Εμποροπανηγυρικά τα χρόνια εκείνα...

on .

 Πέρασε η μεγάλη γιορτή της Μεγαλόχαρης δίχως πανηγύρια στα χωριά μας με πολλούς ξενιτεμένους που επέστρεψαν στις ρίζες τους. Επίσης η γιορτή του Πατροκοσμά και το πανηγύρι στη γιορτή τ’ Αϊ Γιαννιού στην Ανατολή.

Μικρό παιδί θυμάμαι, σε ένα πανηγύρι στην Ανατολή τους άρτι αφιχθέντες αδελφούς Χαλκιά από την Αμερική, ντυμένοι όλοι με κόκκινα κοστούμια στο πάλκο και στη μέση με το κλαρίνο ο αείμνηστος Τάσος Χαλκιάς. Θυμάμαι το μαγαζί ήταν γεμάτο κόσμο που ήθελαν ν’ ακούσουν την ξακουστή κομπανία.
Εκείνα τα χρόνια αλλά και μεταγενέστερα το μεγάλο γεγονός στα Γιάννινα ήταν η έναρξη της εμποροπανήγυρης, αρχή Σεπτέμβρη. Γίνονταν στο ίδιο παραλίμνιο μέρος ανέκαθεν, πιθανόν και προπολεμικά και μέχρι πρόσφατα (τώρα δεν γίνεται πια εκεί, γιατί σιγά - σιγά φθίνει), θυμίζοντας εμφάνιση Τουρκοπάζαρου.
Ας σεργιανίσουμε λοιπόν μαζί, κατηφορίζοντας προς το Μώλο, ανακαλώντας στη μνήμη μας τις εποχές και τα χρόνια εκείνα, που ήμασταν νέοι και το παζάρι τότε ήταν πόλος έλξης μικρών και μεγάλων. Φτάνουμε στο Κουρμανιό στην πύλη του Κάστρου, θα θυμάστε πιστεύω όπου έκανε την τύχη του εκείνος με τα «πουλιά της τύχης». Από ράμφη φτερωτών έγγραφη σερβίρεται η «μοίρα» και μάλιστα ευνοϊκή. Οι αφελείς πανηγυριώτες πίστευαν σε αυτά που έγραφαν τα χαρτάκια και αγόραζαν ασταμάτητα. Με χριστιανικά τα ονόματα -οι έγκλειστοι του κλουβιού. Ηχηρά οι περιστερικοί ασπασμοί να τα αποθέτουν στα δόντια του κυρίου τους, ενώ οι πιστοί της ευπιστίας, αποθήκευαν τη χάρτινη τύχη της αυταπάτης στο πεπρωμένο τους.
Προχωρώντας στην οδό Καραμανλή, πριν το Μώλο, τα υπαίθρια βιβλιοπωλεία παρείχαν άφθονη την ψυχική τροφή, αρκεί να διαλέγαμε τον καλύτερο έντυπο λόγο, ανάλογα με τα πνευματικά ενδιαφέροντα του καθενός. Αν ξεσκονίσουμε λίγο τη βιβλιοθήκη μας θα βρούμε βιβλία που αγοράσαμε τότε, όπως: «Τα κατά συνθήκη ψεύδη», «Άνθρωποι και ποντίκια», «πόλεμος και ειρήνη», «ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες», «Δρ Ζιβάγκο»…
Φτάνοντας στο Μώλο, παίρνοντας τον αριστερό δρόμο προς το άγαλμα του Μαβίλη ( ποιός έδινε σημασία τις ημέρες αυτές στον ήρωα), βρίσκαμε το Λούνα Παρκ. Κούνιες αιωρούμενες και περιστροφικές, κυκλικοί σιδηρόδρομοι, βάρκες για κούνια για δύο άτομα. Κρίκοι που δεν πέφταν στους λαιμούς των φιαλών και των κύκνων. «Δέκα κρίκοι ένα τάληρο» να φωνάζει ο υπεύθυνος.
Τυχερά παιχνίδια δίχως τυχερούς. Οι σκοποβολές κι αυτές άστοχες από τα μη ευθύβολα όπλα. Παρών και ο Μασίστας, ο γνωστός Κουταλιανός, που «σίδερα μασάει», μα το τραγούδι λέει «στην κυρά του μπρος σούζα ο Κουταλιανός».
Ο περίφημος «γύρος του θανάτου» δέσποζε στο κέντρο του Λούνα Παρκ. Θυμάμαι τον τρόμο που βιώναμε όταν βλέπαμε τον μοτοσικλετιστή - κασκαντέρ να γυρίζει γύρω - γύρω. Μόλις περνούσε μπροστά μου θυμάμαι, έσκυβα το κεφάλι, γιατί φοβόμουνα αλλά και το χτυπούσα και καμιά φορά σκύβοντας.
Παρόντες και οι δυο «ζωολογικοί κήποι» με απόντες πολλές φορές τους τροφίμους που απεικόνιζαν. Όλη η πανίδα της ζούγκλας ζωγραφιστή και μέσα στο τσαντίρι μετρημένα τα θηρία.
Πώς ήταν δυνατόν να λείπει το «Μαντείο των Δελφών». Έδινε χρησμούς κι ωροσκόπια με την ασώματη κεφαλή του αόρατου ανθρώπου. Όλα γύριζαν στους κύκλους του συμφέροντος. Χαίρε αφέλεια και η παρέλαση όλων των ηλικιών και τάξεων συνεχιζόταν περίπου για μια βδομάδα του πρωτοφθινοπώρου.
Πιο πέρα στην ίδια πλευρά ζώα προς αγοραπωλησία. Θυμάμαι το 1958 που μετακομίσαμε στα Γιάννινα, οι γονείς μου πούλησαν στο παζάρι την αγελάδα μας την «κοκκίνω» με το χαρακτηριστικό «τσοκάνι». Το μεσημέρι εκεί που τρώγαμε ακούμε τον ήχο από το «τσοκάνι» της αγελάδας. Τρέξαμε στο παράθυρο και είδαμε την αγελάδα μας να την τραβάει το νέο της αφεντικό κι εκείνη ν’ αντιστέκεται. Το τι κλάμα κάναμε δεν λέγεται! Άλλα χρόνια τότε, αγνά, τα διαβάζει σήμερα ο σύγχρονος άνθρωπος και του δημιουργεί θυμηδία. Αλλάξανε οι εποχές.
Εκεί και οι καντίνες, πρόχειρες, υπαίθριες ταβέρνες, με κοκορέτσια, αρνιά στη σούβλα, γαρδούμπες, κεμπάπ και ποτά, μέσα σε σιδερένια βαρέλια με τις κολόνες πάγου να είναι παγωμένα, όπως επίσης και το μαλλί της γριάς, καλαμπόκια, ξηροί καρποί, γλειφιτζούρια, παγωτά στο τρίκυκλο ποδήλατο «είναι παγωμένο κι απ΄ τον Όλυμπο φερμένο» να φωνάζει ο παγωτατζής και για τους μερακλήδες ο αγοραίος έρωτας στο τελευταίο «κόκκινο σπιτάκι».
Στη δεξιά μεριά του Μώλου οι παράγκες με τα είδη ποδεμού, ρουχισμού, γυαλικά, κατσαρολικά, μαλλιά για γνέσιμο, «40 το μαλλί και μη τ’ ανακατώνεις», φωνάζανε σε όποιον άπλωνε το χέρι, βελέντζες, φλοκάτες, στρωσίδια μάλλινα σώβρακα φανέλες, σαμαροσκούτια, είδη προικός, κλίτσες, φλογέρες, απ’ όλα είχε ο μπαξές…
Σωρηδόν παρελαύνανε ασφυκτικά και συνωστισμένα τα πλήθη. Οι περισσότεροι αγοραστές με τα μάτια. Λίγοι ήταν αυτοί που κάνανε συναλλαγή με το πατροπαράδοτο τούρκικο παζάρι.
Πολυκοσμία μεγάλη. Αστοί και χωρικοί σε κοινή πορεία αντίστροφων ρευμάτων. Νέοι και νέες σε δεύτερο νυφοπάζαρο μετά το παραδοσιακό της κεντρικής Πλατείας, που η βόλτα αυτή έμεινε στην ιστορία της Μικρής μας Πόλης.
Κι’ όμως όλοι πηγαίναμε τότε στην εμποροπανήγυρη για φτηνές αγορές. Πηγαινοερχόταν η ανθρωποπλημμύρα μεταξύ των όχτων των παραπηγμάτων. Φωνές και κραυγές διαλαλητών, λόγω ανταγωνισμού διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, θόρυβοι μεγαφώνων «εδώ το καλό το πράμα», «η φτήνια τρώει τον παρά», «όλα ένα τάληρο, άστο κάτω κυρία μου αυτό κάνει δέκα», κομφούζιο, ξελαρυγγισμοί, οχλοβοή.
Βέβαια τα πανηγυρίσια πράγματα ήταν και πολλά σκάρτα: «ο γελάσας του γελάσαντος». Ότι άξιζε θυμάμαι που λέγανε ήταν η Γεωργοεκπαιδευτική έκθεση. Μία παρουσία πολιτισμού κι επιστήμης που κάθε χρόνο αποτελούσε στολίδι στην εμποροπανήγυρη δίπλα στη Λίμνη.
Αγαπητοί μου φίλοι, όσα θετικά και αρνητικά περιέγραψα, σχετικά με την εμποροπανήγυρη στα Γιάννινα, δεν το κρύβω, ήταν για μας πόλος έλξης και μάλιστα όλων των ηλικιών και τάξεων και το «παζάρι» όλοι το περιμέναμε αυτήν την εβδομάδα του πρωτοφθινοπώρου, πριν αρχίσουν τα σχολεία και έρθει ο χειμώνας.
Ήταν για μας μια διασκέδαση σαν η έκθεση Θεσσαλονίκης, γιατί «όσα δεν τα φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια».
Καλό Φθινόπωρο