195 χρόνια από την Ηρωική Έξοδο του Μεσολογγίου

on .

 Εφέτος έκλεισαν 195 χρόνια «αθάνατης μνήμης» από το βαθύ και καταλυτικό νόημα της «θυσίας του Μεσολογγίου».
Πάμε, όπως οι παλιοί προσκυνητές, να δούμε τι απόμεινε από τον τόπο που είναι πλασμένος από χώμα και νερό, από λάσπη και αίμα, από ξεγνοιασιά και θλίψη, από «ντάπιες» και ποίηση. Πάμε εκεί που έσμιξαν η ηρωική πολιτεία και το κράτος της βίας, ο θάνατος και η δόξα.
Στο Μεσολόγγι στάθηκε και αδούλωτη η ψυχή του ξεσηκωμένου γένους. Γιατί δεν ήταν τίποτε πιο πάνω από τον

«παλιο - φράχτη» του Μπραΐμη, από το «αλωνάκι» του Σολωμού. «Αυτό λοιπόν είναι το Μεσολόγγι; Αυτή η ρηχή θάλασσα, αυτά τα πυκνά φύκια, αυτός ο ταπεινός και φτωχός περίβολος;»
Η αντίθεση, όμως, ανάμεσα στον τόπο και στον άνθρωπο, είναι το πιο χαρακτηριστικό σημάδι της περιπέτειας του Μεσολογγίου. Ο Σολωμός αναζήτησε στο «πουλί» και στο «σπειρί» την εσωτερική αποφασιστικότητα και το μέγεθος της θυσίας. Μέσα από το «τίποτε» αναζήτησε το «παν». Ένα σύμβολο παράδειγμα αθανασίας το Μεσολόγγι. Νικημένο αλλά ουσιαστικά ανίκητο, προβάλλει τη γενναία αντίρρηση σε κάθε μορφή βίας. Τα νησάκια στη λιμνοθάλασσα, λωρίδες στεριάς από λάσπη και φύκια, πασπαλισμένη με άμμο, το Βασιλάδι, η Κλείσοβα και ο Ντολμάς, κράτησαν ένα μήνα, εξασφαλίζοντας την επικοινωνία της πολιορκημένης πόλης με τον έξω κόσμο και τον εφοδιασμό με τρόφιμα και πολεμοφόδια. Κάποτε, όμως, ο κλοιός έσφιξε πολύ και τα νησάκια δεν μπορούν να βοηθήσουν.
Έτσι νέος τώρα εχθρός αυτός και αδυσώπητος έρχεται να προστεθεί η πείνα…
«Από τα μέσα Φεβρουαρίου -γράφει ο Κοσομούλης- άρχισαν πολλές φαμελιές να υστερούνται το ψωμί. Μια γυναίκα ετελείωσε την τροφήν και μυστικά μαζί με άλλες δύο φαμελιές έσφαξαν ένα γαϊδούρι και το έφαγαν… Μια συντροφιά Κραββαριτών είχε έναν σκύλον και κρυφά και αυτοί που έσφαξαν και τον εμαγείρευσαν. Ημέραν παρ’ ημέραν αυξάνουσα η πείνα έπεσε και η πρόληψις του να τρώγουν ακάθαρτα, και άρχισαν πλέον αναφανδόν να τρώγουν άλογα, γαϊδούρια, σκύλους, γάτες, ποντικούς».
Σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές γίνονται αλλεπάληλες προτάσεις για παράδοση. Οι αποκλεισμένοι ούτε που ν’ ακούσουν. Αλλά, ποιοι είναι αυτοί που σφράγισαν τη μοίρα του Έθνους; Τι ήταν αυτή η περίφημη φρουρά, που σε πείσμα των πάντων κρατούσε;
«Η φρουρά, γράφει ο Κοσομούλης, είχε συνηθίσει να βαστά το τσαπί, το φτυάρι και το ντουφέκι εις το χέρι. Έτρεχαν από τον πόλεμον εις την εργασίαν και από την εργασίαν εις τον πόλεμον. Αξιωματικοί και στρατιώται πνιγμένοι εις τον καπνόν, εις τον πόλεμον. Αξιωματικοί και στρατιώται πνιγμένοι εις τον κονιορτόν και εις τον ιδρώτα, με βραχνιασμένες φωνές από τους εχθρούς όπου εφόνευαν και από τους δικούς των πληγωμένους, εφαίνοντο όλοι βουτηγμένοι εις το αίμα ωσάν μακελλείς. Το νερόν εις τες στέρνες είχε γίνει ένα μείγμα αλλόκοτον. Ότι ήθελες εύρισκες μέσα: μυαλά, εντόσθια, αίμα. Αυτή ήταν η φρουρά. Άνθρωποι απλοϊκοί, που από κάποιαν ευλογία του Θεού, δίδαξαν την τρανή αλήθεια πως ο άνθρωπος τότες αξίζει την ανθρωπιά του, όταν αποφασίζει να πεθάνει αφού δεν μπορεί να ζήσει ελεύθερος».
«Και συνέβηκε αυτές τις μέρες, λέει ο Σολωμός, που έτρεμε η Ζάκυνθος από το κανόνι, κάποιες γυναίκες Μεσολογγίτισες επερπα- τούσαν γυρεύοντας για τους άντρες τους, για τα παιδιά τους, για τ’ αδέρφια τους που πολεμούσαν». Το λιμνοχώρι του Μεσολογγίου γίνεται, κατά τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο, «η άκρα οδύνη, η γύμνια, ο μόχθος, η μεγάλη απόφαση, η υπέρτατη θυσία. Και γίνεται το Μεσολόγγι ο πόνος των αιώνων, ο άνθρωπος που αποφασίζει να πεθάνει, μια και δεν μπορεί να ζήσει ελεύθερος». Και όταν είχε καταντήσει οι άνθρωποι να μην βρίσκουν γη να περπατήσουν αποφασίζεται η ΕΞΟΔΟΣ.
Έπρεπε να στεργιώσει το οικοδόμημα της εθνικής μας αποκατάστασης, να στοιχειώσει, σαν της Άρτας το γιοφύρι, κάποια ζωή στα θεμέλια. Χρειαζόταν η προσφορά κάποιας υπέρπατης θυσίας. Και όλοι, ομόφωνα και ολόψυχα, ένας ολόκληρος λαός, αποφασίζουν να βγουν των Βαΐων τα ξημερώματα, στις 10 Απριλίου.
«Είν’ έτοιμοι στη άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο». (Σολωμός)
Για την έξοδο κάθε περιγραφή περιττεύει. Τίποτε δεν θα μπορούσε να παραστήσει, έστω και αχνά, το μέγα δράμα του δοξασμένου «χαλασμού». Όταν η φρουρά άρχισε να βγαίνει βρέθηκε αντιμέτωπη με τους πολιορκητές, που γνώριζαν το σχέδιο. Για το πράγμα έχουν ειπωθεί πολλά. Όπως, όμως και αν έγινε, από αυτή τη στιγμή άρχισε η σφαγή. Όσοι κατάφεραν μέσα από εκείνον τον χαλασμό να φτάσουν στο κοντινό μοναστήρι έπεσαν στα χέρια των εχθρών που περίμεναν εκεί. Σώθηκαν δε σώθηκαν 1.300 ψυχές. Μέσα στην πόλη η σφαγή των γυναικοπαίδων και των αρρώστων, που δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν και τέλος η φωτιά του Καψάλη. Γράφει ο Σπυρίδων Τρικούπης:
«Ο Προεστώς Χρήστος Καψάλης περιήρχετο τους οδούς καλών ασθενείς να και γέροντας να τον ακολουθήσουν. Πολλοί συνελθόντες εις την οικίαν του Καψάλη, όπου το φυσεκοδετείον, εκτείσθησαν και ψάλλοντες εξοδίους και πατριωτικούς ύμνους, προσήνεγκαν εαυτούς ολοκαύτωμα επί τη εισβολή των εχθρών». Και ο Κοσομούλης γράφει: «Όλη η πεδιάς έβραζεν από την ανταγάζουσαν φωτιάν. Ακούγετο ένας συγκεχυμένος και απερίγραπτος τρομερός ήχος. Φούρνος αναμμένος εφαίνετο η πόλις από το ακατάπαυστον πυρ».
Μέσα στο Μεσολόγγι δεν υπάρχει πια ζωή. «Και ακολούθησα, γράφει ο Σολωμός τις γυναίκες του Μεσολογγίου, οι οποίες εστρωθήκανε στο ακρογυάλι… και μια γριούλα έκαιγε λιβάνι. Κι εγώ άκουσα μέσα μου μια μεγάλη ταραχή και με συνεπήρε το πνεύμα του Μεσολογγίου. Ύψωσα τα μάτια και τα χέρια κατά τον ουρανό για να κάμω δέηση και είδα φωτισμένη από μια ακατάπαυστη σπιθοβολή μια γυναίκα με μια λύρα στο χέρι, που σταμάτησε ανάερα μέσα στην καπνούρα. Και άπλωσε τα δάχτυλα στη λύρα και την άκουσα να ψάλλει:
Το χάραμα επήρα του ήλιου το δρόμο
κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη, στον ώμο
κι όπου χαράζει ως εκεί που βυθά 
δεν είδαν τα μάτια μου ενδοξότερο τόπο 
από τούτο το αλωνάκι».
Και ο Γιάννης Βλαχογιάννης θα γράψει: «Της φρουράς τ’ απομεινάρια ακολουθάνε τώρα στην ανηφοριά του δρόμου το κυμάτισμα, σα συμπεθεριό βουβό, ξένο και από τη χαρά του γάμου. Της φωτιάς τ’ αποκαΐδια, άνδρες και γυναίκες λιγοστές, σκυφτά κορμιά μισόγυμνα, μάτια βαθουλά. Δεν κοιτάζουν την κατάντια τους, δεν μιλάνε και δε νοιάζονται τη συντροφιά τους γύρω. Κούφια κουφάρια, γονατισμένα από τη συμφορά, πάνω στο δρόμο τους συρτά και μεθυσμένα».
Και ο γέρος του Μωριά με τον δικό του τρόπο θα πεί: «Μας ήρθε είδηση Μ. Τετράδη το δειλινό, που είχε παύσει η συνέλευση και είμασταν σε κάτι ήσκιους, ότι την ημέρα των Βαΐων έκαμαν γιουρούσι στο Μεσολόγγι.
Μας ήρθε είδηση ότι το Μεσολόγγι εχάθη. Έτσι εβάλαμε τα μαύρα όλοι και μισή ώρα εστάθη σιωπή, που δεν έκρενε κανένας αλλά εμέτραγε ο καθένας με τον νου του τον αφανισμό μας. Βλέποντας εγώ τη σιωπή εσηκώθηκα εις το πόδι και τους εμίλησα λόγια να εμψυχωθούν. Τους είπα ότι το Μεσολόγγι εχάθη αλλά ενδόξως και θα μείνει αιώνες η ανδρεία του».
Για τους Έλληνες είχε μεγάλη σημασία η προσφορά του Μεσολογγίου. Από τους αγώνες των μαρτυρικών ελεύθερων πολιορκημένων βγήκε ένας άλλος λαός, σαν να πρωτογεννήθηκε… «Δεν είναι μόνο η ιστορία, θα γράψει ο Γιάννης Βλαχογιάννης, είναι η ποίηση γραμμένη με αίμα. Η ιερή σύναξη των αγνών μαρτύρων της Χριστιανοσύνης θ’ αναγνώριζε και στον τελευταίο μαχητή της φρουράς του Μεσολογγίου, έναν αδερφό του ισάξιο. Έτσι καμιά σύγκριση και κανένας παλικαρισμός δεν μπορεί να γίνει μπρος στο ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου. Είπα τραγούδια για το «μέγα έπος» της νύχτας εκείνης των Βαγιών, παρότι για τα μεγάλα τραγούδια – τραγούδι ακριβό είναι και η θυσία του Μεσολογγίου, δεν έχουν θέση τ’ ανθρώπινα τραγούδια. Το λέει και ο ποιητής Γεράσιμος Μαρκοράς:
Τα πιο γλυκά, τα πιο ακριβά τραγούδια
τ’ ανθρώπινα τα χείλη δεν τα λένε…
τα πιο ακριβά τα πιο γλυκά τραγούδια
βουβά οι ψυχές τα τραγουδούν και… κλαίνε…
Τέτοια τραγούδια στόμα ανθρώπου δε θα ‘πρεπε να λέει. Τέτοιο τραγούδι μονάχα στ’ άγιο Βήμα που δεν τάχτισε χέρι ανθρωπινό εκεί να προσκυνιέται».
Το Μεσολόγγι στον Αγώνα εκείνο που επιτάσσει να αγωνίζεσαι χωρίς συμβιβασμούς. ‘Υψωσε την Ελλάδα Πύργο, που χωράει όμως μέσα μας, γιατί είναι Πύργος χωρίς υλικές διαστάσεις. Πύργος – Ιδέα χτισμένος με αίμα δάκρυα.
Ύστερα, μια ομορφιά είναι η Ελλάδα. Μια χούφτα χώμα, ένα χωριουδάκι στην πλαγιά κι ένα εξωκλήσι, πουρνάρια, θυμάρι και φως, πολύ φως.
Από μας ζητάει μόνο αγάπη. Αγάπη για όσα έχει προσφέρει σε μας και στον κόσμο. Στις δύσκολες αυτές στιγμές που περνάει, αν χρειαστεί να μείνουμε μόνοι, ας μείνουμε. Μόνοι με τα σύμβολά μας, τα βουνά μας, τον ήλιο και τη θάλασσα. Μόνοι με τους ηρωισμούς των πατεράδων και των παππούδων μας. Μονάχα να μείνουμε Έλληνες και τίποτε άλλο.