Ο Αρχιτέκτονας, ο Ποιητής, ο Άνθρωπος της Δράσης και της Δημιουργίας

on .

Θλιβερό καθήκον, κάτω από την αδήριτη ανάγκη του θανάτου, ο οποίος κατά το Λυσία, «ούτε τους πονηρούς υπερορά, ούτε τους αγαθούς θαυμάζει, αλλά πάσιν εαυτόν όσον παρέχει», μας συγκέντρωσε, τις προάλλες, στον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννου της Ανατολής, για να απευθύνουμε τον ύστατο χαιρετισμό και να προπέμψουμε στην τελευταία του κατοικία το γνωστό ανά την Ήπειρο αρχιτέκτονα, ποιητή και άνθρωπο της δράσης και της δημιουργίας, Μιχάλη Αράπογλου.
Ήταν εκεί η πολυαγαπημένη σύζυγός του Διονυσία, που στάθηκε δίπλα του με αυταπάρνηση μέχρι τις τελευταίες-δύσκολες-ώρες της ζωής του. Και δίπλα τους ήταν ο λατρευτός γιος τους Ηλίας, που όλα αυτά τα χρόνια ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους. Και μαζί τους -κάτω από τα αυστηρά μέτρα της πανδημίας-ήμασταν κι εμείς, συγγενείς και φίλοι που τον γνωρίσαμε από κοντά και εκτιμήσαμε την προσφορά του.
Ήταν ο Μιχάλης γόνος μιας από τις αναρίθμητες οικογένειες του Ποντιακού Ελληνισμού, οι οποίες, κάτω από δραματικές συνθήκες, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες και να πάρουν το δρόμο του ξεριζωμού. Αυτός ο Ελληνισμός, αφού επί αιώνες ολόκληρους έδρασε στην περιοχή του Πόντου, διατήρησε ακμαίο το εθνικό του φρόνημα και αντιμετώπισε με θάρρος και αισιοδοξία τη ζωή και στη νέα του πατρίδα.
Από τα ίδια νάματα διαποτισμένος και ο Μιχάλης Αράπογλου δεν είδε τη ζωή σαν μια απλή βιολογική εκδήλωση που χαρακτηρίζει συνήθως τα άλογα όντα της Δημιουργίας, αλλά τη αντιμετώπισε ως μια ζωντανή και δημιουργική γνωστική ενέργεια που καταξιώνει τη ζωή και μας βοηθάει να βρούμε το βαθύτερο νόημά της. Αυτή ξεκίνησε για το Μιχάλη με τις λαμπρές εγκύκλιες και ανώτατες σπουδές του στη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη, συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε με τις εξίσου λαμπρές σπουδές του στο Παρίσι, που του εξασφάλισαν τον τίτλο του διδάκτορα της Πολιτικής και Οικονομικής Γεωγραφίας και τον όπλισαν με τα απαραίτητα εφόδια για μια λαμπρή επαγγελματική σταδιοδρομία και για μια πλούσια κοινωνική δράση και δημιουργία.
Διάλεξε ως τόπο μόνιμης κατοικίας, επαγγελματικής και κοινωνικής δραστηριότητας την Ήπειρο, γιατί αυτή η γη -όπως είχε δηλώσει παλιότερα σε μια συνέντευξή του που είχε δώσει σε αθηναϊκή εφημερίδα- με τις αναρίθμητες ομορφιές της και με το ζωντανό υγρό στοιχείο, το νερό, του πρόσφερε την -απαραίτητη για τη ζωή του- ορεινή αίσθηση και τον έκανε να νιώθει πως όλα σ’ αυτόν τον τόπο γίνονται ποίηση. Και δίπλα στη θελκτική ηπειρωτική φύση ερχόταν να προστεθεί η πλούσια πολιτιστική κληρονομιά της Ηπείρου. Μια κληρονομιά που ξεκινάει από τα αρχαία χρόνια, τότε που αυτός εδώ ο τόπος, με επίκεντρο το Ιερό της Δωδώνης, αποτέλεσε την πρώτη του Ελληνισμού Κοιτίδα και συνταίριαξε αρμονικά τη Σοφία του πνεύματος με του σώματος την ανδρεία.
Κάτω από αυτές τις επιδράσεις ακολούθησε, παράλληλα με την επαγγελματική και κοινωνική δραστηριότητα, με την οποία πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο περιβάλλον και στον πολιτισμό της Ηπείρου και το δρόμο της ποιητικής δημιουργίας και συγγραφικής δράσης, πιστός στην προτροπή του ποιητή που κάλεσε «κάθε άνθρωπο που θέλει να ξαναβρεί τα νιάτα του νάρχεται στο ποτάμι της ομορφιάς να κελαηδάει σαν το πουλί που είναι κλεισμένο μέσα λούζεται». Και όταν ήθελε να αποφύγει τη χλαλοή του κόσμου κλεινόταν στον εαυτό του και άρχιζε να κελαηδάει, σαν το πουλί που είναι κλεισμένο στο κλουβί και το τραγούδι που έβγαινε από τα χείλη του, ήταν η πιο πλούσια αμοιβή του.
Έτσι βρέθηκε -και μάλιστα από τους πρώτους- στο χώρο της Εταιρίας Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου, την οποία συνιδρύσαμε, με πρωτοπόρο τον αείμνηστο Νίκο Τέντα, σε μια προσπάθεια να διατηρήσουμε ζωντανή την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά της Ηπείρου και να συμβάλουμε με τις μικρές μας δυνάμεις στην άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου του Ηπειρωτικού λαού. Εκεί γνωριστήκαμε από κοντά, εκεί συνεργαστήκαμε αρμονικά και εκεί είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε τα πλούσια χαρίσματά του, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζαν ο σεμνός και ενάρετος χαρακτήρας του, το λεπτό και με διεισδυτικότητα χιούμορ του και ο ανυπόκριτος ενθουσιασμός του για μια γνήσια κοινωνική- πνευματική δράση και δημιουργία.
Είχε όμως και ένα μειονέκτημα: έπαιρνε κάποτε στα σοβαρά τη συμπεριφορά κάποιων -ευτυχώς λίγων- ανθρώπων που τον πίκραινε και του δημιουργούσε και το ανάλογο άγχος. Δεν έπαυα τότε -λατινιστί και ελληνιστί- να του υπενθυμίζω την περιλάλητη φράση του Κικέρωνα, σύμφωνα με την οποία: «Laudari a bonus et vituperari a malis, maxima laus est» που σημαίνει στη γλώσσα μας «Το να σε επαινούν οι αγαθοί και να σε κατηγορούν οι κακοί, αυτό είναι ο μεγαλύτερος έπαινος στη ζωή».
Τα πλούσια χαρίσματά του και τα προσόντα συνέχιζε, σε βαθμό αμείωτο, να τα εκδηλώνει και κατά την περίοδο της πανδημίας και της κοινωνικής απομόνωσης, τότε που ως αντιπρόεδρος της Εταιρίας, συνέτασσε τις προσκλήσεις για τη συμμετοχή στον ετήσιο πανελλήνιο ποιητικό διαγωνισμό που γινόταν στα πλαίσια της Λυρικής Παμβώτιδας, συγκροτούσε τις επιτροπές κρίσης των ποιημάτων, φρόντιζε να σταλούν τα βραβεία και οι έπαινοι στους επιτυχόντες στο διαγωνισμό, συγκέντρωνε την ύλη για το περιοδικό της Εταιρίας «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ», ενώ παράλληλα συνέχιζε την καρποφόρα ποιητική του δημιουργία και συγγραφική του δράση και προγραμμάτιζε τις μελλοντικές δραστηριότητες της Εταιρίας μόλις η ζωή θα επανερχόταν στην κανονικότητά της.
Και ενώ περιμέναμε αυτήν την κανονικότητα, έφτασε ξαφνικά η είδηση για την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του, που έφερε και το θλιβερό τέλος. Καθώς δε τις τελευταίες μέρες ξαναδιάβασα το τελευταίο του ποιητικό δημιούργημα, ένα έπος σε 12 ραψωδίες, εμπνευσμένο από το αγαπημένο του Ιερό της Δωδώνης, με τον ευρηματικό τίτλο «Το Μαντείο του α-χειροποίητου Χρόνου και Τόπου», σταμάτησα προσεκτικά στην δωδέκατη -και τελευταία- ραψωδία του, στο σημείο ακριβώς που με είχε εντυπωσιάσει κατά την πρώτη ανάγνωση και αναρωτήθηκα αν η επινόηση της σκηνοθεσίας του νεκρού ξένου, με τη γυμνή μορφή του, στο μεγάλο κοίλο του θεάτρου και η επίκλησή του στις Μούσες να αναπαύσει τον μεταστάντα, ήταν εντελώς συμπτωματική ή προερχόταν από κάποιο υποσυνείδητο θλιβερό συναίσθημα που προμήνυε και το δικό του τραγικό τέλος. Γι’ αυτό ένιωσα την ανάγκη να κλείσω την παρέμβασή μου, χρησιμοποιώντας αυτούσια τα δικά του λόγια με τα οποία έκλεινε το υπέροχο, αλλά φεύ τελευταίο ποιητικό του δημιούργημα, με την επίκληση προς τις Νύμφες:
«Και σείς Νύμφες του νερού της γης και του ουρανού, του πουρναρίτικου κατσικιού και του ορεινού αρνιού στον μεταστάντα την ανάπαυση δώστε».
Διαβεβαίωσα δε όσους παρευρίσκονταν σ’ αυτήν την εξόδιο ακολουθία πως η μνήμη του μεταστάντος θα είναι αιώνια, σύμφωνα με το μυστικό της θνητής μας φύσης να κατακτά την αιωνιότητα, όταν την θυμούνται οι ζωντανοί.
Μαζί δε με τα δικά του αγαπημένα πρόσωπα και ‘μείς όλοι, όσοι τον γνωρίσαμε από κοντά, συνεργαστήκαμε μαζί του, τον αγαπήσαμε και μας αγάπησε, ζούμε θα τον θυμούμαστε, θα παραμένει ζωντανή η μνήμη του και η μορφή του και θα προφέρουμε με θαυμασμό το όνομά του.
Καλό σου ταξίδι αγαπημένε μας Μιχάλη...