Το βαθύτερο νόημα της Επαναστάσεως του ‘21

on .

 Τιμούμε τα 200 χρόνια του Αγώνα των Ελλήνων υπέρ της ανεξαρτησίας. Δεν μας λείπουν βέβαια οι πολεμικές λεπτομέρειες και η έκβαση των μαχών. Όμως, χρειάζεται να μάθουμε την αντίληψη του πνεύματος της Ελληνικής Επαναστάσεως, την κατανόηση της μεταμόρφωσης που συντελέστηκε στις ψυχές των αγωνιστών σ’ εκείνα τα χρόνια και τη γνωριμία με τα πνεύματα και τις ψυχές που μπόρεσαν να αισθανθούν την ελευθερία ως πραγματικότητα της ζωής τους. Η Γαλλική Επανάσταση στηρίχτηκε στο τρίπτυχο «Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφότητα». Με το τρίπτυχο αυτό έθρεψε για δεκαετίες τους λαούς. Στο τέλος, όμως, με γοργό ρυθμό και μετά από επώδυνη κύηση, επικράτησε μια μόνο αξία. Η αξία της Ελευθερίας ως πολιτικής πράξης. Και τούτο διότι η Ελευθερία ως ιδανικό και ως διεκδίκηση ταυτίζεται με τη φύση και την ψυχή του ανθρώπου.

Σ’ αυτή την εποχή που κυοφορούνταν παγκόσμιες εξελίξεις και ανασυντάσσονταν ο κόσμος, εξερράγη η Ελληνική Επανάσταση. Και απέδειξε κάτι που είχε λησμονηθεί μετά τη συγκρότηση της «ιεράς Συμμαχίας». Το κάτι αυτό είναι η αιώνια αλήθεια ότι δεν υπάρχουν ακλόνητα καθεστώτα. Όσο περισσότερο αυταρχικά είναι, τόσο περισσότερο εύθραυστα. Κανένας δεν φανταζόταν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα νικιόταν από μια φούχτα ραγιάδων. Αλλά οι ραγιάδες αυτοί ήταν Έλληνες. Και στο τέλος πίστεψαν και αυτοί ότι δεν ήταν ραγιάδες. Για να πραγματοποιηθεί όμως το «ποθούμενο» χρειάστηκαν τέσσερις αιώνες αγωνίας και ψυχικής εξουθένωσης. Γιατί η περίοδος της Τουρκοκρατίας είναι η ιστορία μιας τραγωδίας, αλλά και ένα δίδαγμα ελευθερίας, ένα σκληρό μάθημα που το ακριβοπλήρωσαν με αίμα και δάκρυα οι αλλεπάλληλες γενιές των Ελλήνων.
Όμως, μέσα από το σκοτάδι της ταπείνωσης και της καταφρόνιας, της ηθικής και πνευματικής κατάρρευσης, του ανελέητου κυνηγητού του σκλάβου ραγιά, αφυπνίζεται η εθνική συνείδηση, αρχίζει να ανασυντάσσεται και να οργανώνεται ο νεοελληνικός κόσμος.
Οι πυρήνες των μαχητικών δυνάμενων είναι οι αρματολοί και οι κλέφτες. Οι ανυπότακτοι αυτοί άντρες απετέλεσαν τη «μαγιά της λευτεριάς». Εκεί επάνω στα βουνά γίνεται μια φυσική επιλογή των Ελλήνων, δημιουργούνται οι πρώτες δυνάμεις που ομόθυμα αργότερα θα αποτελέσουν τον στρατό της Επαναστατημένης Ελλάδος.
Και το φοβερό χτύπημα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήρθε. Τη στιγμή που το Έθνος σύσσωμο σήκωνε το λάβαρο της Ανάστασης μετά από τετρακόσια χρόνια εθνικού θανάτου. Τις ώρες που ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογούσε τη σημαία της Εθνικής Αναγέννησης, τη στιγμή που ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, με της μαρτυρικής θυσίας το αίμα του, αντί για ανάμα, κοινωνούσε την Ελλάδα, απ’ αυτή τη στιγμή είχε συντελεστεί το μεγάλο θαύμα.
Σκέψεις, λαχτάρες, ανημποριά και κούραση, μικρόψυχες βιοτικές επιθυμίες, έγιναν ξαφνικά θέληση, δύναμη, ανάταση. Έγιναν απόφαση: Να βγουν νικητές ή να πεθάνουν. Άγρια η τόλμη του Γένους, καταπληκτική η ωρίμανσή του, απαρασάλευτη η πίστη και η αισιοδοξία του για την έκβαση του Αγώνα. Κατάφεραν με εσωτερική διεργασία, τον πηλό που κοχλάκιζε μέσα τους, να τον κάμουν ανθρώπινο ήθος και πνεύμα. Με άλλα λόγια κατάφεραν να αγιάσουν.
Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο. Η νίκη πολλές φορές διακυβεύτηκε από τις συνηθισμένες αθλιότητες των φρικτών ελαττωμάτων μας. Το γεγονός όμως μένει. Και είναι το αποτέλεσμα. Ύστερα από θυσίες αμέτρητες, από ηρωισμούς υπεράνθρωπους, από ολοκαυτώματα ψυχών και σωμάτων, η Ελλάδα απέκτησε την Ελευθερία της. Και στην ιστορία, όπως και στη ζωή, «τα στερνά τιμούν τα πρώτα».
***
Ο ξεσηκωμός του ’21 πρόσφερε στην ιστορία της Ευρώπης αρχικά και του κόσμου έπειτα και μια άλλη έννοια: Τον Πατριωτισμό.
Η νέα όμως έννοια ήταν ασαφής. Χρειαζόταν για να γίνει κτήμα των νέων καιρών, απτό και αδιάβλητο παράδειγμα. Χρειαζόταν ακόμη οικοδόμηση μιας ιδέας, μιας πίστης, ενός φλογερού σήμαντρου, που να συναρπάζει την ψυχή των λαών, να ενώνει και όχι να χωρίζει. Και αυτή την έννοια την έδωσαν στον κόσμο οι Έλληνες. Ο Πατριωτισμός είναι προνόμιο εκείνων των λαών που είτε είναι έθνη ή κράτη είτε όχι, έχουν την δικαιολογημένη συνείδηση ότι πηγάζουν από μια μακραίωνη ιστορία και την ιστορία αυτή τη συνεχίζουν. Άλλοι λαοί δημιουργούν εκ των υστέρων μια τέτοια πίστη που τους κεντρίζει στη δημιουργία.
Ο ελληνικός λαός γνωρίζει ότι δεν χρειάζεται να εφεύρει «εκ των υστέρων», γιατί έχει παρελθόν, δηλαδή ιστορία, ότι συνδέεται με αυτή και ότι τη συνεχίζει. Στο δρόμο αυτής της ιστορίας, αυτής της πίστης, ύψωσε το λάβαρο της ανταρσίας κατά του δυνάστη του.
Στο όνομα ακόμη αυτού του πατριωτισμού και στη μακρινή αρχαιοελληνική φωνή δημιουργήθηκε ο φιλελληνισμός.
Πράγματι, αυτή η φωνή του χθες, μαζί με τους ηρωισμούς και τις εκατόμβες των μαχητών συνεπήρε τις ψυχές ευγενικών παιδιών της Ευρώπης και της Αμερικής, έφεραν φλογερούς συμμαχητές και συνδρομητές στην Ελλάδα, δημιούργησαν θερμούς κήρυκες των εθνικών μας δικαίων και μετέτρεψαν ευνοϊκά την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και των κυβερνήσεών τους υπέρ των δικαιωμάτων του Ελληνισμού.
Όταν το 1821 εσήμανε η ώρα η μεγάλη της Ελλάδος, άνθρωποι και λαοί πρόσμεναν, με κρατημένη αναπνοή, τη βέβαιη συντριβή της δράκας των Ελλήνων, που αποτόλμησαν να υψωθούν αντιμέτωποι της γιγαντιαίας σε πλούτη, έκταση και δύναμη Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μάταια όμως! Τούτο το θαύμα δεν μετριέται με την κοινή λογική και ούτε αιτιολογείται με μέτρα ανθρώπινα. Οι αριθμητικοί υπολογισμοί, τα μέτρα τα ανθρώπινα και η κοινή λογική ισχύουν μόνο για την ύλη και για τα μεγέθη του υλικού κόσμου.
Η εθνεγερσία του ’21 υπήρξε το εκρηκτικό συμπύκνωμα μιας δοξασμένης ιστορικής πορείας, τεσσερισήμισυ χιλιάδων χρόνων, που άστραψε και βρόντησε και γκρέμισε ό,τι φτηνό και καιρικό και ανάξιο, με δύναμη σεισμού, με την ορμή ηφαιστείου.
Η Ελληνική Επανάσταση δεν είναι ένα οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός που το μεγεθύνει η απόσταση του χρόνου και το λαμπρύνει η αίγλη του μύθου. Είναι η χειροπιαστή πραγματικότητα του πρόσφατου χθες, αλλά και του σήμερα και του αύριο της Ελλάδος.
Όταν γέροι κουρασμένοι ξεκινούν ώρες δρόμο πάνω σε επικίνδυνα κατσάβραχα, για να σου δείξουν τη σπηλιά του Κατσαντώνη, τα «ταμπούρια» του Καραΐσκου, τα «γιατάκια» των κλεφτών, δεν είναι τίποτε άλλο από τη μακραίωνη παράδοση του ιστορικού παρελθόντος, από την άγρυπνη συνείδηση της φυλής από τη ζωντανή και πάλλουσα συνείδηση του Έθνους.
Η υπεράνθρωπη δοκιμασία που κράτησε σε φοβερή αγωνία Έλληνες και Φιλέλληνες μετεωρίστηκε στο Μεσολόγγι. Το Μεσολόγγι δεν είναι μόνο πρώτο στην ψυχή της Ελλάδος. Στο Μεσολόγγι η Οικουμένη ερωτεύτηκε την ομορφιά του θανάτου, γιατί η σημασία τέτοιας ομαδικής θυσίας στην εθνική ρίζα του Έθνους ισοδυναμεί με σπερματική καταβολή. Και επειδή στη λεβεντιά η ζωή είναι θάνατος και ο θάνατος ζωή, ο αγώνας τους διδάσκει ότι η Ελευθερία μόνη της νικάει την τραγική μοίρα των θνητών.
Πασίγνωστο είναι και ιστορικά διακριβωμένο πως η Ελληνική Επανάσταση, το μεγαλειώδες κατόρθωμα του νεότερου Ελληνισμού, από το 1925 και μετά άρχισε να περνάει μια περίοδο κρίσης. Που θα πει μια περίοδο ωρίμανσης.
Μέχρι τότε ήταν η προπαρασκευή, το ανοργάνωτο, το αυθόρμητο, το επιμέρους κίνημα του ξεσηκωμένου ραγιά. Η βούληση. Τώρα γίνεται η συγκρατημένη κατεύθυνση. Η δράση. Την απειρία των πρώτων χρόνων διαδέχεται η συνετή πρακτικότητα, τον αυτοσχεδιασμό η οργάνωση. Την ενστικτώδη ορμή, η συνείδηση των δυσχερειών. Μ’ ένα λόγο την εφηβεία η άνδρωση. Είναι μια ωρίμανση που δεν πετροβολάει πια, αλλά βάζει υπεύθυνη πλάτη για να παραβιάσει τις πύλες του πεπρωμένου. Τότε είναι που ξεπρόβαλε ο Γέρος του Μωριά και αξιοποιήθηκε ιστορικά η άγια εμμονή του Αγώνα. «Όχι τα κλαριά να μας κόψεις, παράγγειλε στον Ιμπραήμ, όχι τα δέντρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνον πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, ημείς δεν προσκυνούμεν. Τι, τα δένδρα μας αν τα κόψεις και τα κάψεις, την γην δεν θέλει την σηκώσεις, και η ίδια η γης που τα έθρεψε, αυτή η ίδια η γη μένει δική μας και τα μετακάνει».
Ένα μικρό έπος φέγγιζε εκεί, στα κατάβαθα της ψυχής του καθενός τους και καμίνευε το κύτταρο της δημιουργικής τους μοίρας. Το ίδιο έπος φέγγιζε και στην ψυχή πολλών ηρώων: Του Αθαν. Διάκου, του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του Μάρκου Μπότσαρη. Πολιορκημένοι που έκαναν τη δική τους έξοδο καθώς ο καλόγερος Σαμουήλ στο Κούγκι, ο ηγούμενος Γαβριήλ στο Αρκάδι, ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι, ο γερο-Καψάλης στο Μεσολόγγι. Πολιορκημένοι όλοι τους, ελεύθεροι όμως μέσα στην έξοδό τους.
Πώς λοιπόν να κρυφτούν από τα μάτια μας, πώς να πεθάνουν τέτοιοι νεκροί; Μονάχα οι ζωντανοί λυγίζουν, εμείς μονάχα αλλάζουμε, εμείς γερνούμε και γινόμαστε άσχημοι. Εμείς μονάχα πεθαίνουμε. Οι νεκροί δεν γερνούνε ποτέ. Μένουν πάντοτε ζωντανοί. Αναδεύουν εντός μας, κυκλοφορούν κατακόκκινοι μέσα στις φλέβες μας και μας ελέγχουν με το προαιώνιο στόμα της φυλής για αφύπνιση, για εγρήγορση της ελληνικής μας πνευματικότητας, για ζεστότερη οικείωση της ηθικής ακτινοβολίας του παρελθόντος, για ανάδειξη του παραδείγματός τους σε καθημερινό βίωμα.
Όλοι οι Έλληνες παντού, όπου γωνία ελληνικής γης και παντού όπου συνείδηση χρέους, τελούν μνημόσυνα των αθανάτων.
Νεκροί ήρωες, πνεύματα αγνά, κοιμηθείτε ήσυχοι.
«Τον ύπνο σας κανένας δεν ταράζει.
Χλωρή πάντοτε η δάφνη σας σκεπάζει
κι ο τάφος σας στα στήθη μας χωρεί».