Να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα!

on .

 Ως σύμβολο της «ΑΚΕΡΑΙΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ» -που ήταν και το όραμά του- και της εποχής του, έφυγε, τις προάλλες, από κοντά μας ο Μίκης Θεοδωράκης.

Είχε κάνει, πριν από οχτώ χρόνια, δημόσια, διαπιστώσεις για μια κοινωνία θρυμματισμένη και για ένα λαό που δεν τον αφήνουν, παρά «τη συμβολή του και τις θυσίες του στο βωμό της Ελευθερίας, να εκμεταλλευθεί και να αναδείξει με τις ανεξάντλητες δυνάμεις του, όχι μόνο το φυσικό μας πλούτο, αλλά κυρίως τον ανθρώπινο στους κρίσιμους τομείς της Κοινωνίας και του Πνεύματος».
Έδειξε, με τα λόγια του και με τα έργα του πως η ζωή του ανθρώπου δεν είναι μονάχα γνωστική ενέργεια που οπωσδήποτε καταξιώνει τη ζωή και σε βοηθάει να αποκαλύψεις την αλήθεια, αλλά είναι ταυτόχρονα και ποιητική ενέργεια που εκδηλώνεται με την τέχνη. Ό,τι είναι τα μαθηματικά για τη φυσική επιστήμη είναι και η τέχνη για τη ζωή. Με την τέχνη ο άνθρωπος μορφώνει καλλιτεχνήματα όμοια με τον εαυτό του και μέσα σ’ αυτά βρίσκει το νόημα της ζωής του.
Τέτοια ακριβώς καλλιτεχνήματα είναι και τα τραγούδια του Θεοδωράκη, μέσα από τα οποία μας στέλνει το μήνυμά του: «Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα». Αυτό σημαίνει πρώτα, ως πολίτες να απαλλαγούμε από την παγιωμένη αντίληψη της εξυπηρέτησης των προσωπικών μας συμφερόντων σε βάρος του κοινού συμφέροντος και να κατανοήσουμε πως δεν είμαστε άτομα μεμονωμένα, αλλά ενεργά μέλη του κοινωνικού συνόλου από το συμφέρον του οποίου εξαρτάται και το δικό μας συμφέρον.
Διατηρεί ακόμα και σήμερα την επικαιρότητά της η επισήμανση που γίνεται από τον Περικλή στον Επιτάφιό του, με την οποία θεωρεί «τον μη των τοιούτων -των κοινών- μετέχοντα, ουκ απράγμονα ηγούμεθα είναι, αλλά αχρείον». Η περίπτωση των εμβολίων που απασχολεί σήμερα την ελληνική κοινωνία, όχι μόνο με τους δημόσιους λειτουργούς που αρνούνται να εμβολιαστούν, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία των συνανθρώπων τους, τους οποίους είναι ταγμένοι να εξυπηρετούν, όσο, προπάντων, και με τα πλαστά πιστοποιητικά εμβολιασμού, δείχνει περίτρανα ότι πρέπει, ως πολίτες, «να υψωθούμε λίγο ψηλότερα».
Σημαίνει έπειτα ότι τα πολιτικά κόμματα που διαφεντεύουν τούτο τον τόπο πρέπει να ακολουθήσουν τη συνταγματική επιταγή, σύμφωνα με την οποία «η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Και για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα τα ίδια να είναι δημοκρατικά οργανωμένα και πάνω απ’ όλα να απαλλαγούν από την πολιτική υποκρισία που τα χαρακτηρίζει, με το να κατηγορούν ως αντιπολίτευση τα άλλα κόμματα για πράγματα που έκαναν τα ίδια ή που ήξεραν ότι θα κάνουν, αν έρθουν στην εξουσία.
Δύο παραδείγματα είναι αρκετά για να επιβεβαιώσουν του λόγου το αληθές: Ας θυμηθούμε την περίπτωση του σκοπιανού. Η τότε αντιπολίτευση και σήμερα κυβέρνηση διερρήγνυε τα ιμάτιά της για τη συμφωνία με τα Σκόπια ενώ ήξερε ότι, αν και όταν έλθει στην εξουσία, θα την εφαρμόσει, γιατί την είχαν επιβάλει οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση, για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Και, όπως είπε έμπειρος πολιτικός που είχε ζήσει την περίπτωση του Γεωργίου Παπανδρέου με τον πρόεδρο Τζόνσον, σχετικά με το Κυπριακό και το Σχέδιο Άτσεσον, «όποιος πει όχι στους Αμερικανούς πρέπει να εγκαταλείψει την εξουσία».
Ας θυμηθούμε επίσης το πρόσφατο παράδειγμα, με την υπουργοποίηση του ΕλληνοΚύπριου πολιτικού Στυλιανίδη: Ξεσηκώθηκε η μείζων και η ελάσσων αντιπολίτευση, ενώ ήξεραν ότι το ίδιο είχε γίνει στο παρελθόν με το Γιάννο Κρανιδιώτη από το ΠΑΣΟΚ και κάτι παρόμοιο είχε γίνει με τον Ελληνοαμερικανό Δημ. Παπαδημητρίου και τη σύζυγό του Ράνια Αντωνοπούλου, που έγιναν υπουργοί επί ΣΥΡΙΖΑ.
Εδώ, όπως αντιλαμβάνεστε, δεν αρκεί «να υψωθούμε λίγο ψηλότερα», όπως μας συμβουλεύει ο Μίκης Θεοδωράκης, αλλά χρειάζεται να υψωθούμε πολύ ψηλότερα.