Καταστροφή στο Πέτα και πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου…

on .

Είναι γνωστό ότι αρχές του 1822, τα στρατεύματα του σουλτάνου ενίκησαν τα στρατεύματα του σατράπη της Ηπείρου Αλή Πασά. Ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε στο νησί των Ιωαννίνων και το κεφάλι του, καθώς και των δύο γιών του και των εγγονών του, μεταφέρθηκαν πεσκέσι στο σουλτάνο.

Ο ελευθερωθείς με την άλωση των Ιωαννίνων τουρκικός στρατός ήταν έτοιμος να στραφεί κατά των Ελλήνων επαναστατών.

Πρώτη ενέργειά του να χτυπήσει το Σούλι και με σημαντικές δυνάμεις άρχισε την προέλαση προς τη Δυτική Ελλάδα.
Συμφέρον της όλης Ελληνικής υπόθεσης, του Ελληνικού Αγώνα, ήταν να μη συντριβεί ο ανδρείος ορεινός λαός του Σουλίου, ο οποίος αποτελούσε την προφυλακή της Ηπείρου και να αναχαιτιστεί η τουρκική προέλαση. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο φαναριωτικής καταγωγής πολιτευόμενος, ο οποίος είχε εκλεγεί πρόεδρος της κυβέρνησης της επαναστατημένης Ελλάδας, προετοίμασε μία από τις πιο αξιόλογες πολεμικές επιιχειρήσεις του Αγώνα. Εδημιούργησε στην Πάτρα εκστρατευτικό σώμα προπάντον από ασκημένους ευρωπαϊκά στρατιώτες και από το τάγμα των φιλελλήνων, το οποίο αποτελούσαν ευρωπαίοι αξιωματικοί: Γάλλοι, Γερμανοί, Ιταλοί, Πολωνοί.

Τη δύναμη αυτή ενίσχυσαν 1000 περίπου Μανιάτες υπό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη.
Αλλά ο Μαυροκορδάτος έκαμε το σφάλμα να αναλάβει ο ίδιος την αρχηγία της εκστρατείας. Διαπεραίωσε το στρατό στο Μεσολόγγι, όπου με την προσέλευση νέων στρατιωτών το εκστρατευτικό σώμα έφθασε τις 4 χιλιάδες άνδρες.
Ο Μαυροκορδάτος, όμως δίεσπασε τη δύναμη αυτή, διότι έστειλε 500 Μανιάτες υπό τον ανδρείον υπερασπιστή του Βαλτετσίου Κυριακούλη Μαυρομιχάλη να πάνε στο λιμάνι της Ηπείρου το Φανάρι, το οποίο απέχει εφτά ώρες από την Κιάφα. Το κύριο σώμα εβάδιζε αργά στην κοιλάδα του Αχελώου. Κοντά στο Κομπότι οι Φιλέλληνες Γερμανοί εθελοντές υπό τον Νόρμαν από την Βυτεμβέργη είχαν σημαντική επιτυχία εναντίον συντάγματος τουρκικού ιππικού. Από την επιτυχία αυτή ενθαρρύνθηκε υπερβολικά ο Μαυροκορδάτος και διέσπασε και πάλι τις δυνάμεις του και έστειλε άλλο ένα μέρος με αρχηγό τον Μάρκο Μπότσαρη στην Κιάφα μέσω των πέντε Πηγαδιών, ο ίδιος επροχώρησε με το υπόλοιπο στράτευμα προς το Πέτα, βορειοανατολικά της Άρτας, την οποία κατείχε με ισχυρή δύναμη ο Κιουταχής. Η εκστρατεία απέτυχε σε όλα τα σημεία. Ο Μάρκος Μπότσαρης συνάντησε ισχυρή αντίσταση στα Πέντε πηγάδια, αποκρούστηκε και υποχρεώθηκε να υποχωρήσει στο Πέτα. Οι Μανιάτες δέχτηκαν επίθεση από ανώτερες δυνάμεις στο Φανάρι, είχαν σοβαρές απώλειες και ο αρχηγός Κυριακούλης εφονεύτηκε η δε επιχείρηση Μαυροκορδάτου κατέληξε σε πραγματική καταστροφή. Ο Κιουταχής με 6 χιλ. συνέτριψε την ελληνική δύναμη στο Πέτα. Οι φιλέλληνες με την ανδρεία τους ανακάλεσαν στη μνήμη τους ναπολεοντείους πολέμους, αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτε άλλο παρά μόνον να χύσουν το αίμα τους υπέρ της Ελλάδος. Μόλις 25 από αυτούς διάνοιξαν δρόμο δια μέσου των τουρκικών παρατάξεων προς το Μεσόλόγγι. Άλλοι τετρακόσιοι από τους καλύτερους πολεμιστές της Ελλάδας εκάλυψαν το πεδίο της μάχης. Αυτά συμβαίνουν, όταν οι πολιτικοί θέλουν να γίνουν στρατηγοί… (4 Ιουλίου 1822).
TTT
Μετά την καταστροφή στο Πέτα, οι δύο Τούρκοι πασάδες, Βρυώνης και Κιουταχής, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση, απέκλεισαν το Μεσολόγγι από την ξηρά, ενώ συγχρόνως στόλος τουρκικός απέκλεισε την πόλη από την θάλασσα (Νοέμβριος 1822). Αυτή είναι η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου.
Ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Μαυροκορδάτος και άλλοι οπλαρχηγοί επιχείρησαν να προβάλλουν αντίσταση, αλλά μπροστά στον τεράστιο όγκο θα ήταν άσκοπη αιματοχυσία. Όσον αφορά στην οχύρωση του Μεσολογγίου, πρέπει να σημειώσουμε ότι τον Οκτώβριο του 1822 δεν είχε βελτιωθεί σημαντικά από εκείνη που έκαμε ο Άθαν. Ραζικότσικας αμέσως μόλις κηρύχτηκε εκεί η επανάσταση. Η οχύρωση ολοκληρώθηκε μετά την πρώτη πολιορκία.
Στο Μεσολόγγι, εξάλλου, υπήρχαν μόνον 360 πολεμιστές. Επειδή προέβλεπαν ότι οι Τούρκοι θα χτυπήσουν το Μεσολόγγι, έστειλαν το μεγαλύτερο μέρος του άμαχου πληθυσμού στα Επτάνησα. Δυστυχώς, οι πρόσφυγες αυτοί δεν είχαν καλή αντιμετώπιση εκεί, γι’ αυτό στη δεύτερη πολιορκία δεν πήγε κανένας.
Οι πολεμιστές, για να φαίνονται πολλοί και να προκαλούν στον εχθρό την εντύπωση ότι οι εντός της πόλης ένοπλοι ήταν πολλοί, ετοποθετούνταν στα σημεία του τείχους, όπου μπορούσαν να πυροβολούν πολλοί μαζί και μετατοπίζονταν έπειτα πολύ γρήγορα σε άλλο μέρος, από όπου έριχναν πάλι ομοβροντίες, ώστε να φαίνεται ότι το τείχος εσωτερικά ήταν κατειλημμένο από χιλιάδες ενόπλους. Στο μεταξύ ο Μαυροκορδάτος έστειλε τον Θεόδωρο Γρίβα προς τον Ανδρέα Ζαΐμη από τις 20 Οκτωβρίου με επιστολές στο Θ. Κολοκοτρώνη και στη Γερουσία της Πελοποννήσου παρουσιάζοντας την ανάγκη της αποστολής πλοίων.
Οι Πελοποννήσιοι απάντησαν αμέσως στη φωνή του Μεσολογγίου που εκινδύνευε. Ιδίως, ο Ανδρέας Ζαΐμης έδειξε άμεση δραστηριότητα για τη δημιουργία εκστρατευτικού σώματος. Ήλθε σε επαφή με τον Ανδρέα Λόντο και έστειλε επιστολή στον Κανέλλο Δεληγιάννη.
Ο Δεληγιάννης αποφάσισε να συμμετάσχει στην εκστρατεία και προσπάθησε να συγκεντρώσει ισχυρή δύναμη. Έγραψε μάλιστα και σε άλλους οπλαρχηγούς να κάμουν το ίδιο και τους όρισε τόπο συνάντησης τα Μαύρα Βουνά. Παράλληλα ο Μαυροκορδάτος αδημονούσε στο Μεσολόγγι και έστειλε στις 27 Οκτωβρίου και νέες επιστολές ζητώντας την αποστολή πλοίων και στρατιωτική βοήθεια.
Στο μεταξύ, όπως είδαμε πιο πάνω, στο Μεσολόγγι με τους ολίγους άνδρες που είχαν κατόρθωσαν να αποκρούσουν τις πρώτες επιθέσεις του εχθρού. Οι Τούρκοι, όμως, αρχηγοί δεν ήταν σύμφωνοι. Ο Κιουταχής και ο αρχηγός του στόλου Γιουσούφ είχαν την γνώμη να προσβάλουν αμέσως «το σαθρόν τείχος» και με έφοδο να γίνουν κύριοι της πόλης. Ο Βρυώνης αντίθετα έλεγε ότι μέσα στη γενική ερήμωση της Αιτωλωακαρνανίας ήταν συμφέρον να διατηρηθεί η πόλη αυτή για τις ανάγκες του στρατοπέδου και ήταν της γνώμης να καταλάβουν το Μεσολόγγι με συμβιβασμό.
Οι πολιορκούμενοι εκμεταλλεύτηκαν κατάλληλα την ασυμφωνία (διαφωνία) αυτή των Τούρκων πασάδων, η οποία κατέληξε σωτήρια για το Μεσολόγγι. Έτσι, ο Βρυώνης ανέθεσε στον Άγο Βασιάρη να συνεννοηθεί με τον Μάρκο Μπότσαρη, επειδή είχαν παλιά γνωριμία. Ο Μπότσαρης ανέφερε στο Μαυροκορδάτο αυτή την πρόταση, ο οποίος και του επέτρεψε να διαπραγματευθεί.
Η συνάντηση έγινε έξω από το τείχος σε απόσταση βολής πιστολιού. Σ’ αυτήν ο Άγος Βασιάρης είπε στον Μπότσαρη να συμβουλεύσει τους προκρίτους του Μεσολογγίου να μη επιμείνουν στην αντίσταση και να προκαλούν μάταια αιματοχυσία, αφού οπωσδήποτε ο τουρκικός στρατός είναι αποφασισμένος να γίνει κύριος της πόλης, αλλά να προσκυνήσουν και να δεχθούν αμνηστία, την οποία τους εγγυάται αυτός ο ίδιος, εκ μέρους των πασάδων. Πρόσθεσε δε ότι αν ο Μαυροκορδάτος, ο Μπότσαρης και άλλοι ήθελαν φύγουν από το Μεσολόγγι μπορούσαν να το ζητήσουν.
Οι πολιορκούμενοι όταν πληροφορήθηκαν τις προτάσεις των Τούρκων αποφάσισαν να τις εκμεταλλευθούν κάνοντας προσποιητές διαπραγματεύσεις για να αποκοιμήσουν τους Τούρκους και να κερδίσουν χρόνο έως ότου φθάσουν τα πλοία που εζήτησαν από την Ύδρα και στρατός από την Πελοπόννησο. Και άρχισαν τότε παρελκυστικές διαπραγματεύσεις και συνεννοήσεις μεταξύ Άγου και Μπότσαρη, προβάλλοντας ο Μπότσαρης κάθε φορά δυσκολότερους όρους που δεν τους αποδέχονταν οι Τούρκοι, ώστε η συμφωνία να αναβάλλεται κάθε φορά χωρίς να διακόπτονται οι διαπραγματεύσεις…
Ενώ οι «διαπραγματεύσεις» συνεχίζονταν, έφθασε ο Μιαούλης με εφτά Υδραϊκά πλοία και τέσσερα Σπετσιώτικα, τα οποία διασκόρπισαν τον τουρκικό στόλο και έφεραν τροφές, πολεμοφόδια και ενισχύσεις από την Πελοπόννησο. Έτσι, η δύναμη του Μεσολογγίου αυξήθηκε σε 1500 άνδρες. Τότε διακόπηκαν οι διαπραγματεύσεις και οι Έλληνες οπλαρχηγοί απάντησαν στους Τούρκους πασάδες: «Αν θέλετε τον τόπο μας, ελάτε να τον πάρετε».
Οι Τούρκοι, αφού έχασαν πολύτιμο χρόνο, αποφάσισαν να επιτεθούν την νύχτα των Χριστουγέννων (24 -25 Δεκεμβρίου 1822. Το ηθικό του στρατού τους είχε πέσει κατά πολύ, διότι, εκτός των άλλων, έγινε γνωστή και η καταστροφή της στρατειάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822), συγχρόνως δε ο χειμώνας επροχωρούσε και εστενοχωρούσε αυτούς, οι τροφές εσπάνιζαν, οι βροχές ήταν συνεχείς και έπεφταν ραγδαίες και οι ασθένειες εμάστιζαν το στρατόπεδο. Το σχέδιο των Τούρκων έγινε γνωστό στους Μεσολογγίτες (Γιάννης Γούναρης υπηρέτης Ομέρ Βρυώνη) και η επίθεση κατέληξε σε καταστροφή.
Οι Έλληνες τους απέκρουσαν και τους ανάγκασαν να λύσουν την πολιορκία της πόλης με μεγάλη ταχύτητα και πανικό, αφού εγκατέλειψαν 10 κανόνια, τις σημαίες και όλα τα του στρατοπέδου. Μεγάλη καταστροφή έπαθαν και από τον Αχελώο ποταμό. Έβρεχε καταρρακτωδώς και επλημμύρισε πολύ και έπαθαν τη μεγαλύτερη καταστροφή κατά την διάβαση του Αχελώου, ενώ υποχωρούσαν προς την Πρέβεζα. Πολλοί επνίγηκαν στον πλημμυρισμένο ποταμό, οι δε υπόλοιποι, άοπλοι και σε κακή κατάσταση έφθασαν στον Καρβασαρά (Αμφιλοχία) και με Καράβια πέρασαν στην Πρέβεζα (21 Φεβρουαρίου 1823). Από τις 11 χιλιάδες στρατού που είχαν εισβάλει στη Δυτική Ελλάδα, ολίγοι εσώθηκαν. Έτσι, βλέπουμε ότι μετά την αποτυχία του πρώτου μέρους του τουρκικού σχεδίου, δηλ. της στρατιάς του Δράμαλη και η εκστρατεία κατά της Δυτ. Ελλάδας, παρά τα πρώτα ατυχήματα των Ελλήνων στο Πέτα, κατέληξε σε αποτυχία.