Οι γειτονιές μας οι παλιές...

on .

 Συνεχίζεται το σεργιάνι με τον αχώριστο φίλο το Λάμπρο, στην «Μικρή μας πόλη», όπου περνάμε και κάτι θυμόμαστε απ’ τα παλιά, τα ωραία Γιάννινα της εποχής εκείνης, με τα φτωχικά σπίτια και τις πλούσιες καρδιές.
Περιδιαβαίνοντας λοιπόν τις παλιές γειτονιές των ονείρων μας, βλέπουμε ότι αυτές δεν υπάρχουν, ελάχιστες έχουν απομείνει, να μας θυμίζουν τα περασμένα. Θυμάσαι Λάμπρο; Μοσχοβολούσαν γιουβέτσι τα κυριακάτικα πρωινά οι γειτονιές.
Πριν τη Θεία λειτουργία η νοικοκυρά πήγαινε το ταψί στο φούρνο με αρνί γιουβέτσι ή μοσχάρι που κόστιζε λιγότερο ή κοτόπουλο. Επιτέλους, ταψί με κρέας στο φούρνο έπειτα από δεκαετίες στέρησης. Μόνο για τις Κυριακές όμως, τις υπόλοιπες ημέρες τα Γιάννινα και κατ’ επέκταση η Ελλάδα έτρωγαν όσπρια, χόρτα, πολλά χόρτα, είτε ως βασικό γεύμα, είτε ως συμπλήρωμα για τις πιο εύπορες οικογένειες.
Τραχανάς και γιαούρτι από το «Ιδανικόν» στο πιάτο (μισή δραχμή η κουταλιά) τα βράδια δίπλα στο μαγειρείο του Ντίβα στο Κουρμανιό. Το μεσημέρι της Κυριακής όλα τα ραδιόφωνα στις γειτονιές ήταν συντονισμένα στα λαϊκά τραγούδια του κρατικού ραδιοφώνου.
Θυμάμαι τη διαφήμιση της COLUMBIA με τραγούδια - μνημεία του μουσικού μας πολιτισμού, με σουξέ της εποχής: «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», «Το καπηλειό», «Ηλιοβασιλέματα», «Τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή», «Μαντουβάλα», «Συ μου χάραξες πορεία». Μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι ασβέστη.
Φτώχεια, μιζέρια, κοινωνική αδικία που δεν την καταλαβαίναμε τότε, και μετανάστευση, υπήρξαν το έναυσμα και το υλικό για να γραφτούν ανεπανάληπτοι στίχοι, που αναφέρονταν στην απόγνωση και την περηφάνια του λαού μας. Πρωτοπόροι στο λαϊκό τραγούδι ο Καζαντζίδης και δημιουργοί Τσιτσάνης. Χατζηχρήστος, Χιώτης, Μητσάκης, Παπαϊωάννου. Στιχουργοί Ε. Παπαγιαννοπούλου, Βίρβος, Κολοκοτρώνης, Ζαμπέτας και τραγουδιστές Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Γκρέυ, Πάνου, Λύδια, Περπινιάδης, Ζαγοραίος, Διονυσίου, Δούκισσα, Βάνου, Σακελλαρίου.
- Θυμάσαι, λέω στον Λάμπρο, ήμασταν στο γήπεδο, έπαιζε ο Ατρόμητος με τον Αβέρωφ και πριν ξεκινήσει το ματς από τα μεγάφωνα ακούγαμε αυτά τα τραγούδια και εκεί ήταν η πρώτη φορά που ακούσαμε το τραγούδι «Συννεφιασμένη Κυριακή».
- Ναι μου λέει ο Λάμπρος, και μόλις έβαλε γκολ ο Ατρόμητος κάποιος θερμόαιμος σου πήρε το πηλίκιο και το πέταξε. Και από τότε άλλαξες ομάδα. Έγινες Αβέρωφ.
Σε κάθε γωνιά που περνάμε θυμόμαστε τι γινόταν τότε. Εκεί ήταν το μπακάλικο του Βακάλη στην Αβέρωφ, εκεί μας έστελναν οι δικοί μας, φτώχεια, βερεσέ και τεφτέρι αγοράζαμε τα είδη πρώτης ανάγκης, καλός ο Κυρ-Γρηγόρης, μας λυπόταν και μας έδινε γιατί οι γονείς μας ήταν φερέγγυοι.
Δίπλα στο ξενοδοχείο «Μητρόπολις» ο φούρνος του Παππά, απέναντι ο Αρμένος με τους καφέδες με τον καθισμένο σε αναπηρικό καροτσάκι γέροντα να καπνίζει ναργιλέ και δίπλα το βιβλιοπωλείο του Ν. Κωνή. Αξιολάτρευτος άνθρωπος, πράος, ήσυχος, μειλίχιος, εκεί αγοράζαμε τα βιβλία μας για το σχολείο.
- Θυμάσαι Λάμπρο το Αλφαβητάριο με τους Μίμη, Λόλα, Άννα και Έλλη, οι ήρωες στις μαθητικές κοινωνίες, δεν ήταν άλλοι από την εικόνα της κοινωνίας τότε σκιτσαρισμένη με λέξεις και εικόνες. Επίσης τους μύθους του Αισώπου, η Διάπλαση των Παίδων, Κλασικά Εικονογραφημένα και τόσα άλλα.
Σε κάθε βήμα μας κάτι θα ερχόταν κατά νου. Πέρα από τις γειτονιές, σε κάθε γωνιά θυμάμαι ήταν και οι γραφικοί και αγαπητοί πλανόδιοι μικροπωλητές, που εξαφανίστηκαν μαζί με τις γειτονιές.
Στις γειτονιές που κάποτε ηχούσαν οι φωνές του παγωτατζή με το ποδήλατο και το καροτσάκι, του πλανόδιου γαλατά, του γανωτή, του παπλωματά, του παγοπώλη, του μανάβη με το κάρο, του ψαρά, του σαλεπιτζή, του εφημεριδοπώλη, του καστανά έχουν σιγήσει πια.
Επιχείρησα μια επαναπροσέγγιση στη πόλη, στην οποία ζούμε και στην οποία πολλά άλλαξαν, πολλά μετακινήθηκαν, λησμονήθηκαν, καταργήθηκαν και λίγα διατηρήθηκαν.
Το παρελθόν, η ιστορία μας, οι αναμνήσεις και οι παραδόσεις μας δεν αποτελούν ένα πνευματικό μουσείο για ευλαβείς και περίεργους επισκέπτες. Είναι η ταυτότητά μας, η ζωή μας, που πρέπει να τη ζούμε με συνέχεια και συνέπεια.
Η ζωή μας δεν είναι ποτέ, ούτε τόσο όμορφη, ούτε τόσο άσχημη, όσο φανταζόμαστε. Είναι όμως το μόνο που έχουμε και είναι στο χέρι μας να κάνουμε όσα νομίζουμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε.
(Μέτσοβο)