Η φωνή της Ρωμιοσύνης...

on .

 «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα», είχε δηλώσει ο Άγγελος Σικελιανός προπέμποντας τον Κωστή Παλαμά στην τελευταία του κατοικία. Και σήμερα ο Ελληνισμός αποχαιρετάει το Μίκη Θεοδωράκη, αυτή τη γνήσια φωνή της Ρωμιοσύνης και έναν από τους βασικούς εκπροσώπους του Οικουμενικού Ελληνισμού.
Με ήρωα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας μοιάζει ο Μίκης Θεοδωράκης. Υπήρξε, σε στιγμές δύσκολες για την πατρίδα μας, ένας «Προμηθέας Δεσμώτης», μια κυριαρχούσα μορφή, ένα πρωτεύον πρόσωπο, που ήθελε να ζήσει ελεύθερος και ακολούθησε γι’ αυτό μια ζωή επικίνδυνη, που εξυπηρετούσε μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη, που είναι η ανάγκη για δράση, για μια πράξη «σπουδαία και τελεία» -σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο Αριστοτέλης στην τραγωδία- η οποία επιφέρει τελικά την εθνική κάθαρση.
Γι’ αυτό κι’ όταν ακόμα η Ρωμιοσύνη πήγαινε «να σκύψει με το σουγιά στο κόκκαλο, με το λουρί στο σβέρκο», ο Μίκης -μαζί με το Ρίτσο- τραγουδούσε πως «Νάτη, πετιέται αποξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει». Ταυτόχρονα δε ακολουθούσε το δρόμο της δράσης, που ήταν γι’ αυτόν πραγματική απόλαυση της ζωής, καθώς του έδινε τη δυνατότητα να περάσει μέσα από τον πόνο με την ψυχή αλαφριά και να μεταβάλει την οδυνηρή, για τον ίδιο και τη Ρωμιοσύνη, ώρα σε ώρα γεμάτη ικανοποίηση, κατάλληλη να εφελκύσει το πνεύμα, να το γεμίσει με προσοχή και αναμονή, να θρέψει ολόκληρο τον ψυχικό του κόσμο, ώστε να δράσει ψυχικά και να ζήσει κατά τρόπο έντονο, γεγονός που του εξασφάλισε την παγκόσμια αναγνώριση.
Το διαπίστωσα στις μακρινές Φιλιππίνες, όπου βρέθηκα τη δεκαετία του 1970, λίγο μετά την πτώση της δικτατορίας. Η Φιλιππινέζα ξεναγός που είχε αναλάβει την ξενάγησή μας, με μόρφωση πανεπιστημιακή και με καλλιέργεια όχι ευκαταφρόνητη γύρω από τα κλασικά γράμματα της πατρίδας μας, την οποία μάλιστα είχε επισκεφθεί, δεν έπαυε, κάθε τόσο, να εκδηλώνει το θαυμασμό της για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, αυτόν τον παγκόσμιο πολιτισμό, όπως τον αποκαλούσε, του οποίου ο ανθρωπιστικός πυρήνας αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα όλων των πολιτισμών.
Όταν όμως τη ρωτήσαμε αν εξακολουθεί να θαυμάζει κάτι από τη σύγχρονη Ελλάδα -στο πολιτικό στερέωμα της οποίας μεσουρανούσαν εκείνη την εποχή ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής ως πρωθυπουργός και υποψήφιος πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ως πρώτος τη τάξει υπουργός της Κυβέρνησής του και φέρελπις αρχηγός της παράταξής του, και ο Ανδρέας Παπανδρέου ως αρχηγός του ΠΑΣΟΚ και υποψήφιος πρωθυπουργός- πήραμε την απάντηση:
Ναι, αγαπώ τη σημερινή Ελλάδα και θαυμάζω το Νίκο Καζαντζάκη, βιβλία του οποίου έχω στη βιβλιοθήκη μου και τα διαβάζω και το Μίκη Θεοδωράκη, δίσκους του οποίου έχω στη δισκοθήκη μου και τους ακούω. Φρόντισε μάλιστα κατά το αποχαιρετιστήριο δείπνο που είχαμε στην πατρίδα της, η ορχήστρα του ξενοδοχείου να παίζει, καθ’ όλη τη διάρκειά του, μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.
Και όταν πρόσφατα, το 2013, η Ακαδημία Αθηνών, κάπως καθυστερημένα, όπως δήλωσε ο τότε Γενικός Γραμματέας της, ανακήρυξε το Μίκη Θεοδωράκη επίτιμο μέλος της, εκείνος, παίρνοντας το λόγο κατά την τελετή της υποδοχής του επισήμανε:
«Όταν, κύριε πρόεδρε, πριν από χρόνια, στη συνεργασία μας στις Χοηφόρες, προσπαθούσαμε να αποδώσουμε τον ζόφο των στίχων του Αισχύλου για «της γενιάς το βαθύριζο κακό», για τα «πολυστέναχτα και αβάσταχτα δεινά», την «αιματόεσσαν πλαγάν», τον «πόνο που τελειωμό δεν έχει», «τη μια συμφορά» που έρχεται «κατά πάνω στην άλλη», δεν φανταζόμασταν ότι σήμερα -το 2013- τόσα χρόνια μετά, οι στίχοι αυτοί θα ήταν τόσο τραγικά επίκαιροι».
Μίλησε στη συνέχεια για έναν «πολυθρυμματισμό της Ελλάδας που ειδικά σήμερα έχει ξεπεράσει κάθε όριο και μας οδηγεί σταθερά στο να γίνουμε ένας λαός χωρίς Πατρίδα», διατύπωσε δε το Όραμα: «Η Ελλάδα να γίνει η Ελβετία του Πολιτισμού και της Ειρήνης. Με σύμβολα την Ακρόπολη των Αθηνών, Παγκόσμιο Σύμβολο Πολιτισμού, την Ολυμπία και τους Δελφούς, παγκόσμια σύμβολα της Συναδέλφωσης μεταξύ των Λαών και της Ειρήνης. Πιστεύω ότι ήρθε ο καιρός να αναγνωρίσει έμπρακτα η διεθνής κοινότητα τον ιστορικό ρόλο της Ελλάδας στη διαμόρφωση του Παγκόσμιου και πιο ειδικά του Δυτικού Πολιτισμού, καθώς και τη συμβολή και τις θυσίες του Λαού μας στο βωμό της Ελευθερίας».
Αυτή δε την πίστη του τη δικαιολόγησε με το γεγονός ότι «η Ελευθερία που μας παρέδωσαν οι αγωνιστές του 1821 δεν κατόρθωσε επί δύο σχεδόν αιώνες να στεφθεί με την απόκτηση της πλήρους Εθνικής Ανεξαρτησίας».
Πρόκειται για μια γνήσια φωνή της Ρωμιοσύνης, για ένα βασικό εκπρόσωπο του Οικουμενικού Ελληνισμού, που έχει το θάρρος να επισημάνει -συμφωνώντας με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο- ότι «η σύγχρονη Ελλάδα έγινε από τις εξαιρέσεις της», και ότι πρέπει να αποκτήσει τη μορφή της «ΑΚΕΡΑΙΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ», καλώντας «όλους τους πολίτες σε μια γιγαντιαία προσπάθεια να γίνουν αντάξιοι αυτής της ΑΚΕΡΑΙΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, πριν να είναι αργά».