Μέγας Κωνσταντίνος ο Ισαπόστολος

on .

Ο Μέγας Κωνσταντίνος υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα όσο και τα πιο αμφιλεγόμενα πρόσωπα της παγκόσμιας Ιστορίας. Ήταν ο αυτοκράτορας εκείνος που δεν έγραψε απλώς Ιστορία, αλλά που άλλαξε άρδην τον ρου της Ιστορίας αφού αναγνώρισε ουσιαστικά ως κυρίαρχη θρησκεία της Αυτοκρατορίας τον μέχρι τότε διωκόμενο σκληρά Χριστιανισμό, ενώ με το Έδικτο των Μεδιολάνων κήρυξε την Ανεξιθρησκία, μια πράξη που ήταν πολύ προοδευτική έως κι απίστευτη για την εποχή του.
Ο Imperator Caesar Flavius Valerius Constantinus Augustus, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, άλλαξε ριζικά έναν

ολόκληρο κόσμο που πλέον δεν τον ικανοποιούσαν οι Εθνικές θρησκείες και οι Μυστηριακές λατρείες –είτε ευρωπαϊκές, είτε εισαγόμενες από τη Ασία– και που ζούσε σε μια παρατεταμένη εποχή αγωνίας η οποία αν δεν τελείωνε θα κατέστρεφε την Αυτοκρατορία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος όχι μόνον έπαυσε τους διωγμούς αλλά προήδρευσε ο ίδιος της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου που συνεκλήθη για να λύσει δογματικά θέματα πίστεως της Εκκλησίας. Αξίζει να αναφέρουμε ότι οι Αποστολικοί Πατέρες θεωρούσαν ως κάτι το απίθανο ότι θα μπορούσε κάποια ημέρα να υπάρξει Χριστιανός αυτοκράτορας στον Θρόνο της Ρώμης.    
Γεννημένος στη Ναϊσό της Μοισίας, την 22α Φεβρουαρίου του 280 μ.Χ., Ιλλυριός στην καταγωγή, ήταν υιός του Καίσαρα Κωνσταντίου Α’ του Χλωρού και της Ελένης, θυγατέρας πανδοχέως από τη Μικρά Ασία η οποία είχε ασπασθεί ήδη τον Χριστιανισμό. Η πίστη της μητέρας του έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του, καθώς και στις αποφάσεις που θα ελάμβανε ως Αυτοκράτορας. Το 305 μ.Χ. οι Αύγουστοι Διοκλητιανός και Μαξιμιανός παραιτήθηκαν  και τις θέσεις τους κατέλαβαν οι Κωνστάντιος και Γαλέριος αντιστοίχως. Ο Κωνστάντιος κάλεσε τότε τον υιό του στη Γαλατία και μετά το θάνατό του ο στρατός ανεκήρυξε τον Κωνσταντίνο ως Αυτοκράτορα στις 25 Ιουλίου 306. Μετά από λίγους μήνες, στη Ρώμη ο Μαξέντιος, υιός του Μαξιμιανού, ανακηρύχθηκε επίσης Αυτοκράτορας. 
Την άνοιξη του 312 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος, άρχισε τον πόλεμο κατά του Μαξεντίου, τον οποίο και νίκησε στη μάχη της Μιλβίας γέφυρας. Άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μάχη και τον θρίαμβο του στη γέφυρα Μιλβία είναι το περίφημο όραμα του Κωνσταντίνου. Όπως είπε ο ίδιος, την παραμονή της μεγάλης σύγκρουσης, είδε σε ενύπνιο το φωτεινό σταυρό, που σχηματιζόταν με τα ελληνικά γράμματα Χ-Ρ, με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα». Ο βιογράφος του, Ευσέβιος Καισαρείας, παρατηρεί μόνο ότι ξεκινώντας ο Κωνσταντίνος να σώσει τη Ρώμη, «προσευχήθηκε στον Θεό του ουρανού και για τον Λόγο του, τον Ιησού Χριστό». Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός είναι ότι με τη βοήθεια του Σταυρού στο λάβαρό του άρχισε να πετυχαίνει τη μία νίκη μετά την άλλη.
 
Το Διάταγμα
των Μεδιολάνων
Μετά τις περιφανείς νίκες του, η Σύγκλητος της Ρώμης, απένειμε στον Κωνσταντίνο τον τίτλο του πρώτου Αυγούστου. Όμως εκείνος δεν είχε σκοπό να σταματήσει στη Ρώμη, αφήνοντας στη μέση την πορεία που είχε ξεκινήσει. Το 313 μ.Χ. συνέβη ένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Ο Κωνσταντίνος συναντήθηκε μαζί με το Λικίνιο και αποφασίσθηκε το λεγόμενο: «έδικτον του Μεδιολάνου», σύμφωνα με το οποίο θα σταματούσαν οι διωγμοί εναντίον των Χριστιανών. Πιο συγκεκριμένα, κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκία και η θρησκευτική ελευθερία όλων των υπηκόων της Αυτοκρατορίας, ενώ ο Χριστιανισμό έγινε θρησκεία επιτρεπτή και νόμιμη για τους Ρωμαίους πολίτες. Κατά συνέπεια οι Χριστιανοί μπορούσαν ελεύθεροι να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και να αναγείρουν τους λατρευτικούς τους οίκους. Όμως ο Χριστιανισμός δεν αναγνωριζόταν ως επίσημη και προστατευόμενη θρησκεία της Αυτοκρατορίας. 
Τελικά, στη μάχη της Αδριανούπολης την 3η Ιουλίου 323 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος νίκησε και τον Λικίνιο και κατέστη πλέον ο ίδιος μονοκράτορας μίας απέραντης Αυτοκρατορίας, που ξεκινούσε από την Ασία κι έφθινε μέχρι τις βρετανικές νήσους.
Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος
Η ζωή της πρώτης Εκκλησίας, ταλανίσθηκε σκληρά από τις διάφορες αιρετικές διδασκαλίες. Μεταξύ αυτών ήταν και ο «Αρειανισμός», οι δοξασίες του Αρείου, ενός χαρισματικού ανθρώπου που ζούσε και δρούσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Αντίπαλος του Αρείου ήταν ο γηραιός επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, αλλά ουσιαστικά εκείνος που τον αντιμετώπιζε ήταν ο Μέγας Αθανάσιος που τότε ήταν ακόμα  Αρχιδιάκονος της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας. Την 20η Μαΐου του 325 μ.Χ. ο  Κωνσταντίνος παρευρέθηκε στην έναρξη της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, στη Νίκαια της Μικράς Ασίας, και προήδρευσε τιμητικά στις εργασίες της, ώσπου, τελικά, καταδικάσθηκε ο Άρειος και οι δοξασίες του από τους 318 Πατέρες- Επισκόπους της Εκκλησίας.  
 Η Κωνσταντινούπολη
Την 26η Νοεμβρίου 326 ο Κωνσταντίνος, έθεσε τον θεμέλιο λίθο στην Κωνσταντινούπολη ιδρύοντας την νέα Βασιλεύουσα Πόλιν. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι το να ονομασθεί κάποια πόλη με το όνομα του ιδρυτή της ήταν μια αρχαία παράδοση που ερχόταν από την εποχή του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος. 
Ο Κωνσταντίνος ανήγειρε πολυάριθμα διοικητικά κτίρια, ανακτορικά οικοδομήματα, λουτρά και αντιπροσωπευτικές επίσημες εγκαταστάσεις. Η έδρα της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε και επισήμως σ’ αυτήν την 11η Μαΐου 330 μ.Χ., μέσα σε κλίμα εορτασμών. 
Ο Κωνσταντίνος έλαβε το βάπτισμά του, λίγο προ του θανάτου του από τον Ευσέβειο Καισαρείας, την 21η Μαΐου του 337. Οι λαθεμένες πράξεις του για τις οποίες τον κατηγορούν οι νέο-ειδωλολάτρες μέχρι και σήμερα δεν ήταν βεβαίως μέσα στο πλαίσιο της χριστιανικής ηθικής, αλλά ξεχνούν όμως εσκεμμένως όλοι αυτοί, ότι μια Αυτοκρατορία δεν διοικείται με «λευκά γάντια». Από την άλλη μεριά, ο Κωνσταντίνος δικαιώθηκε από τη Ιστορία για την επιλογή του υπέρ της Χριστιανικής Πίστεως και του λόγου του Ευαγγελίου. Απόδειξη τούτου είναι η πλήρης αποτυχία του ανιψιού του, Ιουλιανού του Παραβάτη, στην προσπάθεια του να επαναφέρει τη Εθνική θρησκεία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε στρέψει οριστικά αλλού τον ρου της παγκόσμιας Ιστορίας και στα χίλια χρόνια του χριστιανικού της βίου η Βασιλεύουσα που εκείνος ίδρυσε, πάσχισε –ασχέτως από το πόσο το πέτυχε ή όχι– να πραγματώσει τη Βασιλεία του Θεού επί της γης. 
Ο Κωνσταντίνος επέβαλε το 321 μ.Χ. την Κυριακή ως «εόρτιο ημέρα», δηλαδή αργία. Έκτισε ναούς. Βοήθησε να αποδοθούν τα κτήματα στους χριστιανούς ιδιοκτήτες τους, που είχαν αφαιρεθεί την εποχή των διωγμών. Η δε Εκκλησία τον τίμησε, ως όφειλε, συγκαταλέγοντας τον, μαζί με την Μητέρα του, Αγία Ελένη,  μεταξύ των Αγίων της και χαρακτηρίζοντας τον «Πρώτον Χριστιανό Βασιλέα και Αυτοκράτορα».   
 * Ο Κωνσταντίνος Χασόγιας είναι πτυχιούχος Θεολογικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α.