Μια κορδέλα μοναχή στο μανταλάκι…

on .

Αφορμή πήρα από την προκλητική επίσκεψη του Ερντογάν στην Κύπρο και τα Βαρώσια.

Από μικρό παιδί ακόμα θυμάμαι τις προκλήσεις των Τούρκων απέναντι στην πατρίδα μας και, όπως λέει ο λαός μας, «ο κακός χρόνος περνάει, ο κακός γείτονας όχι». Είμαστε η μοναδική χώρα στα Βαλκάνια που μια ζωή έχουμε να αντιμετωπίσουμε αυτούς τους βαρβάρους, να αναγκαζόμαστε να ξοδεύουμε για εξοπλισμούς για να τους αντιμετωπίσουμε σε τυχόν σύρραξη ή και να βάζουν το δάχτυλο και οι μεγάλες δυνάμεις να μας πουλάνε εξοπλισμούς.
Μου ήρθαν στη μνήμη η Μικρασιατική καταστροφή και το ολοκαύτωμα της Σμύρνης, όπου καταγράφονται απάνθρωπες σφαγές αμάχου πληθυσμού που χαρακτηρίζουν τον πολιτισμό, την ωμότητα στη συμπεριφορά του σφαγέα και την απανθρωπιά του περιστασιακά ισχυρότερου.
Λεηλασίες, καταστροφές και εμπρησμοί, αιχμαλωσίες ανηλίκων και γυναικών για τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, βιασμοί και παντός είδους εγκληματικές πράξεις γενοκτονίας συνέθεσαν το σκηνικό της τουρκικής συμπεριφοράς απέναντι στον ελληνικό πληθυσμό.
Ακόμη και τα μνημεία που επικαλούνται σήμερα οι Τούρκοι που άφησαν στα εδάφη που είχαν σκλαβώσει, δεν είναι μνημεία πολιτισμού αλλά τάφοι και αποκαΐδια.
Δεν θα επιχειρήσω καμιά ωραιοποίηση, γιατί δεν μπορεί να μειώσει τη φρίκη των τουρκικών εγκλημάτων που διαπράχθηκαν για δήθεν αντίποινα εναντίον επαναστατημένων Ελλήνων. Θα αναφερθώ σε απλούς ανθρώπους Έλληνες αλλά και Τούρκους που συμβίωναν επί χρόνια φιλήσυχα και αρμονικά για να εξάρω το ελληνικό μεγαλείο και, όπως λέει και το τραγούδι, «Εγώ Χριστό και συ Αλλάχ, όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ».
Η καταστροφή της Σμύρνης έμελλε να αλλάξει το σκηνικό στην πατρίδα μας με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Ερχόμενοι οι Σμυρνιώτες, ως πρόσφυγες, μας έδωσαν πολλά, στον τρόπο ζωής καθώς και στην ανάπτυξη της γεωργίας…
Ας μεταφερθούμε έτσι νοερά στο χρονικό διάστημα εκείνο σ’ ένα χωριό της ελληνικής υπαίθρου, πλούσιο σε χωράφια και ζωντανά. Ήταν οι ημέρες εκείνες που «στοιβάζονταν» οι πρόσφυγες της Σμύρνης ανά την επικράτεια κι από την άλλη οι Τούρκοι μάζευαν το βιός τους να φύγουν.
Τους Έλληνες εκεί τους είχανε εκδιώξει με τη βία, ενώ εμείς τους Τούρκους τους αφήναμε να μαζέψουν τα πράγματά τους με την ησυχία τους και τους στέλναμε με κάθε μέσο της εποχής, σιδηρόδρομο – βαπόρια, να πάνε στην Τουρκία.
Τα παιδάκια του χωριού παίζανε με τα προσφυγάκια. Μερικά τα φιλοξενούσαμε, λέει ο Γιάννης, στο σπίτι μας να φάνε όπως την Κλειώ και τον Ισαάκ.
Λίγα λέγανε για τις πατρίδες τους και προσπαθούσαμε να μη τους τις θυμίσουμε όπως μας ορμήνεψε η γιαγιά μας. Αποφεύγαμε να μιλάμε για πόλεμο και Τούρκους. Τα προσφυγάκια πετούσαν καμιά τουρκική λέξη και όταν θυμόντανε τα σπίτια τους τα έπιαναν τα κλάματα.
Ένα βραδάκι, ενώ ετοιμαζόμαστε να φάμε μαζί με τα προσφυγόπουλα, εμφανίστηκε η γιαγιά κρατώντας δυο φοβισμένα παιδάκια απ’ το χέρι. Τα παιδάκια ήταν κλαμένα και αμίλητα.
-Έχουμε ακόμα δυο φίλους είπε η γιαγιά, τον Αχμέτ και την Φατμέ, γειτονόπουλά μου, όπως μας λέει ο Γιάννης. Θα φάμε όλοι μαζί και θα πούμε και ιστορίες.
Ο Ισαάκ και η Κλειώ απ’ τη Μικρά Ασία, η Φατμέ και ο Αχμέτ από το χωριό μου, παιδιά αντίχριστων και εμείς οι άλλοι στο ίδιο τραπέζι.
Η σαστιμάρα μας απίστευτη. Διάπλατα τα παιδικά μας μάτια. Τρέμανε τα προσφυγάκια, τρέμανε τα τουρκάκια, τρέμαμε κι εμείς. Καθίσαμε γιατί τρέμανε τα γόνατά μας, παρά την πείνα αδύνατο ν’ αρχίσουμε να τρώμε.
Είχε καταφέρει η γιαγιά να μας καθίσει στο ίδιο τραπέζι. Τους ξεριζωμένους απ’ τις αρχαίες πατρίδες τους, τους εχθρούς του γένους, που μας τυράννησαν 400 χρόνια κι εμάς τους χτεσινούς υπόδουλους και σημερινά αφεντικά.
Πώς να φάμε; Πλιγούρι με λίγο τριμμένο τυρί και μπόλικο μπαγιάτικο ψωμί, κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο, ούτε γελούσαμε πια ούτε πεινούσαμε. Κάποιος βούτηξε το κουτάλι του στο πλιγούρι κι οι άλλοι τον μιμηθήκαμε.
Αρχίσαμε να τρώμε σιωπηλά, τα μάτια της Κλειώς και του Ισαάκ ανταμώσανε εκείνα της Φατμέ και του Αχμέτ. Όλα μεγάλα μαύρα και γαλανά με βαθουλώματα από την πείνα και τον πόνο.
Αφού φάγαμε, σήκωσε η γιαγιά τα τουρκάκια και τα’ βαλε να πουν καληνύχτα. Δεν άνοιξαν το στόμα τους. Ούτε και σε μας, που μέχρι χθες παίζαμε μαζί. Τα’ βγαλε η γιαγιά στην αυλή που τα περίμενε ο πατέρας τους.
Γυρίζοντας η γιαγιά μας λέει: «Δεν είναι όλοι οι Τούρκοι κακοί. Οι κακοί φύγανε. Φύγανε όταν έφυγε και ο στρατός τους, τότε που ήρθε το Ελληνικό. Αυτοί που μείνανε ήταν ήσυχοι άνθρωποι. Ζούσαν όλοι στα χωριά, είχαν τα χωράφια και καλλιεργούσαν…».
Την άλλη μέρα το πρωί κατεβήκαμε στον «Τζιαντέ»· κοιτάμε το σπίτι του Αχμέτ και της Φατμέ άδειο και μόνο μια κορδέλα «μοναχή στο μανταλάκι», ανέμιζε λες και την άφησε η Φατμέ να μας αποχαιρετήσει.
Όταν το βράδυ πλάγιασα να κοιμηθώ, λέει ο Γιάννης, το μυαλό μου ήταν μπερδεμένο. Οι Τούρκοι με τις χαντζάρες που σφάζανε γυναικόπαιδα και τα τρομαγμένα τουρκάκια που φάγανε μαζί μας… Η κορδέλα έμεινε εκεί, δεν την ξεκρεμάσαμε και δεν είπαμε κανείς μας τίποτα, ούτε τα προσφυγάκια ούτε καν και η γιαγιά.
Εμένα μου θύμιζε την Φατμέ, όπως και την αδελφή μου, που καμιά φορά της την φορούσε εκείνη. Κάτι βράδια που δεν με «έπιανε» ο ύπνος πήγαινα στο παράθυρο να δω την κορδέλα που ανέμιζε στο χλωμό φως του φεγγαριού, θλιμμένη πιθανόν, όπως ίσως και η Φατμέ όταν έφυγε.
Με την κορδέλα αυτή έμελλε, σαν μεγάλωσα, να βλέπω στον Άνθρωπο την θετική του πλευρά, και να μην τον κρίνω ανάλογα με το χρώμα, τη θρησκεία, τα πιστεύω του. Άλλωστε, η περίθαλψη που προσφέρουμε τόσα χρόνια σε πρόσφυγες, μετανάστες και αλλόθρησκους αποδεικνύει περίτρανα το μεγαλείο της φυλής μας.