Η πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι

on .

 Τον κύριο ρόλο στη νίκη αυτή έπαιξε το στρατηγικό δαιμόνιο του Γέρου του Μοριά Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Στην αρχή της επανάστασης οι άλλοι οπλαρχηγοί υποστήριζαν να επιτεθούν και να καταλάβουν τα φρούρια περιφερειακά της Πελοποννήσου.

Ο Κολοκοτρώνης διέβλεπε ότι πρώτα πρέπει να κυριευθεί το κέντρο (Τριπολιτσά) για να παραλύσει ο αντίπαλος. Και τα γεγονότα τον δικαίωσαν.

Οι πρώτες οδηγίες που έδωσε απέβλεπαν στην οχύρωση όλων των καταλλήλων θέσεων γύρω από την Τριπολιτσά. Έτσι, εάν οι Τούρκοι επιχειρούσαν έξοδο για να διαλύσουν τους επαναστάτες, θα μπορούσαν εύκολα να τους αντιμετωπίσουν. Όταν οι επαναστάτες επιχειρήσουν την άλωση της Τριπολιτσάς, θα έχουν περισσότερες πιθανότητες να το επιτύχουν. Με τα οχυρά σε επίκαιρα σημεία γύρω από την Τριπολιτσά θα διέκοπτε τις επικοινωνίες απ’ έξω και διαρκώς περισφιγγομένη η πόλη θα εξαναγκάζονταν σε παράδοση.

Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης τοποθετήθηκε κοντά στο Βαλτέτσι, όπου και έγιναν και οι ισχυρότερες οχυρώσεις, γιατί από εκεί μπορούσε να ελέγχει όλα τα σημεία. Έπειτα ήταν και το οχυρότερο σημείο το Βαλτέτσι.
Στο μεταξύ, ο Χουρσίτ που πολιορκούσε τον Αλή Πασά στα Γιάννενα, αποφάσισε να στείλει τον επιτελάρχη του Κεχαγιάμπεη Μουσταφά στη Πελοπόννησο με 3.500 στρατιώτες. Ο Χουρσίτ ανησυχούσε για τους θησαυρούς που είχε στην Τριπολιτσά. Ο Κεχαγιάμπεης πέρασε από τη Βόρεια Πελοπόννησο καίοντας και καταστρέφοντας και στις 30 Απριλίου 1821 μπήκε στην Τριπολιτσά.
Στις 12 Μαΐου 1821 αποφάσισαν οι Τούρκοι να βγουν από την Τρίπολη και να επιτεθούν στους Έλληνες. Το πρώτο σώμα του τουρκικού στρατού, που βγήκε έξω από την Τριπολιτσά, είχε αρχηγό τον Ρουμπή από τα Βαρδουνοχώρια με δύναμη τρεις χιλιάδες στρατιώτες. Προορισμένο το σώμα αυτό για την πρώτη επίθεση κατά του Βαλτετσίου. Ακολούθησαν άλλα τέσσερα πολυάριθμα σώματα.
Ο Κεχαγιάμπεης σκόπευε με κεραυνοβόλες ενέργειες με τις μεγαλύτερες δυνάμεις του κατά του Βαλτετσίου και των γειτονικών του οχυρών θέσεων να επιτύχει ή την αιχμαλωσία ή τον διασκορπισμό των εκεί επαναστατών χωρίς τουρκικές θυσίες και να παραλύσει οριστικά κάθε αντίσταση. Οι Έλληνες όμως τους περίμεναν με τα όπλα στα χέρια. Ο Ρουμπής με το σώμα του επιτέθηκε με όλη την ορμή του κατά του προμαχώνα του Μήτρο Πέτροβα. Οι Έλληνες και οι Τούρκοι εντός βολής, αλλά και εντός φωνητικής ακτίνας, ώστε ακούγονταν οι μεταξύ τους στιχομυθίες.
-Βρε Ρωμιοί, μα το καλό που σας θέλουμε ρίξτε τα άρματα, ελάτε να προσκυνήσετε και μα του Ραμπή (=του Θεού) το όνομα και του μεγάλου προφήτη και μα τα τέσσερα κιτάπια του Θεού -την Γραφή, τους Ψαλμούς του Δαυίδ, το Ευαγγέλιο και το Κοράνι- και μα του βασιλιά μας το κεφάλι, τρίχα σας δεν θα πειραχθεί. Επειδή το ξέρουμε πως σας γελάσανε και δεν είναι από λόγου σας.
Δεν είχε πέσει ακόμη ούτε μια ντουφεκιά. Οι Τούρκοι ήλπιζαν ίσως ότι με τις υποσχέσεις τους, αν δεν παραπλανούσαν τους Έλληνες να παραδοθούν, θα προκαλούσαν διαφωνίες μεταξύ τους και ότι πολλοί θα έφευγαν. Μετά τους λόγους των Τούρκων ακούστηκαν γέλια από το ελληνικό οχύρωμα. Και αμέσως ο εκτελών χρέη κήρυκα Έλληνας απάντησε: «Βρε Τούρκοι, το καλό που σας θέλουμε, δώστε μας τα άρματά σας, αν θέλετε να σας χαρίσουμε τη ζωή και να σας στείλουμε όπου θέλετε. Γιατί θα μας παρακαλάτε ύστερα και δεν θα σας ακούμε. Και πάνε εκείνα που ξέρατε».
Αμέσως δεκατέσσερις Τούρκοι σημαιοφόροι με τις σημαίες ψηλά όρμησαν προς το ελληνικό οχύρωμα για να στήσουν εκεί επάνω τις σημαίες τους άστραψε αμέσως ομοβροντία από την ελληνική γραμμή. Οι σημαιοφόροι θερίστηκαν και κυλίστηκαν στο έδαφος με τις σημαίες τους. Η πρώτη έφοδος ανακόπηκε και έγινε δεύτερη ορμητικότερη. Αναχαιτίστηκε και αυτή. Μετά από λίγο ο Ρουμπής ανέπτυξε το σώμα του και η μάχη γενικεύτηκε.
Οι Τούρκοι κινούνταν κυκλικά για να κυκλώσουν τους Έλληνες στους προμαχώνες τους, αλλά είχαν μεγάλες απώλειες γιατί ήταν ακάλυπτοι. Οι άνδρες των ελληνικών οχυρωμάτων δεν κάμφθηκαν ούτε μια στιγμή. Ακούραστοι πυροβολούσαν συνεχώς. Αντιλαμβάνονταν την κύκλωση που άρχισαν από τη βορεινή πλευρά, αλλά έμειναν στις θέσεις τους βέβαιοι ότι μόνο σταθερή άμυνα και ακατάπαυστο πυροβολητό κατά του ισχυρού εχθρού θα τους έσωζε. Ο Κολοκοτρώνης έκαμε τις κατάλληλες κινήσεις για να ισχυροποιηθούν. Μία γυναίκα που βρισκότανε στο σώμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, έτρεχε διαρκώς από τον ένα προμαχώνα στον άλλον και μοίραζε πολεμοφόδια. Ήταν Μανιάτισσα και ονομάζονταν Σταυριάνα.
Ήδη η ημέρα έκλινε προς τη δύση. Στήθηκαν κανόνια στην πεδιάδα για να χτυπηθεί ο κεντρικός ελληνικός προμαχώνας. Αλλά αμέσως οι Τούρκοι πυροβολητές απελπίστηκαν. Η θέση ήταν ακατάλληλη. Τότε ο Κολοκοτρώνης, βέβαιος πλέον για τη σταθερότητα του κλοιού που σχηματίστηκε γύρω από τον Ρουμπή, έτρεξε σ’ ένα ύψωμα που ονομάζεται και σήμερα ακόμη «του Κολοκοτρώνη το βουνό» και φώναξε προς τον προμαχώνα του Μητρο-Πέτροβα με τη βροντώδη φωνή του για να ακουστεί από τους Τούρκους: «Μπάρμπα Μήτρο, έρχεται ο Κολοκοτρώνης με δέκα χιλιάδες και ο Πετρόμπεης με όλους τους Μανιάτες. Βαστάτε και σας φέρνω από όλα».
Ο Μητρο-Πέτροβας απάντησε με μια μπαταριά. Ο ηρωικός αυτός γέρος με τη λευκή γενειάδα, φαινόμενο αντοχής, ενώ διεύθυνε τον προμαχώνα του μάχονταν συγχρόνως συνεχώς από τα χέρια των ακολούθων του τα τουφέκια που του γέμιζαν. Όρθιος, χωρίς ούτε μια στιγμή ανάπαυση, πυροβολούσε ακατάπαυστα. Είχε την ικανότητα της ευθυβολίας και το τουφέκι του θαυματούργησε. Χτυπούσε κατά προτίμηση τους έφιππους Τούρκους που ορμούσαν καλπάζοντας με το ένα χέρι στα μάτια και με το άλλο κράδαιναν το σπαθί.
Κατά τη νύχτα ο Κολοκοτρώνης από το ίδιο σημείο έκαμε αιφνιδιαστική έφοδο φέρνοντας μαζί του και ζώα βαριά φορτωμένα από ψωμί, κρέατα ψημένα και πολεμοφόδια. Η φωνή του ακούστηκε πάλι, αλλά από πολύ κοντά αυτή τη φορά: «Ζωντανούς θα σας πιάσω. Είμαι ο Κολοκοτρώνης». Ποιος είσαι; Ρώτησαν ξαφνιασμένοι οι Αλβανοί. «Ο Κολοκοτρώνης»! Ανοίχτηκε αμέσως διάδρομος από τον τρόμο και την κατάπληξη και ο Κολοκοτρώνης πέρασε (Τέτοιον τρόμο προκαλούσε στους Αλβανούς το όνομα του Κολοκοτρώνη!).
Η παρουσία του αρχηγού ανάμεσα στους μαχόμενους στους προμαχώνες προκάλεσε ενθουσιασμό. Ο Κολοκοτρώνης μοίρασε τις προμήθειες που έφερε και ρώτησε τους αρχηγούς αν θέλουν ενίσχυση από άνδρες από τα σώματα που βρίσκονταν κοντά. Εκείνοι προτίμησαν να εξακολουθήσει η πίεση του Ρουμπή από τα νώτα. Τα μεσάνυχτα έφθασαν αρκετές ενισχύσεις.
Η μάχη κράτησε όλη τη νύχτα 12-13 Μαΐου, γιατί την διευκόλυνε το φεγγάρι. Ζωήρευσε το πρωί με την άφιξη των ελληνικών βοηθειών. Τότε ο Ρουμπής αποκλεισμένος από παντού και μη βλέποντας ελπίδα νίκης φοβούμενος, μάλιστα, τελεία φθορά, έκαμε σημεία δια ρυθμικής ανάφλεξης πυρίτιδας προς τον Κεχαγιάμπεη ότι έπρεπε να μετατοπισθούν προς τα πίσω. Ο αρχηγός έδωσε το σύνθημα της υποχώρησης.
-Απάνω τους, Έλληνες, φώναξε ο Κολοκοτρώνης.
Η τουρκική υποχώρηση μετατράπηκε σε φυγή. Οι Τούρκοι πανικόβλητοι πετούσαν μπροστά στους Έλληνες τα ασημένια όπλα τους για να σωθούν και αυτό έσωσε πολλούς, διότι πολλοί από τους επιτιθέμενους Έλληνες απασχολήθηκαν με αποκόμιση των εγκαταλειπομένων όπλων. Αλλά, δεν επρόκειτο απλώς για συγκέντρωση λαφύρων. Οι Έλληνες στρατιώτες είχαν μεγάλη ανάγκη από όπλα και έβλεπαν τα όπλα που πετούσαν οι Τούρκοι γιαταγάνια, τουφέκια και πιστόλια σαν το μεγαλύτερο δώρο της νίκης. Όμως, η καταδίωξη, κατά την οποία το σώμα του Πλαπούτα υπήρξε το ορμητικότερο, δεν σταμάτησε παρά σε μικρή απόσταση από την Τριπολιτσά. Οι Τούρκοι επέστρεψαν κουβαλώντας μαζί τους 635 τραυματίες και κλείστηκαν στην Τριπολιτσά, αφού άφησαν στο πεδίο της μάχης και στο δρόμο της φυγής 514 νεκρούς και τόσα όπλα, ώστε μπορούσαν να οπλιστούν με αυτά τέσσερις χιλιάδες άνδρες. Από τους Έλληνες φονεύτηκαν τέσσερις και τραυματίστηκαν δέκα εφτά.
Αυτή ήταν η πρώτη σημαντική νίκη του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων. Η μάχη κράτησε εικοσιτρείς ώρες και απέδειξε τι μπορούσαν να κάμουν οι Έλληνες όταν μάχονταν. Ο Κεχαγιάμπεης είχε ξεκινήσει από την Τριπολιτσά για να επαναλάβει το τουρκικό κατόρθωμα του 1770 (Ορλωφικά) και επέστρεψε τσακισμένος. Η ατυχία του στο Βαλτέτσι ήταν πραγματική ήττα γενικότερης σημασίας, αφού αν κατόρθωνε να διασκορπίσει το εκεί ελληνικό στρατόπεδο θα εξασφάλιζε την επιτυχία του σκοπού της εκστρατείας του.
Εκεί ήταν το επαναστατικό κέντρο. Αν ο Κεχαγιάμπεης το καταλάμβανε θα ήταν σαν να είχε χτυπήσει την κεφαλή της επανάστασης. Τα άκρα, δηλαδή οι διάφορες πολιορκίες των παραθαλασσίων φρουρίων, θα παρέλυσαν. Και δεν υπήρχε ελπίδα ανασύστασης του αγώνα, που βρισκότανε ακόμη στην αρχή του. Έτσι, ο Κολοκοτρώνης έσωσε την Επανάσταση στο ξεκίνημά της…
Αν καταβάλλονταν η Πελοπόννησος τον Μάιο του 1821 η επανάσταση θα είχε σβήσει. Σκέπτονταν, μάλιστα, ακόμη ο Κεχαγιάμπεης να προτείνει τη μετατόπιση των ελληνικών πληθυσμών της χερσονήσου σε άλλα μέρη και την ομαδική εγκατάσταση μεγάλου αριθμού Τούρκων, ώστε η Πελοπόννησος να χάσει τον ελληνικό της χαρακτήρα για πάντα. Έτσι, βλέπουμε ότι ο Γέρος του Μοριά δεν έσωσε μόνο την Επανάσταση, αλλά έσωσε και το Γένος των Ελλήνων από τον αφανισμό…
Όταν είδαν στην Τριπολιτσά να επιστρέφουν τα συντρίμματα του στρατού, ο οποίος είχε αναχωρήσει πριν από 30 ώρες ανυπόμονος να καθυποτάξει την Πελοπόννησο, έμειναν εμβρόντητοι. Οι κάτοικοι δοκίμασαν τα συναισθήματα της κατάπληξης, του πένθους, του φόβου και της οργής. Έμειναν κατάπληκτοι, διότι δεν φαντάζονταν ότι οι λίγοι ραγιάδες οι στρατολογηθέντες από τους «κλέφτες» και μερικούς απιστήσαντες κοτσαμπάσηδες ήταν δυνατό να νικήσουν τόσο ισχυρό στρατό.
Το πένθος ήταν γενικό, διότι το κυρίως σώμα που έπαθε τη μεγαλύτερη καταστροφή του Ρουμπή αποτελούνταν από ντόπιους Τούρκους. Οι νεκροί προέρχονταν από αυτούς και οι χήρες τους άφηναν σπαρακτικές κραυγές για τους άντρες τους, των οποίων τα πτώματα έμεναν άταφα στην πεδιάδα του Βαλτετσίου. Έπειτα, οι περισσότεροι από τους μεταφερθέντες τραυματίες πέθαιναν ομαδικά κατά τις πρώτες ημέρες από τη μόλυνση των τραυμάτων τους.