Ο Βιργίλιος και οι Έλληνες στην Αινειάδα…

on .

Αντιφατικά είναι τα αισθήματα που διακατέχουν το Βιργίλιο απέναντι στούς Έλληνες. Φορές έλκουν και φορές απωθούν. Ο ίδιος θυμίζει χρεωφειλέτη απέναντι σε δανειστή, που αδυνατεί να ξεπληρώσει την υποχρέωση. Από τη μια δεν μπορεί να λησμονήσει ποια θα ήταν η Ρώμη χωρίς την ελληνική συνδρομή κι από την άλλη προσπαθεί να δείξει και κακότητα και ξεπεσμό που διέπει τους Έλληνες.

Ως προς το τελευταίο, τον ξεπεσμό, δε θα ’λεγα ότι έχει και πολύ άδικο, αν κρίνει κανείς από την εποχή του, κατά την οποία είχαν πλημμυρίσει τη Ρώμη κύματα πειναλέων Ελλήνων (esurientes) που χλευαστικά οι Ρωμαίοι τους αποκαλούσαν γραικύλους (graeculi). Μόνο που ο Βιργίλιος κάνει ένα τολμηρό αναχρονισμό μεταθέτοντας Έλληνες της εποχής του στα χρόνια του τρωικού πολέμου!
Όμως το ποια θα ήταν η κατόπιν ονομασθείσα Ρώμη, αν οι Λατίνοι τότε δεν έρχονταν σε επαφή με τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας, μας το ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής με το στόμα του Εύαντρου, για τον οποίο ο λόγος πιο κάτω.
«Στούτα τα λόγγα, θρέμμα γέννημα του Φαύνου, Νύφες ζούσαν
κι ανθρώποι, που από δρυ σκληρόπετσην η φύτρα τους κρατούσε.
Tρόπους και τέχνες δεν κατέχανε, μηδέ τα βόδια εζεύαν,
δεν ξέραν βιος για ν’ αποχτήσουνε κι ό,τι είχαν να φυλάξουν
και ζούσαν τη ζωή τους τρώγοντας καρπούς κι άγριο κυνήγι».
(VIII, 314-6).
Εδώ ο Βιργίλιος δείχνει να συμφωνεί με το σύγχρονό του και φίλο του Οράτιο, που έγραψε τους πασίγνωστους στίχους για τη νικήτρια Ρώμη και τη νικημένη Ελλάδα, η οποία εξανθρώπισε τους αγροίκους κατοίκους του Λάτιου.
Μιλούμε για τον Εύαντρο του οποίου ο πατέρας του Πάλλας (γεν. Πάλλαντος) καταγόμενος από την Αρκαδία, πρωτόρθε στις αχτές του Τίβερη, στην περιοχή του Λάτιου, μαζί με άλλους Αρκάδες και έχτισαν την πόλη Παλλάντιο και προφανώς από το όνομα αυτό προήλθε κατόπι η ονομασία του Παλατίνου λόφου της Ρώμης. Άλλωστε ο ίδιος ο ποιητής δίνει στον Εύαντρο το επίθετο Παλατίνος (IX, 9). Έχομε λοιπόν Έλληνες στην Ιταλία, κατά Βιργίλιο, από την πολύ πρώιμη εποχή, πριν ιδρυθεί η Ρώμη.
Οι Έλληνες αυτοί, Αρκάδες, με επικεφαλής το γυιο του Εύαντρου, τον Πάλλαντα, που του εδόθη το όνομα του παππού του, θα είναι οι πρώτοι σύμμαχοι του Αινεία στο Λάτιο, στον πόλεμο που θα διεξαγάγει στην Εσπερία με τις λατινικές φυλές, ώστε να εδραιωθεί και να δημιουργήσει την ..Ρώμη. Αυτόν τον Εύαντρο, όταν για πρώτη φορά συναντά ο Αινείας τον προσφωνεί με το επίθετο κράτιστε, «optume Grajugena», κράτιστη ελληνική φύτρα, δηλαδή γενάρχη των Ελλήνων, στη μετάφραση «άξιε Πρωτέλληνα», άλλο εγκώμιο για τους Έλληνες δεν θα ξανασυναντήσουμε..
Το όνομα Εσπερία, καθαρά ελληνικό, εδόθη από τους Έλληνες, όπως ομολογεί ο ποιητής: (I, 530). Grajus, (πληθυντικός Graji και Grai) είναι προφανώς ο κάτοικος της Γραίας, αποικίας των Ελλήνων στην κάτω Ιταλία, ο κατόπιν Graecus. Στην Εσπερία όμως, πάλι κατά το Βιργίλιο, ζουν Λοκροί που μετοίκησαν στην Κάτω Ιταλία, αλλά και ο Ιδομενέας, διωγμένος από το θρόνο του στην Κρήτη, βρίσκεται, με το στρατό του, στη νότια Καλαβρία, στους Σαλεντίνους, στο ίδιο μέρος όπου και ο Φιλοκτήτης, οχύρωσε την πόλη Πετήλια, με απόρθητα τείχη (III,399-402).
Και καλά αυτοί, που δεν παίζουν κανένα ρόλο στην Αινειάδα, ο ποιητής μας όμως θέλει και το γνωστό μας πολεμιστή στην Τροία Διομήδη, να είναι εγκατεστημένος στην Ιταλία, πολύ πριν έρθει εκεί ο Αινείας (!), στα μέρη της Απουλίας στην πόλη Αργυρίπα, ή Άρπεις ή Άρπους, ο οποίος εκφράζεται με πολύ σκεπτικισμό για τον πόλεμο που διεξήχθη στην Τροία και φυσικά και για τον τωρινό Λατίνων-Τρώων.
Στους απεσταλμένους των Λατίνων-Αυσόνων που ζητούν τη βοήθειά του εναντίον των Τρώων, τους απαντά:
«Γένος παλιό, καλότυχοι Αύσονες, του Κρόνου εσείς ρηγάτο,
ποια μοίρα ανέσπλαχνη σας τάραξε την ήμερη ζωή σας
και σε πολέμους μ’ άγνωστο ύστερο στρέξατε να μπλεχτείτε;
Όσοι με σίδερο ρημάξαμε τους κάμπους της Τρωάδας
………. ανείπωτα τυράγνια
και κολασμούς για τ’ ανομήματα πλερώσαμε στον κόσμο.
…… Να πω που οι θεοί με μίσησαν στο πατρικό μου ως ήρθα;
…. Τέρατα ακόμα κακομούτσουνα με κυνηγούν ως τώρα
κι όλοι οι συντρόφοι μου που χάθηκαν φτεροκοπούν στ’ αγέρι
…….. και σε γκρεμούς ρεκάζουνε, ν’ ακούς και να δακρύζεις.
Αυτά ηταν να φοβούμαι που ’πρεπεν από τα χρόνια εκείνα.
…..Όχι, λοιπον, και μη με σπρώχνετε σε τέτοιες να ’μπω αμάχες»
(ΙΙ, 252-57, 269-75, 78)
Αντιφατικός εμφανίζεται ο Βιργίλιος, όταν βάζει, στο Βουθρωτό της Ηπείρου, τον μάντη Έλενο,που, από μια απίθανη συγκυρία συμβασιλεύει τώρα με την Ανδρομάχη, να συμβουλεύει τον Αινεία πως πλέοντας προς την Εσπερία:
Μ’ από τη γης και τα περίγιαλα της Ιταλίας που’ ναι
κοντά μας και δικό μας πέλαγο με κύμα περιβρέχει,
δράμε μακριά. Μένει στα κάστρα της άπιστη φάρα Ελλήνων.
(III, 396-8).
Δηλαδή φύγε μακριά από τα μέρη που μένουν οι Λοκροί, ο Ιδομενέας, κι ο Φιλοχτήτης και άλλοι Έλληνες…
Αργότερα όμως, όταν ο Αινείας θα βρίσκεται στις αχτές του Τιβερη, ο Βιργίλιος με το στόμα της ιέρειας του Απόλλωνα Γλαύκης, θα φανερώσει πως πρώτη οδός σωτηρίας στο δρόμο του ήρωα προς τη χώρα του Λαβίνιου, πράγμα απίθανο, θα του δοθεί από ελληνική πόλη, εννοώντας το Παλλάντιο του Εύαντρου. (VI,96-7). Από εδώ και πέρα τι να πρωτοαραδιάσω. Προσπερνώ το πασίγνωστο που είπε ο Λαοκόων για τους Έλληνες, εννοώ το “timeo Danaos…( II, 105).
Βρισκόμαστε στη βόρεια Αφρική, στην Καρχηδόνα, στο ανάκτορο της βασίλισσας Διδώς, όπου σε μια θερμά εκρηχτική νύχτα, ο Αινείας υπακούοντας στην παράκληση της Διδώς, αρχίζει να εξιστορτεί την άλωση της Τροίας, όπως την είδε και τη βίωσε, ως αυτόπτης μάρτυρας. Εκεί μιλεί για την πανουργία των Ελλήνων, πως δηλαδή κατάφεραν να ξεγελάσουν τους Τρώες, με τον πρώτο στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία προβοκάτορα, που κατασκεύασαν οι Έλληνες, τον Σίνωνα, ο οποίος κατόρθωσε να πείσει τους Τρώες με την απίθανα υποκριτική του τέχνη, να μπάσουν το δούρειο ίππο μέσα στην πόλη, και να αλωθεί η Τροία.
…Τώρα πια, βασίλισσα, νιώσε πως παγιδεύουν
Οι Έλληνες. Κι από ’να έγκλημα όλους καλά τους ξέρεις!.
“et crimine ab uno/ disce omnres”
(II, 65-6).
Αυτά δεν τα λέει ένας τυχαίος άντρας, τα λέει ο πρωταγωνιστής που έδωσε το όνομά του στο έργο. Και συνεχίζει παρακάτω:
«Τις τέτοιες του ορκοπάτη Σίνωνα δολοπλοκίες και τέχνες
πιστέψαμε, και μας εκούρσεψαν με μπαμπεσιές και δάκρια
ψευτιάς, εμάς που δε μας δάμασε μήτε Διομήδη αντρεία,
μηδ’ Αχιλλέας και χιλιάρμενο κι απάλε δέκα χρόνων».
(II, 195-8).
***
Φθάνομε στη λατινική Νέκυια, με τον Αινεία να κατεβαίνει στον κάτω κόσμο, κι εκεί ξαφνικά να βλέπει το Δηίφοβο, το δεύτερο άντρα της Ελένης, μετά τον Πάρη, αγνώριστο από τις πληγές και τα σπασμένα μηνίγγια του, να του εξιστορεί ο ίδιος πως η πανούργα Λάκαινα, έτσι λέει περιφρονητικά την Ελένη, για να ξεπλύνει τις πομπές της, τη νύχτα της άλωσης, μόλις αποκαρωμένος αυτός από το γιορταστικό γλέντι που έγινε για τη «σωτηρίας» της πατρίδα του, έπεσε να κοιμηθεί, εκείνη αφαίρεσε κάθε οπλισμό από το σπίτι, ξεκρέμασε και το σπαθί του που κρέμονταν πάνω από την κλίνη τού κοιμισμένου, βγήκε έξω, άναψε πυρσό και κάλεσε τους Δαναούς.
«Μπάζει στο δώμα το Μενέλαο, τις ξώπορτες ανοίγει,
θαρρώντας πως στην πρώτη αγάπη της πρόσφερνε μέγα δώρο
και τις πομπές της πως θα σκέπαζε με τη βαριά τους φήμη.
Τί λέω πολλά; Στο δώμα ως όρμισαν, μαζί ’ταν κι ο Δυσσέας,
κάθε αδικοπραγιάς ο μάστορας. Θεοί, κατά πως πράξαν,
με δίκιο στόμα αν σας το ζήτησα, κάντε οι Γραικοί να πάθουν»
(vi, 525-30)
Εδώ θυμίζει σ’εμάς το τροπάριο της Μεγάλης Εβδομάδας που ακούμε να ψάλλεται: «Αλλά δος αυτοίς, Κύριε, κατά τα έργα αυτών».
***
Η Καρχηδόνα είναι μια νέα πόλη που ίδρυσε η βασίλισσα Διδώ, και όταν φθάνει εδώ, ριγμένος από τη μανία της Ήρας, ο Αινείας, προτού συναντηθεί με τη βασίλισσα, περιδιαβάζει το νεόχτιστο ναό της πόλης και ξάφνου έκπληχτος αντικρύζει να ιστορείται στο ναό ο πόλεμος της Τροίας. Η φήμη του πολέμου έχει προηγηθεί της άφιξης του Αινεία!
«Βλέπει σ’ όλο τον κόσμο η φήμη τους πλατιά να ‘ν’ απλωμένη.
Τους γυιους τ’ Ατρέα και τον Πρίαμο και το σκληρό στους δυο τους
βλέπει Αχιλλέα, και δακρύζοντας λέει: -Ποια χώρα, Αχάτη,
ποιος τόπος γης δεν απογέμισεν απ’ το δικό μας πόνο;
Για δες τον Πρίαμο, πώς αμείβουνται, δες, οι παλληκαριές μας!
Υπάρχουν πράγματα για δάκρυα που αγγίζουν τις καρδιές μας».
Sunt lacrimae rerum et menten mortalia tangunt.
(Ι, 457-62)
Στη δεύτερη ραψωδία μας έχει εξιστορήσει τη φριχτή σφαγή του Πρίαμου από τον Νεοπτόλεμο, το γυιο του Αχιλλέα. Πιο κάτω διαβάζομε:
«Έβλεπ’ εδώ, τότε που οι Έλληνες στενά την Τροία εσφίγγαν
κι νιοι της Τροίας σαν τους ζόριζαν, πώς το ’βαζαν στα πόδια»….
(Ι,466-7.)
Και μια ανεπιτυχής μπηχτή του Βιργίλιου:
Άλλοι στα πλοία διασκορπίζονται, τρέχουν να φυλαχτούνε
στ’ αραξοβόλι, κι άλλοι στ’ άλογο –τρομάρα και ντροπή τους-
πάλι σκαρφάλωσαν και κρύβουνται στη γνώριμη φωλιά τους.
(ΙΙ, 399-401)
Ο Οδυσσέας είναι ο πιο μισητός Έλληνας για τους Τρώες, γι’ αυτό και στην πορεία τους, προτού φθάσουν στο Βουθρωτό, περνάν από τη Ζάκυνθο πρώτα, μα όταν πλησιάζουν στα νερά της Ιθάκης,
«τους θαλασσόβραχους ξεφύγαμε, τα κράτη του Λαέρτη,
Όμως τη γης καταραστήκαμε, που ανάθρεψε Οδυσσέα».
(ΙΙΙ,272-3).
Και το τελευταίο. Όταν βρίσκονται σε ιταλικά νερά και τόπους, διασχίζουν τον κόλπο του Τάραντα, αντικρίζουν την Αίτνα στην Τρινακρία, όπως λεγόταν τότε η Σικελία, με πολύ κόπο προσπερνάνε τρικυμισμένα τα νερά της Σκύλας και της Χάρυβδης που δημιούργησαν τα τέρατα,
«κι εμείς στους Κύκλωπες αράξαμε μπερδεύοντας τη ρότα».
(ΙΙΙ,569)
Εκεί, για να εξιστορήσει ο Βιργίλιος το γνωστό επεισόδιο της σπηλιάς με τον Οδυσσέα και τον Κύκλωπα, δημιουργεί ένα σύντροφο των Ελλήνων που αποξεχάστηκε στη σπηλιά και ο οποίος κάπως παραλλαγμένα τους εξιστορεί το επεισόδιο που ξέρομε από την Οδύσσεια. Ο τελευταίος χαρακτηρισμός, αν αναλογιστούμε και όλα τα προηγούμενα για τους Έλληνες, είναι μια ακόμα μπηχτή του χρεωφειλέτη ποιητή.
«Ξάφνου απ’ τα δάση αντίκρυ πρόβαλε σκέλεθρο απ’ την αχάμνια
αγνώστου αντρός όψη πρωτόφαντη με ντύματα κουρέλια.
Τα χέρια του ως ικέτης άπλωσε προς τις αχτές: Κοιτάμε
πάνω του η λέρα να σιχαίνεσαι, μ’ ακούρευτο κεφάλι,
αγκάθια συγκρατούν τα ρούχα του, μα στ’ άλλα Έλληνας ήταν».
Και αυτός είναι ένας ακόμη πειραχτικός χαρακτηριαμός του Βιργίλιου «at cetera Grajus» III, 594.