Έχει και ο θάνατος δικιά του Δικαιοσύνη!

on .

Ο τελευταίος από τους Μεγάλους έφυγε. Και τώρα όλοι οι Έλληνες αισθάνονται σαν να έχασαν το δάσκαλο, τον καθοδηγητή, τον εκφραστή, την ίδια τους την ψυχή. Γιατί ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν πλασμένος με τα πιο γνήσια και καθαρά υλικά της φυλής μας. Με το έργο του και με τους αγώνες του ανέβηκε σε ψηλές κορυφές και από εκεί μπορεί να προστατεύει την πατρίδα και να κρατάει άγρυπνη τη συνείδηση των Ελλήνων για δύσκολες καταστάσεις. Τώρα καταλαβαίνουμε ότι ορφανέψαμε,

αφού με το θάνατο του Θεοδωράκη κλείνει ο κύκλος των διαλεχτών ανθρώπων που τίμησαν τις τέχνες, το λόγο και την πολιτική.
Ποιος σήμερα πολιτικός ή ποιος άνθρωπος γενικότερα του στοχασμού και της τέχνης απόμεινε για να εμπνέει τον Έλληνα, να συνεγείρει συνειδήσεις και να ανοίγει δρόμους καινούριους για αγώνες, για οράματα και για υψηλές ιδέες; Ευτύχημα για την Ελλάδα που ο Θεοδωράκης άφησε ως παρακαταθήκη και ως πρόσταγμα το τραγούδι του «τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις», οπότε εμείς οι ζωντανοί μπορούμε και πρέπει να αισιοδοξούμε και να αντλούμε δυνάμεις από τις ρίζες της φυλής μας, από την ιστορία μας και από τους μεγάλους προγόνους.
Η ζωή δείχνει ότι όλοι πεθαίνουμε και ο θάνατος βάζει τον καθένα στο σκαλί που ορίζουν οι νόμοι της αιώνιας δικαιοσύνης. Και έτσι ο άνθρωπος μαθαίνει να ακουμπάει στις απόλυτες αξίες και να νιώθει άλλοτε δικαιωμένος και άλλοτε ένοχος για τις παραβάσεις του δικαίου, οπότε ο φόβος και η αγωνία να τον συνοδεύει για την μετά θάνατο υστεροφημία του.
Και πράγματι αποτελεί αξίωμα ηθικό και φιλοσοφικό ότι ο θάνατος του ανθρώπου αποκαθιστά τη δικαιοσύνη και στεριώνει την παγκόσμια αρμονία. Η καθολικότητα αυτού του αξιώματος επιβεβαιώνεται σε μας σήμερα από το θάνατο δύο προσώπων που το καθένα είχε τη δικιά του ιστορία και επωνυμία. Αναφέρομαι στον Θεοδωράκη και στον Τσοχατζόπουλο.
Εκτιμώ πως ο θάνατος των δύο μας βοηθάει να κατανοήσουμε ότι κάθε άνθρωπος με το θάνατό του αναμετριέται με την ιστορία. Έφυγε ο Θεοδωράκης και όλος ο κόσμος τον υμνολογεί για το πόσο ωφέλησε την Ελλάδα και για τη μεγάλη κληρονομιά που αφήνει στην πατρίδα. Γιατί όλοι διακρίναμε τα βαθύτερα κίνητρα του Θεοδωράκη σε όλες τις δράσεις του. Ενεργούσε πάντα πρώτα ως Έλληνας και με υπακοή στη φωνή του καθήκοντος. Στεκόταν όρθιος στο μετερίζι του Έθνους και του χρέους. Ήθελε να είναι χρήσιμος στην Ελλάδα και όχι υποταγμένος στις προσωπικές του ιδέες. Γι’ αυτό και πολλοί διαφωνούσαμε βλέποντας να παραβιάζει τα πιστεύω του και τις ιδεολογικές του κατευθύνσεις.
Υπενθυμίζω δύο σημαντικές παρεμβάσεις που έδειξαν τον γνήσιο πατριωτισμό και την ωριμότητα του Θεοδωράκη. Το 1974, αν και κομμουνιστής, ζήτησε από τον λαό να στηρίξει τον Καραμανλή με τη φράση «Καραμανλής ή τανκς». Πολλοί «δημοκρατικοί» τότε αντέδρασαν, αλλά γρήγορα αποδείχτηκε ότι είχε απόλυτο δίκιο για το καλό της δημοκρατίας και γενικότερα της χώρας.
Μήπως δεν αντέδρασαν πολλοί από τους φερόμενους ως «προοδευτικούς» όταν βγήκε μπροστά και καταδίκασε τη Συμφωνία των Πρεσπών, λέγοντας ότι «η Μακεδονία είναι μία»; Δικαιώθηκε ο Θεοδωράκης και στις δύο προτροπές και γι’ αυτό σήμερα ο κόσμος νιώθει ορφανός και εκφράζει με κάθε τρόπο την ευγνωμοσύνη του.
Αντίθετα, τι σκέφτεται ο κόσμος για το θάνατο του Τσοχατζόπουλου; Ποια θα είναι η υστεροφημία του; Μάλλον η λήθη έχει ρίξει κι όλας λίθους στο έργο και στην ιστορία του. Ο πρώτος σ’ όλη τη ζωή του πρόταξε την προσφορά, την αξιοπρέπεια, την ιστορία, το Έθνος, την Ελλάδα, ενώ ο δεύτερος με μεγάλα λόγια σκέπαζε το πάθος για χρήμα, για δόξα, για εξουσία και πάντα σε βάρος του λαού.
Αθάνατοι μένουν εκείνοι που ωφέλησαν το λαό, όπως ο Σωκράτης, ο Αριστοτέλης, ο Φειδίας, ο Θεμιστοκλής, ο Κολοκοτρώνης, ο Αιτωλός ο Κοσμάς, ο Ρήγας, ο Μακρυγιάννης και τόσοι άλλοι.
Ας έχουμε λοιπόν κατά νου τα λόγια του Σεφέρη: «εμείς που ξεκινήσαμε για το προσκύνημα τούτο, κοιτάξαμε τα σπασμένα αγάλματα, ξεχαστήκαμε και είπαμε πως δε χάνεται η ζωή τόσο εύκολα, της έχει ο θάνατος δρόμο ανεξερεύνητο και με δικιά του δικαιοσύνη».