Οι Κινηματογράφοι στα παλιά Γιάννενα...

on .

Όσα θυμούνται οι άνθρωποι απ’ τη ζωή τα λέμε αναμνήσεις. Κι όσο μεγαλώνουν, επιστρέφουν στις παιδικές τους θύμισες και «ακουμπάνε» σε κείνα που τους λυτρώνουν, τους γιατρεύουν, τους επιβραβεύουν, τους καθησυχάζουν. Και ότι θυμούνται ζει μέσα τους. Ευλογημένος είναι εκείνος που κρατά θύμισες γλυκές, λυτρωτικές, αγαπητές.

Τί συναισθήματα μας προκαλούν οι θύμισες; Νοσταλγία, μελαγχολία, μια γεύση γλυκόπικρη. Σαν τις παλιές φωτογραφίες που κοιτάμε, κι ο νους μας, η μνήμη μας, μας ταξιδεύουν στο παρελθόν.
Στα Γιάννενα, την εποχή εκείνη που ήμουν παιδί, υπήρχαν οι κινηματογράφοι: Παλλάδιον, Ορφέας, χειμερινοί - θερινοί, Γρανάδα, Τιτάνια, Δωδώνη και ο θερινός Έσπερος, ενώ αργότερα και το Σινέ Μπίτα.
Ο πιο προσφιλής κινηματογράφος τότε, για μας τα παιδιά, που δεν είχανε ισχυρό «κομπόδεμα» ήταν ο Ορφέας, που στην γαλαρία (εξώστη) η είσοδος κόστιζε 2 και η «πλατεία» 4 δραχμές.
Εμείς προτιμούσαμε τη γαλαρία, όχι μόνο επειδή ήταν πιο φτηνή, αλλά και για λόγους ασφαλείας, να μη μας πάρει «μάτι» κανένας καθηγητής. Όποιος συλλαμβάνονταν, την επομένη τον βγάζανε «στη σέντρα» που λέμε και η αποβολή ήταν αναπόφευκτη.
Έτσι λοιπόν, πιάναμε κάποια γωνία, μην τυχόν και τη γλιτώσουμε. Βέβαια, όταν εκείνα τα χρόνια στα χωριά μας συζητούσαμε για κινηματογράφο στα Γιάννενα, η φαντασία μας οργίαζε.
Κάτι παιδιά από το χωριό μου, που εργάζονταν στα Γιάννενα, μόλις τελείωσαν την δουλειά αργά το απόγευμα, πήγαν να δουν μια κινηματογραφική ταινία με τον Κολοκοτρώνη. Δεν χόρταιναν να τη βλέπουν και θα καθόταν και για την επόμενη παράσταση και έτσι κρύφτηκαν στην τουαλέτα για να μη τους δει ο ταξιθέτης. Το βράδυ θα γύριζαν στο χωριό με το αστικό λεωφορείο.
Έτσι, μόλις έφτασε η ώρα να φύγουν και να μην χάσουν το αστικό, σηκώθηκαν όρθιοι, και τότε ακούστηκε η βροντερή φωνή του Κολοκοτρώνη προς τα παλικάρια του: «Πού πάτε ωρέ λεβέντες;»

Οι δικοί μας νόμισαν ότι μιλάει σε κείνους κι απάντησαν: «Στο χωριό, θα χάσουμε το αστικό μπάρμπα Θόδωρα!» Τόσο μεγάλη ήταν η υποβολή και η ταύτιση με την ταινία.
Εκείνη την εποχή ήταν που μια Γιαννιώτισσα, η Άννα Ιασωνίδου, κατάφερε να γίνει ηθοποιός και να παίξει μάλιστα και πρωταγωνιστικούς ρόλους. Για να την τιμήσουν τα σχολεία των Ιωαννίνων, αποφασίστηκε να επισκεφτούμε ομαδικά τον κινηματογράφο Δωδώνη, όπου παίχτηκε ένα από τα έργα της, για να θαυμάσουμε έτσι το καλλιτεχνικό τέκνο της πόλης μας.
Ο καθηγητής μας των Θρησκευτικών, όταν το έργο είχε εναγκαλισμούς και φιλιά, τα θεωρούσε ακατάλληλα και έβαζε το χέρι μπρος στην κινηματογραφική μηχανή για να μην «σκανδαλιστούμε» από τα τεκταινόμενα στο πανί, παρά τις φωνές διαμαρτυρίας μες στο σκοτάδι.
Ήταν σύνηθες το φαινόμενο αυτό, τα χρόνια εκείνα, να μας πηγαίνουν ομαδικά στον κινηματογράφο, σε ταινίες «εθνικού» περιεχομένου συνήθως, για να μας τονώσουν το εθνικό μας φρόνημα. Αλλά, πέρα από το έργο που θα βλέπαμε, θα χάναμε και το μάθημα, γιατί πολλές φορές ήταν για μας πολύ βαρετό.
Στις «γαλαρίες» τότε συνήθως, όπως είπα, συνωστίζονταν μαθητές και εργαζόμενα νιάτα και δεν ήταν και τόσο καθαρές, γιατί πριν «μπούμε» μέσα παίρναμε κολοκυθόσπορο, «πασατέμπο κοινώς» ή ηλιόσπορο και άκουγες συνέχεια το θόρυβο με το σπάσιμο στα δόντια, και μετά φτύσιμο τα τσόφλια στο πάτωμα. Επίσης, θυμάμαι, ότι σε ταινίες τότε, όπως ο Ταρζάν, ο Ηρακλής, ο Μασίστας, ο Μπρους Λι, ο Σούπερμαν κ.ά. παίρναμε το μέρος του πρωταγωνιστή κι όταν νικούσε τους «κακούς», χειροκροτούσαμε και ταυτιζόμαστε μαζί του και στο σπίτι προσπαθούσαμε να τους μιμηθούμε.
Στα καουμπόικα έργα, θυμάμαι, όταν πυροβολούσαν, πολλοί από εμάς σκύβαμε το κεφάλι, λες και μας σημαδεύανε. Βέβαια να πούμε και του «στραβού το δίκιο», κυνηγούσαμε και κανένα «ακατάλληλο» έργο και όταν διαδραματιζόταν καμιά πολύ ακατάλληλη σκηνή, το τί φωνές ενθουσιασμού ακούγονταν δεν λέγεται.
Να ακούς τα φανταράκια από την γαλαρία να σφυρίζουν και να φωνάζουν: «Χασάπη γράμματα», αν ο χειριστής της μηχανής έκοβε τα γράμματα για να μη διαβάζουμε τι λέγανε οι ηθοποιοί.
Τότε, στις ακατάλληλες ταινίες δεν υπήρχε αυτός ο σημερινός ξεπεσμός, ούτε σε βωμολοχίες, ούτε σε σκηνές και μάλιστα σε ώρες που βλέπανε και παιδιά. Σήμερα η κωμωδία του ελληνικού κινηματογράφου, προκειμένου να «προξενήσει» γέλιο, χρησιμοποιεί λόγια πεζοδρομίου, εν αντιθέσει με τον παλιό καλό κινηματογράφο, που σου περνούσε μηνύματα ηθικά και σου προσέφερε άφθονο γέλιο με τις αξέχαστες ατάκες. Είπαμε, όμως, ότι όλα σήμερα θυσιάζονται στο βωμό του χρήματος.
Ας επανέλθουμε στους κινηματογράφους της μικρής μας πόλης. Σήμερα στο χώρο του θερινού Ορφέα είναι ανοιχτός χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, ενώ ο χειμερινός μετατράπηκε σε μοντέρνα πολυκατοικία, το Παλλάδιο υπάρχει στη θέση του ως ξενοδοχείο, η Τιτάνια είναι φούρνος, η Δωδώνη έγινε τράπεζα, ο Έσπερος έγινε Δικαστικό Μέγαρο.
Θλίβομαι και λυπάμαι, γιατί τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, έχασαν αυτά που βιώσαμε εμείς. Μεγαλώνουν με τα VIDEO GAMES και τα παιχνίδια των τηλεοπτικών συσκευών, με το κινητό στο χέρι, κλεισμένα μέσα στους τοίχους του σπιτιού και στον εαυτό τους, χωρίς ενδιαφέροντα και πειράγματα των νεανικών εκείνων χρόνων. Κρίμα...
(Μέτσοβο)