Ιστορίες που γράφει η ζωή… (Ο κουφός και η κακιά πεθερά)

on .

 Ο μπάρμπας-Γρηγόρης, όταν βρίσκεται στο καφενείο του χωριού περιτριγυρίζεται από νεώτερους, που θέλουν να μάθουν παλιές ιστορίες, αληθινές.
Παιδιά θα σας πω μια ιστορία που και εγώ όταν την άκουσα ταράχτηκα και είπα μα υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, με όλη την σημασία ΑΝΘΡΩΠΟΙ, που θα εκπλαγείτε και εσείς όπως κι’ εγώ.
Κάποτε βρέθηκα στο ΚΑΠΗ, στο Κάστρο στα Γιάννενα, με κάποιο φίλο μου, και όπως πίναμε τον καφέ, βλέπουμε στην πόρτα έναν της ηλικίας μας να βοηθάει ένα γέροντα που να προσπαθεί ν’ ανέβει το σκαλοπάτι της πόρτας, που ήταν αρκετά ψηλό.
Μπήκαν μέσα και κάθισαν δίπλα μας. Ο συνοδός αφήνει τον παππού κι έρχεται και χαιρετά τον φίλο μου, που γνωριζόντουσαν και εκείνος συστήνει και μένα.
Μου λέει ο φίλος μου, ο κύριος είναι δάσκαλος στο χωριό μας. Μας λέει ο δάσκαλος ότι ο γέρος είναι θείος του και δεν βλέπει καλά και τον βοηθάω όποτε βρίσκομαι εδώ, να βγει λίγο έξω να περάσει την ημέρα· δεν έχει κανέναν, τα παιδιά του δουλεύουν εκτός νομού, και δεν μπορεί να τους ακολουθήσει. Τώρα έχασε και τη γυναίκα του κι έμεινε ολομόναχος. Γυρίζει προς τον γέρο και του λέει:
- Μπάρμπα, δεν πιστεύω να κάνεις ψέματα και με τα μάτια, όπως έκανες τότε τον κουφό.
Ο γέρος χαμογέλασε, και μετά σαν τον έπιασε «τρεμούλα», αγρίεψε το πρόσωπό του, κι ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό του. «Σφουγκίστηκε» γύρισε το κεφάλι του δεξιά και χωρίς να πει λέξη ακούμπησε τον αγκώνα πάνω στο τραπέζι και γύρισε το κεφάλι, ώσπου βρήκε την παλάμη κι άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι: «Πήραν τ’ απόσκια πήρανε Λελούδω στην αυλή σου…».
Και τότε λέει ο δάσκαλος: Εάν θα σας πω την ιστορία αυτού του γέροντα δεν θα πιστεύετε στ’ αυτιά σας. Και δεν τη λες, του λέει ο φίλος μου, να τη μάθουμε κι εμείς; Αρχίζει ο δάσκαλος την αφήγηση:
- Το 1940 τον κάλεσε η πατρίδα να πάει να πολεμήσει τους Ιταλούς, πήγε κι έφτασε πολεμώντας μέχρι το Αργυρόκαστρο. Ο πόλεμος τελείωσε και γύρισε στο σπίτι του νικημένος μεν αλλά δοξασμένος.
Μετά από χρόνια τον κάλεσε πάλι η πατρίδα να πάρει το όπλο όχι όμως για τον εχθρό, αλλά να πολεμήσει τ’ αδέρφια του, ήταν τα χρόνια του εμφυλίου…
Πόσες οικογένειες ξεκληρίστηκαν, αδερφός να σκοτώνει αδερφό, πόσα παιδιά να τα παίρνουν στις Παιδοπόλεις της «Φρίκης» και στο Παιδομάζωμα για το Παραπέτασμα και να χάνονται, καλά είναι να ξεχάσουμε αυτή τη μαύρη σελίδα της Πατρίδας μας, πολλά δεινά μας έφερε. Βρίσκονται όμως ακόμα και τώρα οι ταχαριστεροί να σπέρνουν τη διχόνοια. Του γέρου-Λεωνίδα του φαινόταν δύσκολο να τουφεκίσει τους αδερφούς του, και σκέφτηκε να κάνει τον κουφό. Δεν του χωρούσε ο νους του να σκοτώνονται τα αδέρφια μεταξύ τους για χάρη των Μεγάλων Δυνάμεων. Δεν πέρναγε από το μυαλό του η ιδέα να χυθεί αδερφικό αίμα.
Πήγε, λοιπόν στη Στρατολογία και έκανε ότι δεν άκουγε τίποτα. Φέρανε έναν γιατρό δίχως να είναι της ειδικότητας οφθαλμίατρος, δεν κατάλαβε τίποτα και του δώσανε ένα χρόνο αναβολή.
Γυρίζοντας στο σπίτι αποφασισμένος να κάνει τον κουφό, και να κρατήσει μυστικό από όλους ακόμα κι από τη γυναίκα του.
Στο τέλος του χρόνου, τελειώνοντας η αναβολή, παρουσιάστηκε πάλι στη Στρατολογία αποφασισμένος να πετύχει το σκοπό του, έκανε ότι δεν καταλαβαίνει τίποτα, με πολύ κόπο και νοήματα να τους ειπεί τι έπαθε:
Όταν ήμουν φαντάρος, τους λέει, στο Ύψωμα της Γραμπάλας, μέσα στο πολυβολείο βρισκόμασταν με έναν συνάδελφό μου· έσκασε μια ιταλική βόμβα πίσω μας, μάς σκέπασαν τα χώματα δίχως να μας βρούνε τα βλήματα, βγήκα μέσα από το χώμα και από τα αυτιά μου έτρεχε αίμα, κι από τότε έχασα την ακοή μου. Πέρασε επιτροπή και του δώσανε απολυτήριο.
Γυρίζοντας στο σπίτι, έκανε πάλι τον κουφό και στη γυναίκα και στα παιδιά του. Ήθελε να περάσουν 4 χρόνια για παραγραφή όπως έλεγε ο νόμος.
Η πεθερά έλεγε στην κόρη της: «Άστον αυτόν τον «κουφούλιακα», είναι άχρηστος και κοίταξε να βρεις κανένα παλικάρι να φτιάξεις τη ζωή σου, και τα παιδιά θα τα φροντίσουμε εμείς. Τον περιγελούσε λέγοντάς του: «Κουφούλιακα, «καφοκούτι» και τί δεν του έλεγε.
Αυτός ο καημένος ακούγοντας τόσα και τόσα πνιγόταν από τον θυμό του, αλλά έκανε όμως υπομονή, γιατί από τη γυναίκα του δεν άκουσε κακιά κουβέντα.
Περάσανε τα 4 χρόνια να ακούει τα ίδια και τα ίδια από την πεθερά του, δίχως όμως να κλονιστεί και το μυαλό της γυναίκας του, από τις παροτρύνσεις της μάνας. Κάποια μέρα φωνάζει τη γυναίκα του και τη «συγχαίρει» και της αποκαλύπτει ότι δεν είναι κουφός τόσα χρόνια. Και όταν τους εξήγησε το λόγο, όλοι «καταχάρηκαν».
Λέει της γυναίκας του: «Να πεις στη μάνα σου και πεθερά μου να μην ξανάρθει στο σπίτι μας, γιατί δεν ξέρω τι θα της κάνω»!
Όταν τα έμαθε η πεθερά τα νέα, κλείστηκε στο σπίτι της και πέθανε από μαρασμό. Τελικά έμαθε όλο το χωριό ότι ο Λεωνίδας δεν ήταν κουφός, αλλά έκανε τον κουφό, για να μην στρέψει το όπλο του κατά των «αδερφών…».
Πήγε στο καφενείο και μαζεύτηκαν όλοι γύρω του και τον ρωτούσαν πως κατόρθωσε τόσα χρόνια να προσποιείται και δεν προδόθηκε.
Τον ρωτήσανε τι αποκόμισε από αυτή του την εμπειρία και τους έλεγε: «Γνώρισα ποιοί είναι οι φίλοι μου, τα μυστικά του σπιτιού μου και το κυριότερο ποιά ήταν η αγάπη της πεθεράς μου». Αυτά μας είπε ο δάσκαλος, και πήρε τον γέρο από το χέρι και φύγανε.
Κοιταχτήκαμε με το φίλο μου, κουνώντας τα κεφάλια με νόημα, λέγοντας: Τί σκαρφίστηκε ο άνθρωπος και σ’ αυτήν την περίπτωση όχι για ίδιον όφελος, αλλά από αγάπη για τον συνάνθρωπο…
Πώς να σήκωνε το όπλο κατά του αδερφού, δεν του πήγαινε η καρδιά του. Ένας απλός άνθρωπος του λαού, αγράμματος, είχε περισσότερο μυαλό από αυτούς που κανονίζουν τις τύχες μας, τους πολιτικούς λέω, που προκειμένου να μην χάσουν την εξουσία τους, την «καρέκλα», δεν το έχουν σε τίποτα να μας αιματοκυλήσουν και να φέρουν το διχασμό.
***
Η χώρα μας τα τελευταία χρόνια ταλανίζεται από την επιτήρηση των δανειστών, από τις προκλήσεις του γείτονα, τα έντονα καιρικά φαινόμενα και τον καταστρεπτικό ιό. Και όμως και πάλι έχουν το θράσος, αντί να μονιάσουν, να αλληλοκατηγορούνται. Ο τσακωμός… για το πάπλωμα. Εδώ κάναν έναν τρομοκράτη σε ρυθμιστικό παράγοντα της πολιτικής ζωής. Τι θλιβερή κατάντια κι’ αυτή. Θα κατέληγε να γίνει μάρτυρας ο τρομοκράτης.
Μέτσοβο