Ο Κήπος του Αλλάχ...

on .

Ένας τρόπος για να αναφερθεί κανείς στα περασμένα, ν’ αναστήσει παλιές εποχές, κάτι μεταξύ μύθου και ιστορίας, είναι να παρουσιάζει μεν τους πρωταγωνιστές σαν να είναι φανταστικά πρόσωπα, αλλά τα γεγονότα να είναι πραγματικά, όπως πολλές φορές κάνει ο γράφων.

Οι νεότεροι, δεν θα έχουν ακούσει για τον Κήπο του Αλλάχ και πιθανόν, διαβάζοντας τον τίτλο, να έρθει στη φαντασία τους κάποιος κήπος, που ίσως έχουν κατά νου από κινηματογραφικές ταινίες, όπως ήταν οι «κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας» ή επίσης κάποιος κήπος από Ανατολίτικο έργο, με καναπέδες τεράστιους, πολυθρόνες με πολλά αναπαυτικά μαξιλάρια σε διάφορα χρώματα, όπως και κουρτίνες πολύχρωμες, κόκκινες, ροζ, πρασινωπές, λευκές να κρέμονται, και έτσι να σε ταξιδεύουν «σε χίλιες και μία νύχτες». Επίσης να φαντάζονται κήπους σε αυλόγυρους ταβερνών με μπαξέδες όπως της Ανατολής, ναργιλέδες να καπνίζουν και αρωματικούς καπνούς να αναδύονται από τα ενδότερα του μαγαζιού. Μουσικοί με μεγάλα ντέφια, κλαρίνα, σαντούρια, βιολιά να κάθονται σταυροπόδι σε κάποια γωνιά και χανούμισσες με τους φερετζέδες να σερβίρουν τους θαμώνες, που περιμένουν πότε θα εμφανισθεί κάποια… Αϊσέ, να λικνιστεί σε χορό της κοιλιάς μπροστά τους, παίρνοντας τα χειροκροτήματα και τα επιφωνήματα ενθουσιασμού, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Δυστυχώς, θα τους απογοητεύσω, γιατί ο κήπος του Αλλάχ δεν έμοιαζε με αυτούς τους εξωτικούς. Το άρωμά του ήταν το αγιόκλημα, το γιασεμί, οι τριανταφυλλιές, οι μαντζουράνες, οι μενεξέδες, πλην όμως θα προσπαθήσω να τον θυμίσω στους παλιούς Γιαννιώτες. Μερικοί ίσως να τον θυμούνται ακόμα. Ο Κήπος του Αλλάχ, δεν ξέρω πότε πρωτολειτούργησε, γιατί τον ονόμασαν έτσι και ποιο ήταν το πρώτο αφεντικό, Τούρκος ή Ρωμιός. Πάντως, ήταν μια ξακουστή ταβέρνα κοντά στα Εβραϊκά μνήματα, σ’ ένα φαρδύ δρόμο (πιθανόν η Μεγάλου Αλεξάνδρου σήμερα) που συνδεόταν, σχηματίζοντας γωνία με τον ανήφορο που πλεύριζε το Γυμνάσιο. [Περιγραφή Λ. Μιχέλη] Ο φαρδύς δρόμος, πηγαίνοντας προς το Σανατόριο, ύστερα από κάτι σπίτια που είχαν κτιστεί τα περασμένα χρόνια, άφηνε τόπο στα πεύκα που από το λόφο κατέβαιναν μέχρι την πάροδο η οποία έφτανε στο Νοσοκομείο, πιο πάνω από το λόφο. Εκεί όπου τελείωναν τα σπίτια, χωρίς καμιά ταμπέλα ή κάποια άλλη ένδειξη, και πίσω από έναν περίβολο εντελώς σκεπασμένο από πυκνό αναρριχώμενο κισσό, ήταν χωμένη η ταβέρνα. Μια παράγκα στα δεξιά της εσωτερικής αυλής, με ένα κρασοβάρελο με ρετσίνα, όρθιο, κι ένα πάγκο με καράφες, ποτήρια και μεζέδες που συνόδευαν τα ποτά. Εδώ κι εκεί καμιά δεκαριά τραπεζάκια, κάτω από μια κληματαριά γεμάτη σταφύλια το καλοκαίρι, έτοιμα για μάζεμα τον τρυγητή. Για να θυμηθούνε οι παλιοί Γιαννιώτες, ήταν μεταξύ Δ. Φιλίτου, Μεγ. Αλεξάνδρου, Κλεισούρας και γειτνίαζε με τον Πλάτανο και έναν μικρό δρόμο χωρίς όνομα. Οι λιμνίσιες καραβίδες μόλις έβγαιναν απ’ τη φωτιά, κατακόκκινες και με μπόλικη ρίγανη, ο πρώτος μεζές για το τσίπουρο, γέμιζαν τα τραπέζια χωρίς καν να τις έχουν παραγγείλει. Συνήθως οι θαμώνες άφηναν το αφεντικό της ταβέρνας να κάνει κουμάντο για το φαγητό, γιατί οι περισσότεροι ήταν γνωστοί του και πάντα τους περιποιόταν. Οι περισσότεροι διάλεγαν ρετσίνα χύμα του μαγαζιού, γιατί είχε πάντα καλή, όπως επίσης είχε και ζωντανή μουσική. Παλιότερα οι μουσικοί πιθανόν να έπαιζαν αμανέδες, και στους αμανέδες όπως ξέρουμε κυριαρχούσε το «αμάν». Το αμάν ήταν Τούρκικη λέξη που δήλωνε απόγνωση και σήμαινε έλεος. Εξέφραζε όμως και συναισθήματα επίκλησης σε βοήθεια, θαυμασμού, έκπληξης, αγανάκτησης, νευρικότητας. Ένα άλλο ζήτημα ήταν και το πώς προφερόταν και το πού έμπαινε ο τόνος όπως «αμάν και τι’ σαι εσύ» του Μαρίνου. Αλλά τώρα τα τελευταία χρόνια με τη συνοδεία μπουζουκιών, και μπαγλαμάδων έπαιζαν ρεμπέτικα. Το ρεμπέτικο τραγούδι, γεννημένο την εποχή της Σμύρνης, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα επικράτησε με την ξαφνική μετανάστευση από τον Πόντο. Οι πρόσφυγες τραγουδούσαν τη νοσταλγία, την αγανάκτηση και τους πόνους της αγάπης. Σε λίγο λοιπόν άναβε το κέφι σε όλα τα τραπέζια όσο η ρετσίνα έρεε άφθονη και καταναλωνόταν από τους θαμώνες που σιγά - σιγά ερχόταν όλοι σε τσακίρ κέφι. Σηκωνόταν κάποιος κάνοντας την αρχή και πήγαινε προς το ξέφωτο μπροστά στην παράγκα. Ένας άλλος πλησίαζε και γονάτιζε χτυπώντας παλαμάκια με ρυθμό για να τον μερακλώσει. Ένας τρίτος άρχιζε να πετάει μια σειρά από πιάτα που έσπαγαν και γίνονταν συντρίμμια φωνάζοντας «πόλεμος μωρέ»’, «όπα είπα λέω», «να πεθάνει ο χάρος», «δεν πάω σπίτι μου απόψε» κι’ άλλα τέτοια. Ο τελευταίος ταβερνιάρης που είχε τον κήπο του Αλλάχ ήταν ο Γιώργος, άνθρωπος κιμπάρης, μερακλής, δίκαιος, δεν χαλούσε χατίρι στους θαμώνες. Ήταν όμως και αυστηρός, όταν κάποιο «τραπέζι» παρεκτρεπόταν, ειδικά από μερικούς που πήγαιναν για πρώτη φορά. Έτσι λοιπόν, έβγαινε από τον πάγκο του, πήγαινε στο τραπέζι που κάνανε φασαρία ή πειράζανε καμιά γυναίκα και δεν έλεγε τίποτα. Το μόνο που έκανε, έβγαζε κίτρινη κάρτα, όπως σε ποδοσφαιρικό αγώνα. Αν εκείνοι επέμεναν, ξαναεμφανιζόταν με την κόκκινη κάρτα τώρα και τους ξαπόστελνε δίχως δεύτερη κουβέντα, γιατί δεν σήκωνε τέτοιες συμπεριφορές. Ήταν όμως και πολύ μερακλής ο Γιώργος. Τα είχε με μια ζωντοχήρα, μα δεν πρόσεχε την υγεία του, κι ένα βράδυ έχασε τη ζωή του στο σπίτι της ερωμένης του! Ανακοπή καρδίας είπαν... Η λεγάμενη τον έβγαλε στο δρόμο. Κάλεσε την Αστυνομία και τον πήραν. Για χρόνια μας ταξίδευε ανάμεσα από ψιθυρίσματα και σούσουρα ο φίλος μας ο Γιώργος, έλεγαν οι φίλοι του που τον συνόδευσαν στην τελευταία κατοικία. Ήταν τόσο αγαπητός στους θαμώνες, ώστε οι φίλοι του τού έβγαλαν και επικήδειο που κατέληγε: «Θα είμαστε άξιοι συνεχιστές του έργου σου». Έτσι κάποιοι άκουσαν, έτσι κάποιοι είπαν…

Μετά το θάνατο του Γιώργου, ο Κήπος του Αλλάχ έμεινε στην ιστορία της «Μικρής μας Πόλης» μια γλυκιά ανάμνηση. (Μέτσοβο)