις και η πατρίδα μας να στερείται τα άξια τέκνα της.
Γι’ αυτό, τιμή και δόξα στους μακαρίτες τους γονείς μας, που αν και αγράμματοι, με την παρότρυνση των δασκάλων-παιδαγωγών, μας ώθησαν στα γράμματα και γι’ αυτό καυχιόμαστε, εγώ και εσύ σήμερα, ότι γίναμε κάποιοι, και μας έμαθαν ότι όλα κερδίζονται με κόπο, τίποτα δεν σου χαρίζεται.

Μέτσοβο