Η υποχωρητικότητα βλάπτει σοβαρά και την Κύπρο!

on .

• Μια πολύ μικρή μειοψηφία «Νενέκων» χρόνια τώρα από σημαντικές θέσεις εξουσίας προσπαθούν συστηματικά με ψευδή και παραπλανητικά επιχειρήματα και επιχειρήματα του τύπου ειρήνη ή πόλεμος να διαμορφώσουν μια νοοτροπία ενδοτισμού και υποχωρητικότητας, για κατευνασμό δήθεν της επιθετικότητας της Τουρκίας χρησιμοποιώντας ως κύριο μέσο τον φόβο.
Σκόπιμα παραγνωρίζουν την πρόσφατη ιστορική πραγματικότητα, την ουτοπική και αναποτελεσματική πολιτική κατευνασμού της Χιτλερικής Γερμανίας, πολιτική που οδήγησε στην αποθράσυνση του Χίτλερ και στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με εκατομμύρια θύματα.
Η μόνη απάντηση που ο λαός, και εδώ και στην Κύπρο, θα πρέπει να δώσει σε όλους αυτούς, είναι αυτή που έδωσε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σε όσους, έντρομοι μπροστά στον Ιμπραήμ και τα στρατεύματά του που αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο, πετούσαν τα όπλα και έσπευδαν να προσκυνήσουν τον Ιμπραήμ, «Φωτιά και τσεκούρι» στους προσκυνημένους.
Δυστυχώς ο ενδοτισμός είναι τέτοιος που άρχισαν ήδη κάποιες θορυβούσες μειοψηφίες να ταυτίζονται με τον εχθρό, που στην περίπτωση της Κύπρου βρίσκεται εντός των τειχών για αρκετές δεκαετίες! Αυτό που θέλουμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι η πολιτική υποχωρητικότητας που ακολουθήθηκε και ακολουθείται από τους εκάστοτε ηγέτες τόσο της Ελλάδος όσο και της Κύπρου, στο παρελθόν και στο παρόν, καθώς και τα λάθη και οι παραλείψεις, είχαν και έχουν ως συνέπεια την όξυνση των υφιστάμενων και τη δημιουργία άλλων ακόμα σοβαρότερων προβλημάτων.
Τα πιο οδυνηρά, κατά τη γνώμη μας, δεν οφείλονται μόνο σε λανθασμένες εκτιμήσεις των γεγονότων μέσα από το πρίσμα του φοβικού συνδρόμου, αλλά, ακόμα χειρότερα, στην υποταγή και συμμόρφωση στις «υποδείξεις» και τις «επιθυμίες» ξένων παραγόντων. Και πρώτα αναφορικά με το Κυπριακό πρόβλημα:
Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή έδωσε για πρώτη φορά νομικό έρεισμα στην Τουρκία να υπερβεί τον σκόπελο των προνοιών της συνθήκης της Λωζάνης, σύμφωνα με τις οποίες είχε αποποιηθεί κάθε δικαιώματος στην Κύπρο. Πώς; Πρώτα πέφτοντας στην παγίδα των Άγγλων με τις τριμερείς συναντήσεις μεταξύ Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας, και μετά με τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959 για παροχή ανεξαρτησίας στη μεγαλόνησο μετά τον επικό αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού το 1955-59 για αποτίναξη του Αγγλικού ζυγού και Ένωση με τη μητέρα Ελλάδα.
Σημειωτέον ότι αυτές οι συνθήκες, πρώτον, επιβλήθηκαν στον Μακάριο εκβιαστικά από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και, δεύτερο, ουδέποτε τέθηκαν στην κρίση του κυρίαρχου λαού, ο οποίος βρέθηκε προ τετελεσμένων. Ακόμα χειρότερα, με αυτές τις συνθήκες όχι μόνο δόθηκαν εγγυητικά δικαιώματα στην Τουρκία, αλλά για πρώτη φορά μετά την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς το 1571 αποβιβάστηκε Τουρκικό στρατιωτικό άγημα επίσημα στο νησί!
Ο σπόρος της διαίρεσης και της σύγκρουσης που φύτεψαν οι Βρετανοί, τα υπερπρονόμια που δόθηκαν στη μειοψηφία, το δικαίωμα αρνησικυρίας σε όλα τα θέματα που προέκυπταν και οι διαχωριστικές πρόνοιες με βάση τις φυλετικές και θρησκευτικές διαφορές δεν άργησαν να δώσουν αιματηρούς καρπούς με το οργανωμένο από τους εξτρεμιστές Τουρκοκύπριους σε συνεργασία με την Τουρκία πραξικόπημα για κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1963, τρία χρόνια μετά την ίδρυσή της, και τους Τουρκικούς βομβαρδισμούς με βόμβες ναπάλμ που ακολούθησαν.
Το 1967 η Ελλάδα (η χούντα), υποκύπτοντας στο τελεσίγραφο της Τουρκίας, απέσυρε από την Κύπρο την Ελληνική μεραρχία και έτσι το νησί έμεινε ανοχύρωτο στο έλεος των διαθέσεων της Τουρκίας. Το 1974, μετά το εγκληματικό αποτυχημένο χουντικό πραξικόπημα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ενώ οι Τούρκοι εισέβαλλαν στην Κύπρο, βίαζαν και σκότωναν ανυπεράσπιστους πολίτες, είπε στο διάγγελμά του το περιβόητο «Η Κύπρος κείται μακράν» και άφησε στο έλεος των Τούρκων εισβολέων τις τύχες του Κυπριακού Ελληνισμού!
Έτσι οι Τούρκοι, παραβιάζοντας την ανακωχή επέκτειναν το μικρό προγεφύρωμα που είχαν δημιουργήσει στο Πέντε Μίλι καταλαμβάνοντας το ένα χωριό μετά το άλλο, τη μια πόλη μετά την άλλη, εξαναγκάζοντας βάσει σχεδίου τον ντόπιο πληθυσμό να εγκαταλείψει τις πατρογονικές εστίες για να σωθεί, αλλά και αποβίβασαν, στο μεσοδιάστημα μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου Αττίλα, όσες δυνάμεις ήθελαν, χωρίς καμιά ουσιαστική αντίδραση από την Ελλάδα, για ένα περίπου μήνα, και ανενόχλητοι και πάλι κατέλαβαν το 37% του Κυπριακού εδάφους εξαναγκάζοντας 200.000 ελληνοκυπρίους να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς.
Έτσι, από τις τρεις εγγυήτριες της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου, η μια, η Τουρκία, είναι υπόλογος για την εισβολή και κατοχή, η δεύτερη, η Βρετανία επειδή έμεινε, τουλάχιστον φαινομενικά αμέτοχη, παρόλο που παρασκηνιακά ενθάρρυνε και υποβοήθησε την Τουρκική εισβολή, και η τρίτη, η Ελλάδα έκανε το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου δίνοντας το πρόσχημα στην Τουρκία για εισβολή και κατοχή και εν συνεχεία εγκατέλειψε την Κύπρο στη τραγική μοίρα της.
Απουσία μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής, εξάρτηση από τη μια μεγάλη δύναμη ή την άλλη, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ή τη Γερμανία πρωτίστως, φοβία που οδηγεί σε αναβλητικότητα λήψης αποφάσεων και υποχωρητικότητα ως αποτέλεσμα της εξάρτησης και της φοβίας, οικονομική χρεοκοπία και υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας για ένα αιώνα, παραμέληση της ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων, αδυναμία κατανόησης των εθνικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο ή, το χειρότερο, αδιαφορία γι’ αυτά, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτικής που ακολουθήθηκε.
Συνέπεια: μετά από παρέλευση 46 ετών η κατάσταση χρόνο με τον χρόνο γίνεται χειρότερη και τραγική. Εκτός από το εθνικό κέντρο, τις Ελληνικές κυβερνήσεις, μεγίστη ευθύνη φέρουν και οι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί. Τόσο ο Μακάριος, όσο και οι μετέπειτα Πρόεδροι της Δημοκρατίας, έπεσαν στην παγίδα των Άγγλο-Αμερικανών κα αντί να εστιάσουν την πολιτική τους στην παράνομη εισβολή και κατοχή, σύρθηκαν σταδιακά στις διακοινοτικές συνομιλίες, μετατρέποντας έτσι το πρόβλημα εισβολής και κατοχής μιας ανεξάρτητης χώρας σε πρόβλημα μεταξύ των δύο κοινοτήτων, και στο να αποδεχτούν ως βάση για λύση τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, δηλαδή και τους δυο άξονες της πολιτικής του Κίσινγκερ και των Άγγλων, των οποίων το μόνο ενδιαφέρον ήταν η διατήρηση των παράνομων στρατιωτικών βάσεών τους στην Κύπρο.
Και αντί οι Ελληνοκύπριοι ηγέτες να καταρτίσουν με τη βοήθεια ειδικών διεθνολόγων και συνταγματολόγων ένα Σύνταγμα βασισμένο στις αρχές του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου που θα κατοχύρωνε τα δικαιώματα της πλειοψηφίας και συγχρόνως θα εξασφάλιζε τα μειονοτικά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων και των άλλων μειονοτήτων, με τις αλλεπάλληλες υποχωρήσεις τους, κατέληξαν να αποδεχτούν την Αγγλικής εμπνεύσεως και προδιαγραφών, πρωτοφανή στα διεθνή χρονικά, ρατσιστική λύση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, ένα έκτρωμα που γίνεται ακόμα πιο απεχθές και δυσλειτουργικό με τις απαράδεκτες από κάθε άποψη παραχωρήσεις που έγιναν προς την Τουρκοκυπριακή μειονότητα.
Οι πρόνοιες της λύσης αυτής είναι τέτοιες που ουσιαστικά αναγνωρίζεται νομικά και διεθνώς η λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» που παράνομα και μονομερώς ανακηρύχθηκε το 1985 και αναγνωρίστηκε μόνο από την Τουρκία. Δεν πρόκειται, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, για Ομοσπονδία, αλλά για Συνομοσπονδία. Και το πιο αντιφατικό σε όλη αυτή την υπόθεση: επαναφέρεται μια μορφή λύσης που ο Κυπριακός λαός την έχει απορρίψει με συντριπτική πλειοψηφία 76% το 2004! Η λύση αυτή αντιβαίνει στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, στο Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στις πρόνοιες του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Εν τω μεταξύ όλα αυτά τα χρόνια η Τουρκία εμπεδώνει, με τη συνεργασία φανατικών Τουρκοκυπρίων και των εποίκων, την κατοχή με την παρουσία 40.000 Τούρκων στρατιωτών με εξοπλισμό που έχει επιθετική διάταξη, με τη συστηματική καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς, με την αλλαγή των τοπωνυμίων και οδωνυμίων, με την ίδρυση εκατοντάδων νέων τζαμιών για «ισλαμική» αναμόρφωση των «κοσμικών» Τουρκοκυπρίων και με τη δημογραφική αλλοίωση της πληθυσμιακής αναλογίας του 18% προς 82% με την αποστολή εκατοντάδων χιλιάδων εποίκων.
Και μπροστά σε αυτά τα εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητος, τόσο η Λευκωσία πρωτίστως όσο και η Αθήνα, κατά περίεργο και ανεξήγητο τρόπο, τηρούν σιγήν ιχθύος, αντί να τα καταγγείλουν στους διεθνείς οργανισμούς και στα σχετικά διεθνή δικαστήρια! Και δυστυχώς την πολιτική του δεν είδα και δεν άκουσα τηρούν και ο ΟΗΕ, το Συμβούλιο Ασφαλείας, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ.
Το χειρότερο είναι ότι με τις υποχωρήσεις που έχουν γίνει και με την αποδοχή της ΔΔΟ οι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί έχουν αυτοπαγιδευτεί. Με το να συνομιλεί ο εκάστοτε ΠτΔ με τον Τουρκοκύπριο κατοχικό ηγέτη, το ανδρείκελο της Άγκυρας, τον αναβάθμισε καθιστώντας τον ισότιμο με αυτόν στα μάτια της διεθνούς κοινότητας και του ΟΗΕ.
Και τώρα, σπεύδουν Κύπρος και Ελλάδα στην άτυπη μεν, όπως χαρακτηρίζεται, πολύ ουσιαστική δε, πενταμερή διάσκεψη, στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αντιπροσωπεύεται, αφού ο Αναστασιάδης θεωρείται εκπρόσωπος της Ελληνοκυπριακής κοινότητας, ισότιμος με τον Τουρκοκύπριο κατοχικό ηγέτη!
Η συγκεκριμένη λύση με τις παραχωρήσεις που έχουν γίνει σημαίνει ουσιαστικά, πρώτον, νομιμοποίηση (de iure) των τετελεσμένων (de facto) της εισβολής και κατοχής, δεύτερο, κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας - μόνιμη επιδίωξη της Τουρκικής πολιτικής - και, τρίτο, στρατηγικό έλεγχο της Κύπρου μετατρέποντάς την σε τουρκικό προτεκτοράτο, υλοποιώντας σταδιακά το δόγμα του Νιχάτ Ερίμ από το 1956 και πρόσφατα του πρώην πρωθυπουργού Νταβούτογλου.
Δυστυχώς, η ΕΕ παίζει τον ρόλο του... Πόντιου Πιλάτου, ανέχεται για δεκαετίες την στρατιωτική κατοχή χώρας μέλους της, ενώ συγχρόνως κάποιες Ευρωπαϊκές χώρες, η Γερμανία, η Ισπανία, η Ιταλία, συνεχίζουν να εξοπλίζουν την Τουρκία, παρόλη την διακηρυγμένη πολιτική της ανασύστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις συνεχείς παραβιάσεις της εθνικής κυριαρχίας κρατών μελών της ΕΕ, καθώς και τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε και διαπράττει.
Και για όλα αυτά θα πρέπει να πούμε ότι ελάχιστα έπραξαν οι Ελληνικές κυβερνήσεις. Αντί να συνδιαμορφώσουν από κοινού με την Κυπριακή ηγεσία μια στρατηγική που θα εξυπηρετούσε τα εθνικά συμφέροντα, συμπλέουν με ότι αποφασίσει η Λευκωσία τόσο αναφορικά με την μορφή της λύσης, όσο και με τις εσωτερικές πτυχές της λύσης, για τις οποίες ουδέν ενδιαφέρον έχουν επιδείξει, αντίθετα από ότι πράττει η κατοχική δύναμη.
Παίζει, ουσιαστικά, και η εκάστοτε Ελληνική κυβέρνηση, παρόλο που η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι εγγυήτρια δύναμη, παρόλο που το πρόβλημα αφορά ένα μεγάλο μέρος του ελληνισμού, παρόλα τα σοβαρά εθνικά συμφέροντα στην περιοχή, περίπου τον ρόλο του Πόντιου Πιλάτου.
Θα πρέπει να επισημάνουμε, επίσης, την λανθασμένη διαπραγματευτική τακτική που ακολουθεί τόσο η Αθήνα, όσο και η Λευκωσία. Όταν ο αντίπαλος προσέρχεται με αυξημένες απαιτήσεις πέραν της υποτιθέμενης προηγούμενης συμπεφωνημένης βάσης, ενώ Αθήνα και Λευκωσία μένουν προσκολλημένες σε αυτήν, χωρίς να τολμούν να αυξήσουν για αντιστάθμισμα τις απαιτήσεις τους, είναι επόμενο ότι κερδισμένος θα βγει αυτός που απαιτεί περισσότερα.
Ακόμη χειρότερο και εντελώς αδιανόητο, προτού καν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, τόσο ο ΠτΔ όσο και ο πρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού που τον στηρίζει, σε πλήρη σύμπνοια με την πολιτική του ΑΚΕΛ, προβαίνουν σε παραχωρήσεις προς την Τουρκοκυπριακή πλευρά, όπως π.χ. την πολιτική ισότητα με την ελληνοκυπριακή πλευρά, δηλαδή 50% προς 50%!!!
Πιο συγκεκριμένα: αν η Τουρκία και το ανδρείκελό της στην Κύπρο ζητούν λύση δυο κρατών και εμείς ΔΔΟ, ένας τυχόν συμβιβασμός θα είναι η συνομοσπονδία, λύση που πραγματικά επιδιώκει η Τουρκία, επειδή έτσι θα ασκεί τον έλεγχο όλης της Κύπρου.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι η Τουρκία δεν θα δεχόταν ποτέ και με κανένα τρόπο ένα εντελώς ανεξάρτητο Ελληνοκυπριακό κράτος. Προτάσσει τη λύση δύο κρατών, ώστε να υποχωρήσει και να δεχτεί συνομοσπονδία, ενώ η δική μας πλευρά θα εμφανιστεί ως αμετακίνητη και αδιάλλακτη.
Η μόνη ελπίδα για ανατροπή των Αγγλο-Τουρκικών σχεδιασμών είναι ο λαός να απορρίψει τυχόν συμφωνία σε αυτή τη βάση που νομιμοποιεί τα τετελεσμένα και παραβιάζει την αρχή των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, και μάλιστα όταν η μειοψηφία είναι λιγώτερο από το ένα πέμπτο του πληθυσμού, καθώς και τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Διεθνών Συμβάσεων.
Για την εξυπηρέτηση των ελληνικών εθνικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο και απαραίτητη προϋπόθεση είναι η επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού, και γι’ αυτό είναι αναγκαίο να επαναπροσδιοριστεί η ακολουθούμενη πολιτική, που δεν θα πρέπει να είναι άλλη από:
πρώτο, την επάνοδο στο πραγματικό πρόβλημα που είναι η παράνομη εισβολή και η κατοχή,
δεύτερο, η επιδίωξη ενιαίου κράτους με την πλειοψηφία να κυβερνά και με την κατοχύρωση των μειονοτικών δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων και των άλλων μειονοτήτων,
τρίτο, την άμεση αποχώρηση των Τουρκικών στρατευμάτων κατοχής,
τέταρτο, την αποχώρηση των εποίκων,
και πέμπτο, μέχρι την επίτευξη αυτής της λύσης,
την άμεση καταγγελία της Τουρκίας για τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, και την κατεπείγουσα ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης της Εθνικής Φρουράς με τη δημιουργία ναυτικού και αεροπορίας, την υποχρεωτική στρατιωτική εκπαίδευση ανδρών και γυναικών και τη σύναψη αμυντικών συμμαχιών με χώρες, των οποίων τα συμφέροντα συμπίπτουν στην περιοχή, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Γαλλία και άλλων.