Δημοσιογραφία και έλεγχος της εξουσίας…

on .

• Πριν μερικά χρόνια, δημοσιογράφος έγκριτης εφημερίδας πανελλαδικής κυκλοφορίας, κατάφερε να αποκτήσει όλα τα ντοκουμέντα που αφορούσαν τα γνωστά βοσκοτόπια στο θέμα της αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών.

Ο δημοσιογράφος ζήτησε υποστήριξη από δικηγόρο όσον αφορά την επεξεργασία των πληροφοριών που διέθετε, ο δε δικηγόρος χρειάστηκε και τη σύμπραξη συμβολαιογράφου.
Ο σκοπός του δημοσιογράφου στην προκειμένη περίπτωση ήταν η έγκυρη ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού με άσκηση κριτικής στις ενέργειες της τότε κυβέρνησης και η αποφυγή τυχόν ποινικών ευθυνών από στρεβλή παρουσίαση της πληροφορίας. Η διαχείριση της πληροφορίας αφορούσε και έγινε αποκλειστικά από τον δημοσιογράφο, η επεξεργασία της όμως απαιτούσε υποκείμενη υποστήριξη την οποία και αναζήτησε αυτός.
Αφορμή γι’ αυτόν τον σχολιασμό στάθηκαν δύο ανεξάρτητα και άσχετα μεταξύ τους δημοσιεύματα στον τοπικό τύπο.
1) Πριν λίγο καιρό δημοσιεύθηκε στον τοπικό ηλεκτρονικό τύπο σχόλιο δημοσιογράφου με αφορμή δημοσιεύματα που τέθηκαν υπόψη της εισαγγελικής αρχής για αξιολόγησή τους εάν τυχόν εκφεύγουν των άκρων ορίων συνταγματικών επιταγών. Ο δημοσιογράφος ζητούσε να πάρουν θέση οι «πολιτικές δυνάμεις της περιοχής», όπως τις αποκαλεί, «με ξεκάθαρη καταγγελία κάθε προσπάθειας εκφοβισμού του τοπικού Τύπου και παρακώλυσης του ελέγχου του», ζητούσε, εν ολίγοις την προστασία του δημοσιογραφικού λόγου από τις «πολιτικές δυνάμεις», με «λευκή επιταγή» μάλιστα, ανεξαρτήτως, δηλαδή, τί γεγονότα ή ιδέες διαδίδει και πώς εκφράζεται ο δημοσιογράφος.
Είναι γνωστό ότι η ελευθεροτυπία προστατεύεται από το Σύνταγμα. Η συμβατότητα ενός δημοσιεύματος με τα άκρα όρια ανοχής της δημόσιας έκφρασης κρίνεται, όπως άλλωστε και κάθε άλλη συμπεριφορά, από την δικαιοσύνη. Δεν υφίσταται κάποια ιδιότυπη ασυλία του δημοσιογραφικού λόγου που δεν πρέπει να ελέγχεται.
Μάλιστα στην προκειμένη περίπτωση, καλούντο σε ‘προστασία’ αυτοί τους οποίους ‘ελέγχει’ ο δημοσιογράφος δια της ασκήσεως δημόσιας κριτικής. Ακούγεται, αν δεν είναι, σουρεαλιστικό. Πόσο αδέσμευτη θα είναι εν συνεχεία η γνώμη του δημοσιογράφου για τους πολιτικούς ‘προστάτες’ του και μάλιστα επιλεκτικά για όσους παράσχουν και για όσους δεν παράσχουν ‘προστασία’; Μήπως τελικά αυτή η ‘πρόσκληση’ για παρέμβαση υποδηλώνει ‘μη συμβατή’ σχέση δημοσιογράφου – πολιτικού;
Πέραν βεβαίως του γεγονότος ότι μια τέτοια δημοσίως εκπεφρασμένη άποψη εμπεριέχει και ένα υπερβατικό στοιχείο. Εάν επιληφθεί η δικαιοσύνη, τότε πώς μπορούν να παρέμβουν οι «πολιτικές δυνάμεις της περιοχής» στις αρμοδιότητες της δικαστικής εξουσίας; Η διάκριση των εξουσιών έχει θεσμοθετηθεί από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Εάν αυτές τις βασικές διακρίσεις τις αγνοεί ο δημοσιογράφος, το πρόβλημα δείχνει να είναι εγγενές.
2) Προ ημερών, δημοσιευθέν άρθρο (με συνεχιζόμενη παραφιλολογία) απέδιδε ανύπαρκτες ευθύνες στην Περιφερειακή Αρχή για τις συνθήκες εργασίας και αμοιβής των εργατών γης.
Το νομοθετικό πλαίσιο διασφαλίζει πλήρως αυτή την κατηγορία των εργαζομένων. Εάν πάσχει, πάσχει η εφαρμογή του από τους εργοδότες.
Αυτό το ζήτημα, εφόσον υφίσταται, [οφείλει να] το αναδεικνύει πρωτογενώς στην πραγματική του διάσταση το συνδικαλιστικό κίνημα, ο δε δημοσιογράφος το προβάλλει, με πραγματικά όμως στοιχεία και όχι με υποθέσεις. Υποθέσεις, που εν προκειμένω στόχευαν στην άσκηση κακοπροαίρετης κριτικής με την απόδοση ανύπαρκτων ευθυνών.
Εξάλλου είναι απορίας άξιο, για ποιό λόγο θα πρέπει να ενοχλείται κανείς από αυτή τη μορφή εργασίας, που ανεξαρτήτως της επικράτησης στην καθομιλουμένη του όρου «νοικιασμένοι εργάτες», συνιστά απασχόληση με άμεσο και έμμεσο εργοδότη, όπως ορίζεται από Διεθνή Σύμβαση Εργασίας. Ας σημειωθεί ότι είναι ευρέως διαδεδομένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως σε χώρες με πλούσιο βιομηχανικό παρελθόν και ιστορική παράδοση στον συνδικαλισμό, άλλως πως με ρωμαλέο εργατικό κίνημα (λ.χ. Πολωνία).
Ειδικά δε όσον αφορά τους εργάτες γης, βοηθά τα μάλα, αφού λόγω της απαίτησης των συνεχών μετακινήσεων και της απασχόλησης σε διαφορετικούς εργοδότες, ανάλογα με τις εποχές συγκομιδής των προϊόντων γης, αυτονοήτως δεν είναι εύκολη σε ατομική βάση η απευθείας εξεύρεση εργασίας σε διαφορετικές περιοχές της χώρας όλες τις εποχές του χρόνου.
Συμπερασματικά, η ανάδειξη ενός ζητήματος με προέχουσες νομικές διαστάσεις δεν μπορεί να γίνεται ευκαιριακά από τον δημοσιογράφο, επί σκοπώ απόδοσης ανύπαρκτων ευθυνών στις τοπικές αρχές, γιατί ταυτόχρονα συνιστά και παραπληροφόρηση του αναγνωστικού κοινού.
Πολλά χρόνια πίσω, ερωτηθείς επί του τύπου Υπουργός, πότε η (τότε) ΕΡΤ θα γίνει BBC, απάντησε αφοπλιστικά: όταν οι Έλληνες θα γίνουν Άγγλοι.
Οι Έλληνες ούτε χρειάζεται, ούτε μπορούν, ούτε πρέπει άλλωστε να γίνουν Άγγλοι. Έχουν δική τους ταυτότητα. Αυτή πρέπει να διαφυλαχθεί και να μην εκφυλίζεται. Σε αυτό συμβάλλει και ο δημοσιογραφικός λόγος που αποστολή του είναι η πληροφόρηση και η σύμπραξη στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.. Γι’ αυτό και η άσκηση κριτικής στην κάθε είδους εξουσία από τον δημοσιογράφο, οφείλει να είναι απαλλαγμένη από προσωπικά πάθη και εξαρτήσεις και κυρίως να γίνεται χωρίς ‘μυωπικά’ ή ‘χρωματιστά’ γυαλιά. Γιατί στην τελευταία περίπτωση προσομοιάζει με διατεταγμένη υπηρεσία.