Η Περιφέρεια Ηπείρου για άρθρο του «Π.Λ.» περί κριτικής και δημοσίου διαλόγου...

on .

Κύριε Διευθυντή,

• Στο φύλλο της Τρίτης 8-6-2021 της εφημερίδας σας σε άρθρο με τίτλο «Κριτική και δημόσιος διάλογος βάθρο της Δημοκρατίας!» εκφράζεται η θέση του Πρωϊνού Λόγου επί των απόψεων που εξέφρασε θεσμικά η Περιφερειακή Αρχή σε απάντηση άρθρου του κ. Κ. Καλτσή με τον προστακτικό τίτλο «Ας σιωπήσει η τριάδα των αρχομανών!».
Η Περιφερειακή Αρχή ταυτίζεται απολύτως με την άποψη της εφημερίδας σας πως η πεμπτουσία της δημοκρατίας είναι ο διάλογος, γι’ αυτό και είναι ευπρόσδεκτη η κριτική που της ασκείτε, η οποία όμως στα πλαίσια του διαλόγου, είναι δεκτική αντιλόγου. Η προσήλωση άλλωστε της εφημερίδας σας στα δημοκρατικά ιδεώδη δεν είναι μόνο γνωστή αλλά και πανθομολογούμενη, γι’ αυτό και η Περιφερειακή Αρχή ουδόλως ταύτισε τις απόψεις που εξέφρασε ο κ. Καλτσής με τις ιστορικά και διαχρονικά δημοκρατικές θέσεις της εφημερίδας σας.
Εκκινώντας από αυτά τα δεδομένα, θα συμφωνείτε ότι η αλήθεια των ρεπορτάζ, των σχολίων και των άρθρων κάθε δημοσιογράφου δεν είναι θέσφατο, αλλά χρήζει τεκμηρίωσης. Και η τεκμηρίωση, κ. Διευθυντή, δεν είναι θέμα έκφρασης «με μια ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα», αλλά απόδειξης. Η «ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα» μπορεί να είναι ίδιο «αψύ δημοσιογράφου», δεν «νομιμοποιεί» όμως ούτε την αυθαιρεσία, ούτε την υποκατάσταση άλλων θεσμικών οργάνων από τον δημοσιογραφικό λόγο. Πολύ ενδεικτικά θα αναφερθούμε στο τελευταίο άρθρο του κ. Καλτσή για τη ΔΕΥΑΙ, όπου είναι πρόδηλη η σύγχυση των εννοιών της παρατυπίας, που θεραπεύεται ex tunc (αναδρομικά δηλαδή, από τότε που διαπράχθηκε, αν πράγματι έχει διαπραχθεί εν προκειμένω), με αυτήν της παρανομίας.
Στην επιστολή που απέστειλε η Περιφερειακή Αρχή προς την εφημερίδα σας δεν ΄παραπονείται΄ για κριτική προς πολιτικά, δημόσια πρόσωπα. Είναι αυτονόητο ότι η δημοκρατία μας δεν κινδυνεύει από τέτοια κριτική όσο επώδυνη ή άδικη κι αν είναι. Άλλωστε, γι’ αυτή την περίπτωση, η δημοκρατία έχει προβλέψει ‘ασφαλιστικές δικλείδες’. Με την επιστολή της η Περιφερειακή Αρχή εξέφρασε θεσμικά την ανησυχία της και την διαμαρτυρία της για απόψεις του κ. Καλτσή που δεν συνιστούν κριτική, αλλά θέσεις που εκφεύγουν των συνταγματικώς ανεκτών ορίων, γι’ αυτό και πρότεινε στον κ. Καλτσή να τις αναθεωρήσει.
Συγκεκριμένα, κ. Διευθυντή, οι αναφορές σε «φυσικά» χαρακτηριστικά «υποταγής» των Ηπειρωτών, που ‘δικαιολογούν’, κατά τον κ. Καλτσή, το γεγονός ότι δεν έχουν πάρει οι Ηπειρώτες «στο κυνήγι με τις πέτρες» τον Περιφερειάρχη Ηπείρου, τον Δήμαρχο Ιωαννιτών και τον Μητροπολίτη, δεν συνιστούν κριτική. Ομοίως, και η «ΣΙΩΠΗ» με κεφαλαία που επιχειρεί να επιβάλλει με το άρθρο του ο κ. Καλτσής, την οποία παραστατικά εκφράζει στο site που τηρεί, με σιδερένιο φερμουάρ να βουλώνει στόμα, δεν συνιστά κριτική, αλλά εγείρει το εύλογο ερώτημα: αν επιβληθεί «σιωπητήριο» στους αιρετούς, όπως προτείνει ο κ. Καλτσής, ποιοι άραγε θα μιλήσουν; Γιατί είναι ακόμη νωπές οι μνήμες όλων μας από ‘περίεργους’ ακτιβισμούς αμφισβήτησης των θεσμών και δημοσίων προσώπων με υπόβαθρο τέτοιες απόψεις.
Περαιτέρω, μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους η άποψη της εφημερίδας σας ότι η δημοκρατία πληγώνεται, «από όσα [τα δημόσια πρόσωπα] πράττουν» (προφανώς εννοείτε όταν ενεργούν παρά τον νόμο). Όμως θα πρέπει να τα πράττουν και όχι απλώς να τους αποδίδεται αυθαίρετα από τον τύπο ότι δήθεν τα πράττουν. Γιατί η δημοκρατία, κ. Διευθυντή, πληγώνεται ομοίως και όταν ο δημοσιογράφος ενεργεί παρά τον Κώδικα Δεοντολογίας του, που επιτάσσει έρευνα για την ακρίβεια της πληροφορίας, την επανόρθωση χωρίς χρονοτριβή ανακριβών πληροφοριών και ψευδών ισχυρισμών, μετάδοση της πληροφορίας ανεπηρέαστα από προσωπικές, πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, φυλετικές και πολιτισμικές απόψεις, που επιτάσσει επίσης να θεωρεί ο δημοσιογράφος προσβολή για την κοινωνία και πράξη μειωτική για τον εαυτό του την διαστρέβλωση, την απόκρυψη, την αλλοίωση ή την πλαστογράφηση των πραγματικών περιστατικών.
Πόσο άραγε σέβεται τις άνω αρχές, δημοσιογραφική συμπεριφορά, στην περίπτωση κατά την οποία θιγόμενο από δημοσίευμα δημόσιο πρόσωπο αλλά και κάθε άλλος θιγόμενος πολίτης, μολονότι επιχειρεί να αποκαταστήσει την πραγματικότητα με τις θέσεις του και την τεκμηρίωσή τους, όχι μόνο βρίσκει «μανταλωμένες δημοσιογραφικές πόρτες», αλλά με μια ιδιότυπη μορφή λογοκρισίας, ενώ αποσιωπούνται εντελώς οι θέσεις του, με διθυραμβικούς δημοσιογραφικούς μονόλογους επιχειρείται ο ευτελισμός του και η λοιδορία του που τολμά να αποκαταστήσει την αλήθεια. Γιατί ο διάλογος, κ. Διευθυντή, στον οποίο τόσο απλόχερα παρέχει χώρο η εφημερίδα σας, δεν είναι αυτονόητος για όλα τα έντυπα, παρά και την ρητή συνταγματική επιταγή (άρθρο 14 παρ. 5 αναθεωρημένου Συντάγματος).
Τέλος, μόλις χρειάζεται να διευκρινισθεί ότι το δημόσιο πρόσωπο για τις απόψεις που εκφράζει, λογοδοτεί στο εκλογικό σώμα ως σώμα και όχι σε κατ’ ιδίαν πρόσωπα, ενώ ο δημοσιογράφος, τηρώντας τις άνω αρχές, ελέγχει την κάθε εξουσία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το δημόσιο πρόσωπο ‘απολογείται’ στον δημοσιογράφο, γιατί στην περίπτωση αυτή τίθεται εν αμφιβόλω η διάκριση των εξουσιών.
Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία, ευελπιστώντας ότι οι παρούσες θέσεις μας θα δημοσιευθούν στο ίδιο σημείο όπου και το σχετικό άρθρο σας.

Σταθερή η θέση του «Π.Λ.»

• Επειδή φαίνεται ότι δεν έγινε πλήρως κατανοητό το πνεύμα του σχολίου – θέσης του «Π.Λ.» στο φύλλο της 8/6/21, το αναδημοσιεύουμε αυτούσιο στη συνέχεια υπογραμμίζοντας μόνο εισαγωγικά τη φράση «...δεν κινδυνεύει η δημοκρατία από την κριτική προς πολιτικά, δημόσια πρόσωπα όσο επώδυνη ή άδικη κι αν είναι. Πληγώνεται, ενδεχομένως, από όσα αυτά πράττουν (ανεπίτρεπτο αν ταυτίζουν τον εαυτό τους με το Σύνταγμα και τη Δημοκρατία), αλλά και πάλι έχει τεράστιες αντοχές για να μην κλυδωνίζεται...».

Παράλληλα, τονίζουμε και πάλι ότι ο «Π.Λ.» έχει πάντα ανοιχτές τις στήλες του σε ΟΛΟΥΣ, φιλοξενώντας απόψεις και επισημάνσεις συχνά εκ διαμέτρου αντίθετες, επειδή υποστηρίζει σθεναρά την άποψη ότι η αλήθεια προκύπτει μόνο μέσα από τον δημόσιο και δημοκρατικό διάλογο.
Η θέση λοιπόν του «Π.Λ.» όπως δημοσιεύθηκε στο προχθεσινό φύλλο έχει ως εξής:
«Είναι γνωστό ότι η αλήθεια στα ρεπορτάζ, τα σχόλια και τα άρθρα του συνεργάτη μας δημοσιογράφου Κώστα Καλτσή, αποδίδεται με στοιχεία και με μιά ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα.
Αυτό, ασφαλώς και δε σημαίνει ότι υπονομεύει τη δημοκρατία, ότι αμφισβητεί το Σύνταγμα της χώρας και ότι δήθεν προτρέπει σε βιαιοπραγίες και μάλιστα μέσω της εφημερίδας μας!
Άλλωστε, πάντα υπεραμύνεται της αναγκαιότητας σεβασμού και εφαρμογής των Νόμων, κυρίως απ’ όσους τάχθηκαν να τους υπηρετούν μαζί και τους πολίτες, όπως άλλωστε και ο «Πρωινός Λόγος» πράττει επί δεκαετίες. Γι’ αυτό και η επιστολή του Περιφερειάρχη Αλέκου Καχριμάνη, που δημοσιεύθηκε στον «Π.Λ.» του Σαββάτου ως απάντηση σε άρθρο του, με καταγγελίες ότι τα κείμενα του Κ. Καλτσή κινούνται ...εκτός Συνταγματικής τάξης και πως δι αυτών αμφισβητεί το Πολίτευμα (!) και τη λαϊκή ετυμηγορία, ήταν τουλάχιστον άστοχη και οι μομφές του άτοπες. Πολύ δε περισσότερο που αυτό που καταγγέλλει υποτίθεται ότι διαπράχτηκε δια της εφημερίδας μας, όταν είναι γνωστή η πιστή προσήλωσή της στα δημοκρατικά ιδεώδη.
Δεν κινδυνεύει η δημοκρατία από την κριτική προς πολιτικά, δημόσια πρόσωπα όσο επώδυνη ή άδικη κι αν είναι. Πληγώνεται, ενδεχομένως, από όσα αυτά πράττουν (ανεπίτρεπτο αν ταυτίζουν τον εαυτό τους με το Σύνταγμα και τη Δημοκρατία), αλλά και πάλι έχει τεράστιες αντοχές για να μην κλυδωνίζεται.
Σε ό,τι δε αφορά πως οι αιρετοί δε λογοδοτούν στο δημοσιογράφο αλλά στους πολίτες, ας ληφθεί υπόψη ότι κι αυτός πολίτης- μέρος του εκλογικού σώματος είναι, πέραν του θεσμικού του ρόλου ως ελεγκτή της εξουσίας.
Θα ξαναπούμε, όμως, ότι η πεμπτουσία της δημοκρατίας είναι ο διάλογος, αλλιώς δημιουργείται η αίσθηση ότι επιδιώκεται η αποτροπή της κριτικής.
Γι’ αυτό ο «Πρωινός Λόγος» έχει μεν ανοιχτές σε ΟΛΟΥΣ τις στήλες του, αλλά δε θα επέτρεπε ποτέ και σε κανένα να αμφισβητήσει το Πολίτευμα».