Γράμμα μαθητών στο Μίκη Θεοδωράκη…

on .

Αγαπημένε μας Μίκη.
Είμαστε δυο μαθητές: η Έλλη και ο Φωτεινός.
Ύστερα απ’ όσα ακούσαμε και είδαμε γύρω μας τούτες τις παράξενες και μουντές μέρες, σκεφτήκαμε, εκεί που βρίσκεσαι, να Σου απευθύνουμε λίγα λόγια απ’ το πιο βαθύ μας φυλλοκάρδι.
Όχι, αγαπημένε μας Μίκη. Δεν το πιστεύουμε πως έφυγες για πάντα από κοντά μας. Κι ας διέκοψαν αίφνης τα προγράμματά τους τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις για να μεταδώσουν τη φοβερή είδηση. Κι ας άρχισαν στη στιγμή ν’ αντιλαλούν τα τραγούδια Σου ως τις τελευταίες γωνιές της πατρίδας μας και του κόσμου όλου. Κι ας πέρασε ύστερα το αστραφτερό Σου φέρετρο για τον μητροπολιτικό ναό της Αθήνας κι αμέσως συνέρρευσαν πλήθη λαού από τα πέρατα του κόσμου να Σου απευθύνουν το ύστατο χαίρε, κλαίγοντας και τραγουδώντας. Κι ας στάθηκαν οι πιο επίσημοι της Πολιτείας ευλαβικά μπροστά Σου κι εκφώνησαν τους πιο συγκινητικούς λόγους. Κι ας Σου τραγούδησε η Μαργαρίτα το «Παλληκάρι» Σου και ράγισαν καρδιές.
Όχι! Δεν το πιστεύουμε. Κι ας ήρθε έπειτα το πλοίο της γραμμής και πήρε το γυαλιστερό φέρετρο για τα πατρικά Σου χώματα. Κι ας Σε υποδέχτηκαν εκεί οι συμπατριώτες σαν ήρωα κι ακόμα πιο πολύ. Κι ας συνόδευσαν τη σεπτή σορό Σου τ’ αμέτρητα πλήθη. Κι ας Σε περιστοίχισαν πανώριοι βρακοφόροι, σεμνοί και περήφανοι για το λαμπρό Τέκνο της λεβεντογέννας Μάνας. Κι ας παιάνιζε η φιλαρμονική τ’ αθάνατά Σου άσματα σαν σε λαμπρό πανηγύρι, σαν σε λιτανεία κάποιου Πολιούχου και Θαυματουργού! Κι ας τραγουδούσαν ύστερα οι χιλιάδες κοπέλια και κοπελιές, γυναίκες κι άντρες, γέροντες και γερόντισσες, σύσσωμοι μικροί και μεγάλοι, τον ύμνο της ένδοξής Σου γης «Αγρίμια κι Αγριμάκια μου» που μόνο για τις μεγάλες ώρες της Ιστορίας είναι ταιριαστό.
Όχι αγαπημένε μας Μίκη. Δεν το πιστεύουμε πως έφυγες για πάντα. Κι ας έφτασε κάποια ώρα το στιλπνό Σου φέρετρό στο ναό της Παναγίας, όπου τα πλήθη του λαού Σου είπαν κι εκείνα το στερνό αντίο. Κι ας μη μπορούσαν να Σε αποχωριστούν. Και ας ήρθε έπειτα η ώρα που έψαλλαν τη μακάβρια «Εξόδιο Ακολουθία». Κι ας Σε οδήγησαν ύστερα στην «Τελευταία Κατοικία», στο κοιμητήριο του Αγαπημένου Σου Γαλατά, όπως ήταν η επιθυμία Σου. Κι ας εναπέθεσαν το σεπτό Σου σκήνωμα δίπλα-δίπλα, στους τάφους των πιο αγαπημένων Σου. Κι ας γέμισε ο τάφος δάκρυα, στεναγμούς, λουλούδια και τραγούδια. Κι ας τον σφράγισαν έπειτα «εις τον αιώνα τον άπαντα», δίχως καντήλι και κεριά, όπως Εσύ επέλεξες. Έτσι κι αλλιώς άσβεστα κι ολοφώτιστα καντήλια και λαμπάδες πανύψηλες, αναμμένες εις τον αιώνα, είναι τα μουσικά σου θαύματα.
Όχι αγαπημένε μας Μίκη. Δεν πιστεύουμε πως δε βρίσκεσαι πια κοντά μας. Γιατί Σε νιώθουμε πάντα δίπλα μας. Με τα εξαίσια τραγούδια Σου ζήσαμε και ζούμε τις πιο όμορφες σχολικές στιγμές. Γιατί μ’ αυτά μάθαμε και θα μαθαίνουν εις τους αιώνες για τον Ελύτη, το Σεφέρη, το Σολωμό, τον Κάλβο, το Βάρναλη, το Λειβαδίτη, τον Αναγνωστάκη... , την πιο ακριβή πνευματική περιουσία της σύγχρονης Ελλάδας. Γιατί μ’ αυτά πάντα θα μας τραγουδάς βροντόφωνα με το ωραίο σου πάθος «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαίς» και θα κάνεις περήφανους τους Έλληνες όπου γης. Γιατί πάντα θα μας τραγουδάς «Όταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον Κόσμο» και θα στέλνεις το μήνυμα της ανάστασης του κάθε καταπιεσμένου λαού. Γιατί πάντα θα τραγουδάς «Ένα το χελιδόνι κι η Άνοιξη ακριβή» και θα στέλνεις αιώνια το μήνυμα του ωραίου αγώνα που δίνει νόημα και ουσία στη ζωή. Γιατί πάντα θα τραγουδάς την «Όμορφη Πόλη» και θα γεννάς τα πιο όμορφα, τα πιο αγνά ερωτικά συναισθήματα των μαθητών και όλων των νέων του κόσμου τούτου.
Όμως, τι να πρωτοπούμε για όσα μας πρόσφερες τόσο απλόχερα και καθάρια και πάντα θα προσφέρεις; Από πού ν’ αρχίσουμε και πού άραγε να τελειώσουμε, που δεν υπάρχει τέλος; Και τόξερες πολύ καλά πως σε περιμέναμε πώς και πώς σε όλες τις σχολικές μας εκδηλώσεις για να νιώσουμε τα πιο όμορφα κι αληθινά νεανικά μας αισθήματα και συναισθήματα. Και τώρα, μόνο και μόνο όταν Σε βλέπομε με κείνα τα χέρια Σου -φτερά!- να διευθύνεις τις ορχήστρες στην ωραία μας Ελλάδα κι ανά τα πέρατα της γης, μας σηκώνεις όλους τόσο ψηλά που είναι σαν να πετάμε κι εμείς μαζί Σου στους πιο ωραίους και λαμπερούς ουρανούς.
Πώς λοιπόν, αγαπημένε μας Μίκη, να το πιστέψουμε, αφού είσαι και παραμένεις τόσο κοντά και μέσα μας, στον ξύπνο και στα όνειρά μας; Πώς να το πιστέψομε αφού ήσουν και είσαι για πάντα ο καλύτερος δάσκαλός μας και δάσκαλος της νιότης όλης, αφού μας δίδαξες και πάντα θα διδάσκεις τα πιο ωραία, τα πιο υψηλά Ιδανικά; Την Ελευθερία, τη Δικαιοσύνη, την Αγωνιστικότητα, την Αξιοπρέπεια, την Αλληλεγγύη, Τη Δημοκρατία…
Όχι! Δεν είναι δυνατό να έφυγες για πάντα. Γιατί είσαι και παραμένεις αιώνια ένα ζωντανό, ένα ολοζώντανο κομμάτι της ψυχής των μαθητών, των νέων και των πολιτισμένων ανθρώπων της αγαπημένης σου Ελλάδας και της γης όλης. Ένα ζωντανό, ένα ολοζώντανο κομμάτι της Ελληνικής και της Οικουμενικής Ψυχής!
Γι’ αυτό και εμείς οι μαθητές, αγαπημένε μας Μίκη, είμαστε σίγουροι πως θα είσαι πάντα κοντά μας. Γι’ αυτό και δε θα σου πούμε ποτέ το στερνό αντίο!

Για την αντιγραφή Βαγγέλης Τσιρώνης, Φιλόλογος Συγγραφέας