Ο ρόλος του ιερού κλήρου στην κοινωνία και το Έθνος

on .

Γιά νά ἐπιτύχει ἡ Ἐκκλησία στό ποιμαντικό ἔργο της, κατά τόν ζ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κανόνα, πρέπει νά ἔχει κληρικούς, οἱ ὁποῖοι θά εἶναι πιστοί, εὐσεβεῖς, κόσμιοι, σεμνοί, ταπεινοί, πραεῖς, θά ἔχουν ἀγάπη ἀνυπόκριτη στόν Θεό καί τόν πλησίον, καί γενικά ἐνάρετοι καί χαριτωμένοι ἐν Χριστῷ, καί νά παρουσιάζουν λαμπρότητα καί ἀνωτερότητα βίου.

Οἱ ἱερεῖς δέν εἶναι ἐκπρόσωποι τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά διαχειριστές τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, διάκονοι, ἐργάτες καί συνεργάτες

τοῦ Θεοῦ, πού θά συντελέσουν ἀποφασιστικά στόν εὐαγγελισμό τῶν ἀνθρώπων, θά φέρουν τήν ἐν Χριστῷ ζωή, τήν ὄντως καί ἀληθινή ζωή στό ποίμνιό τους. Στόχος τους πρέπει νά εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τῶν ψυχῶν τοῦ ποιμνίου τους ἀπό τή δουλειά καί τή φθορά τοῦ Διαβόλου, ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη τῆς ἁμαρτίας, πού δεσμεύουν τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου Καί ὅλα αὐτά θά τά ἐπιτύχουν (οἱ ἱερεῖς) μέ τά ἁγιαστικά μέσα πού ἔχει καί παρέχει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ (διδαχή, ἱερά Μυστήρια κ.ἄ.). Εἶναι, λοιπόν, πρωτίστως πνευματική ἡ ἀποστολή τους καί πνευματικό καί σωτήριο τό έργο τους.
Κατά δεύτερο λόγο, ἔχουν νά κάνουν οἱ ἱερεῖς ὄχι μέ ἀγγελικά πλάσματα, ἀλλά μέ ἀνθρώπους πού ἔχουν καί βιολογικές ἀνάγκες, ἀδυναμίες κ.λπ. Ἑπομένως, πρέπει νά ἐργασθοῦν καί πρός τήν κατεύθυνση αὐτή, δηλαδή στήν ἀναμόρφωση τῆς κοινωνίας καί τόν πολιτισμό της. Εἰπώθηκε, καί πολύ ὀρθά, πώς ἡ ψυχή τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ὁ πολιτισμός τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἐπιβεβλημένο νά ἀναλάβουν οἱ ἱερεῖς τήν πρωτοπορία εἰς «πᾶν ἔργον ἀγαθόν» (Β΄ Κορ. 9, 8). Πρέπει νά λέγει ὁ ἱερέας μαζί μέ τόν ἀπ. Παῦλο: «ἥδιστα δαπανήσω καί ἐκδαπανηθήσομαι ὑπέρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν» (Β΄ Κορ. 12, 15). Δηλαδή: Ἐγώ μέ ὅλη μου τήν εὐχαρίστηση θά δαπανήσω, ἀλλά καί θά δαπανηθῶ ὁ ἴδιος ὁλόκληρος χάριν τῶν ψυχῶν σας (χάριν δηλ. τοῦ ποιμνίου μου).
Ὁ ἱερέας ἀσκεῖ τὸ Ὑπούργημα τῆς Ἱερωσύνης, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Εἶναι διαχειριστής τῶν Μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ καί διακονεῖ τόν λαό τοῦ Θεοῦ πνευματικά, σωτηριολογικά, ψυχολογικά, ἀλλά καί ἠθικοκοινωνικά, καθώς καί πολιτιστικά.
Ὅταν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος καλύπτεται πνευματικά καί τροφοδοτεῖται ἡ ψυχή του μέ τόν «ἄρτον τῆς ζωῆς» (Ἰωάν. 6, 35), τότε ἐξυπηρετεῖται αὐτομάτως σέ ὅλα, ἤτοι καλύπτονται ὅλες οἱ ἀνάγκες τῆς ζωῆς του, ἀπό τήν ὑπαρξιακή ἀναζήτηση μέχρι καί τήν πολιτιστική.
Παραλλάσσοντας τή γνωστή φράση τοῦ Ντοστογιέφσκι «δίχως Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται», ἀντίθετα θά ποῦμε: μέ τόν Θεό ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό κάθε κακία καί ἁμαρτωλότητα καί πράττει ἀγαθά ἔργα.
Τήν ἴδια ἀποστολή ἐξυπηρετεῖ καί αὐτό τό πνεῦμα τῆς «σώζουσας» ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς λατρείας, ὅπου ὁ ἄνθρωπος συμμετέχει μέν στό εὐχαριστιακό θεῖο δεῖπνο «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον», ἀλλά καί καλλιεργοῦνται συγχρόνως ὅλες οἱ ἀξίες τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου (βιολογικές, αἰσθητικές, πολιτειακές, ἠθικοκοινωνικές, πολιτιστικές κ.ἄ.).
Τά τῆς θείας λατρείας, ὅμως, τά τελεῖ ὁ Χριστός διά τοῦ ἱερέως. Φαινομενικά μέν ὁ ἱερέας εἶναι μόνο λειτουργός τοῦ Ὑψίστου, οὐσιαστικά δέ εἶναι ἡ συνισταμένη πολλῶν λειτουργημάτων (ἄς ἀποφύγουμε τόν ὅρο «ἐπαγγελμάτων»).
Ἔτσι στό πρόσωπο τοῦ ἱερέα συναντοῦμε:
1. Τόν «ἰατρό» τῶν ψυχῶν (τόν «ψυχοθεραπευτή»), γιατί ὄχι καί τῶν σωμάτων, ἀφοῦ ἡ ψυχική ὑγεία διασφαλίζει ἐν πολλοῖς καί τή σωματική ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου.
Ὑπάρχει ἀλληλεπίδραση ψυχῆς καί σώματος, μέ ἀντίστοιχες ἐπιπτώσεις, κατά τή σύγχρονη Ψυχοσωματική Ἰατρική ἤ Ἰατρική τῆς Προσωπικότητας. Ἔχει ἀποδειχθεῖ κλινικά-ἰατρικά, πώς οἱ περισσότερες ἀσθένειες ὀφείλονται στόν ψυχικό παράγοντα.
Ἡ συμμετοχή στή θεία λατρεία συμβάλλει στή διατήρηση τῆς ψυχικῆς καί σωματικῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἀπέδειξαν σχετικές ἰατρικές μελέτες [δεδομένα ἱατρικής ἔρευνας (1997), πού ἔγινε στήν Ἀμερική καί δημοσιεύθηκε στόν ἡμερήσιο τύπο): «Ὁ τακτικός ἐκκλησιασμός δέν κάνει καλό μόνο στήν ψυχή ἀλλά καί στό σῶμα, Ἀμερικανοί ἐρευνητές ὑποστηρίζουν ὅτι, σέ μελέτη πού ἔκαναν, διαπίστωσαν ὅτι ὑπάρχει ἄμεση σχέση ἀνάμεσα στή θρησκευτική ἀφοσίωση κι ἕνα ὑγιές ἀνοσοποιητικό σύστημα…» (Π. Παλούκα, Ἀξία καί διαστάσεις τῆς Ὀρθόδοξης Λατρείας, ἐκδ. «Παῦλος», Ἀθήνα 1999, σσ. 28-29. Βλ. καί ἐφημ. «Ἐλεύθερος Τύπος», 7-11-1997, σελ. 14). Ἐπιπλέον, θεραπεύει καί διώκει τό ἄγχος πού προκαλεῖ πολλές ἀσθένειες ψυχοσωματικές, κατά τήν ὁμολογία ἰατρῶν καί ψυχιάτρων.
Ὁ ἱερέας τροφοδοτεῖ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν πνευματική τροφή τοῦ θεόπνευστου εὐαγγελίου, τήν προσευχή καί τή θεία λατρεία, καί συνεχῶς τή συνδέει μέ τήν ἀθάνατη πηγή τῆς ζωῆς, τῶν ἱερῶν Μυστηρίων τῆς χριστιανικῆς πίστης, πού ἀνανεώνουν καί σώζουν τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι, τόν στηρίζουν ἀκόμη καί βιολογικά, κατά τά ὡς ἄνω ἰατρικά δεδομένα.
2. Τόν «διδάσκαλο καί καθηγητή», ἀφοῦ διδάσκει συνεχῶς τόν λαό «τόν λόγο τῆς ἀληθείας», τόν μορφώνει καί τόν παιδαγωγεῖ.
Τό διδακτικό ἔργο, εἶναι ἀπό τά βασικά του καθήκοντα καί διακονήματά του.
Μέ τή διδασκαλία του ὁ ἱερέας πρέπει νά στοχεύει πρωτίστως στή σωτηρία τῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων, καί κατά δεύτερον, νά συμβάλει στήν ἄνοδο τοῦ μορφωτικοῦ, κοινωνικοῦ καί πολιτιστικοῦ ἐπιπέδου τῶν ἀνθρώπων καί μάλιστα τῆς ἐποχῆς μας. Προσέτι νά συντελέσει στή διατήρηση, ἀναζωογόνη τοῦ πλούτου τῆς Ἑλληνορθόδοξης Παράδοσης, ἡ ὁποία, τελικά, γίνεται ἀνάχωμα ἀπέναντι στήν παγκοσμιοποίηση καί στήν «πολτοποίηση» ἤ «κιμαδοποίηση» τῶν λαῶν τοῦ πλανήτη μας.
3. Τόν «ποιμένα-βοσκό» τῶν πνευματικῶν καί λογικῶν προβάτων (τῶν ἀνθρώπων), σύμφωνα μέ τόν λόγο καί τήν παρομοίωση τοῦ Κυρίου, τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Ποιμένα (Ἰωάν. 10, 1-6): «Ἐγώ εἰμι ὁ Ποιμήν ὁ καλός˙ ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων» (Ἰωάν. 10, 11).
Αὐτό κάνει καί ὁ ἱερέας, ὁ «καλός βοσκός», πού ἀγρυπνεῖ καί φροντίζει γιά τό ποίμνιό του (τούς πιστούς). Ὁ ρόλος του, λοιπόν, εἶναι ποιμαντικός. Φροντίζει καί διαφυλάττει τό ποίμνιό του (τούς πιστούς ἐνορίτες του) μή τυχόν καί «τό φάει ὁ λύκος», ὁ Διάβολος, μήπως οἱ παραπλανητικές καί ἀντιχριστιανικές αἱρέσεις, «οἱ ψευδόχριστοι καί ψευδοπροφῆτες» (Ματθ. 24, 24) παραπλανήσουν, ἐάν εἶναι δυνατόν, ἀκόμη καί αὐτούς τούς ἐκλεκτούς (Ματθ. 24, 24).
Καί ὁ ἀπ. Παῦλος πρός τούς ποιμένες τῆς Ἐφέσου ἐπισημαίνει:
«Ἐγώ γάρ οἶδα (= γνωρίζω) τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μή φειδόμενοι (= πού δέν λυποῦνται) τοῦ ποιμνίου» (Πράξ. 20, 29).
Ἔτσι καί μέ τήν εὐλογία τοῦ Κυρίου ὁ ἱερέας γίνεται βοσκός, «τσοπάνης» τῶν λογικῶν προβάτων.
4. Τόν «ἐργάτη καθαριστηρίου καί ὁδοκαθαριστή», ἀφοῦ διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως ἀποκαθαίρει ὁ Χριστός, διὰ τῆς προσευχῆς τοῦ ἱερέα, τήν ἁμαρτωλή ψυχή ἀπό τίς «βρωμιές» καί τούς «λεκέδες» τῆς ἁμαρτίας. Τήν καθαρίζει, τήν ἀνακαινίζει, τήν ἐνισχύει, τή δυναμώνει καί τήν παραδίδει στόν δημιουργό της ὁλοκάθαρη ἀπό κάθε ἁμαρτία. Ὅπως καί ὁ ἐργάτης τοῦ καθαριστηρίου ἤ ὁ ὁδοκαθαριστής τῆς πόλης παραδίδουν: τά ἐνδύματα καθαρά ὁ ἐργάτης τοῦ καθαριστηρίου, καί πεντακάθαρη τήν πόλη στόν λαό καί στὸν ἁρμόδιο προϊστάμενό του, ὁ ὁδοκαθαριστής.
5. Τόν «ψαρά», ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἐπέλεξε ἀγράμματους ψαράδες τῆς Γαλιλαίας, γιά μαθητές του, καί τούς ἔκανε «ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. 4, 19), γιά νά σώσουν ψυχές καί νά ἀναμορφώσουν τόν κόσμο καί τήν οἰκουμένη. Ὅπως καί ἔγινε.
Τό ἴδιο κάνει καί ὁ ἱερέας τῆς ἐνορίας. Προσπαθεῖ να «ψαρέψει» ἁμαρτωλές ψυχές καί νά τίς ὁδηγήσει σέ μετάνοια καί σέ λιμάνια σωτηρίας.
6. Τόν «ἑστιάτορα καί σιτιστή (τροφοδότη)», πού προετοιμάζει σέ κάθε θεία λειτουργία τό «εὐχαριστιακό δεῖπνο» καί προσκαλεῖ τούς «συνδαιτυμόνες» (ἐκκλησιαζόμενους) νά «ἐσθίουν» καί νά «πίουν» σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον» (Λουκ. 22, 7-20). Ἐπιπροσθέτως, μέ τή διδασκαλία παραβολῶν σχετικῶν μέ οἰκοδεσπότη καί συνδαιτυμόνων, προσκαλεσμένων σέ δεῖπνο, πού δίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός (βλ. Παραβολή τοῦ μεγάλου δείπνου, Λουκ. 14, 15-24, ἤ, Παραβολή τῶν βασιλικῶν γάμων, Ματθ. 22, 1-14).
Δὲν σταματᾶ, ὅμως, ἐδῶ ἡ προσφορά του αὐτή. Ἐπεκτείνεται παραπέρα, ἤτοι, στή διοργάνωση καθημερινῶν συσσιτίων γιά τούς «πεινῶντες καί διψῶντες», στήν ἀποστολή/διανομή φαγητοῦ σέ ἀσθενεῖς καί ἀνήμπορους, σέ φτωχούς καί σέ ἄλλους ἀναγκεμένους.
7. Τόν «ἀγρότη, γεωργό καί ἀμπελουργό», ἀφοῦ ἔχει κατά νοῦ τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου, πώς Αὐτός εἶναι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καί ὁ Θεός πατέρας μου εἶναι ὁ γεωργός: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καί ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι» (Ἰωάν. 15, 1). Καί ἀμέσως παρακάτω μιλάει και λέει, ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε κλήματα, τά κλαδιά της, καί πώς αὐτός τά φροντίζει, τά κλαδεύει και τα περιποιεῖται, γιά νά ἀποδώσουν καρπούς… (Ἰωάν. 15, 1-8).
8. Τόν «δημοτικό ἤ πολιτικό ἰδανικό ἄρχοντα», ἀφοῦ εἶναι ὁ ἰδεώδης πνευματικός ἄρχων στήν ἐνορία του, πού ἀγωνίζεται νά ποιμάνει τούς ἐνορίτες του σωστά, χριστιανικά καί ἠθικοκοινωνικά. Στόχος του νά ἐπιτύχει τήν εἰρήνευση καί εἰρηνική διαβίωση τῶν ἐνοριτῶν του, τήν ἀγάπη πού πρέπει νά ἔχουν μεταξύ τους, τήν ἀλληλεγγύη καί τό πνεῦμα τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἐλεημοσύνης, τήν ἐπικράτηση τοῦ δικαίου/τῆς δικαιοσύνης καί τοῦ χριστιανικοῦ δημοκρατικοῦ πνεύματος.
9. Τόν «κοινωνιολόγο», πού, μέ τή διδασκαλία καί τίς δραστηριότητές του, συμβάλλει στήν κοινωνική πρόοδο. Ὁ ἱερέας γνωρίζει πώς ἡ οὐσιαστική ἐλευθερία μιᾶς κοινωνίας, ἑνός ἔθνους, εἶναι ἡ συνισταμένη τῶν ἐλεύθερων προσωπικοτήτων, πού τό ἀποτελοῦν. Γι’αὐτό καί ἐργάζεται πολύ πρός τον σκοπό αὐτό.
Καί ἡ ὑλικοτεχνική ἀκόμη πρόοδος μιᾶς κοινωνίας θέλει ἀνθρώπους ἀπαλλαγμένους ἀπό πάθη καί δεσμά, ἀναγεννημένους καί ἀναμορφωμένους, γιά νά ἐπιτευχθεῖ αὐτή. Ὁ ζηλωτής, ὁ ἄοκνος καί ἀεικίνητος ἱερέας τό ξέρει καί τό πετυχαίνει. Ὁ διαπρεπής οἰκονομολόγος καί Ἀκαδημαϊκός, ἀείμνηστος Ξενοφῶν Ζολώτας, σέ συνέντευξή του στό «ΒΗΜΑ» (31-12-1989) εἶχε ἐπισημάνει πολύ εὔστοχα ὅτι: «Ὅσες ἐπενδύσεις καί ἄν γίνουν, τά πράγματα δέν διορθώνονται. Ἡ ρίζα ὅλων τῶν προβλημάτων μας εἶναι ἠθικῆς τάξεως… Χρειάζεται ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος».
Αὐτόν τόν ἐνάρετο ἄνθρωπο προσπαθεῖ ὁ ἱερέας νά διαμορφώσει, μέ ὅλα τά πνευματικά μέσα πού διαθέτει. Ἐπιβεβαιώνεται, ἔτσι, καί ὁ Γκαῖτε (Γερμανός ποιητής, φιλόσοφος, πολιτικός καί ἐπιστήμων 1749-1832) πού ἔλεγε ὅτι «οἱ θρησκευόμενοι ἄνθρωποι εἶναι καί δημιουργικοί» (Γεωργίου Ρούσκα, Ἡ ἐξέλιξη τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος στά παιδιά καί στούς ἐφήβους, ἐκδόσ. «Β.Μ.Β.», Ἀθῆναι 1960, σελ. 15). Δηλαδή, ὄχι μόνο δέν εἶναι ψυχικά ἀνισόρροποι, ἀλλά τό ἀντίθετο, μιά δημιουργική παρουσία μέσα στήν κοινωνία.
Περιορίζει, διά τῆς διδασκαλίας καί ἐξομολογήσεως καί μέ ὅλα τά ἄλλα ἁγιαστικά μέσα πού τοῦ διαθέτει ἡ Ἐκκλησία, ὅσο τοῦ εἶναι δυνατό, καί τήν ἐγκληματικότητα, τή μάστιγα τῆς σύγχρονης κοινωνίας, ἀφοῦ: παρέχει ἠθικοκοινωνική ἀγωγή˙ καλλιεργεῖ ἦθος καί ἀρετές καί τό βαθύ αἴσθημα τῆς ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο. Καί αὐτός ὁ «ἄθεος;» Βολταίρος πίστευε ὅτι «ἡ θρησκεία χρειάζεται, γιὰ νὰ περιορίσει τά ἐγκληματικά ἔνστικτα τοῦ ἀνθρώπου» (περιοδικό «ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ», τ. 292/1995, σελ. 33˙ ἀναδημοσίευση ἀπό τήν ἐφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 23-11-1994). Καί ἡ Ἐγκληματολογία, ὡς κλάδος τῆς Νομικῆς Ἐπιστήμης, ἀναγνωρίζει τήν ἀξία τῆς θρησκευτικῆς διδασκαλίας καί τή συμβολή της στήν πρόληψη τοῦ ἐγκλήματος κ.λπ.
Ὁ δε Δασκαλόπουλος διαπιστώνει ὅτι «τό γνήσιον καί ὑγιές θρησκευτικόν συναίσθημα, πρωτίστως δέ ἐν τῷ χώρῳ τοῦ χριστιανισμοῦ ἀναπτυσσομένου, ἐξυψώνει τόν ἄνθρωπον, … καί συνέχει αὐτόν ἐκ τῆς κατολισθήσεως εἰς τό ἔγκλημα καί εἰς πᾶσαν ἄλλην ἀντικοινωνικήν ἐκδήλωσιν» (Δασκαλόπουλος, Θρησκευτικόν συναίσθημα καί Ἐγκληματικότης, 1971, σελ. 35).
10. Τόν «κοινωνικό λειτουργό» ἤ «κοινωνικό ἐργάτη», πού δέν διδάσκει μόνο, ἀλλά καί πράττει. Γιατί δέν εἶναι μαθητής τοῦ Χριστοῦ αὐτός πού πολυλογεῖ, ἀλλ’ «ὅς ἄν ποίησῃ καί διδάξῃ» (Ματθ. 5, 19)˙ καί οὔτε σώζεται αὐτός πού περιορίζεται στή θεωρητική διδασκαλία, ἀλλ’ἐκεῖνος πού κάνει πράξη στή ζωή του τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου θά κληρονομήσει τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Στήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ἐρωτᾶ: «Ποιός ἀπό τούς τρεῖς νομίζεις, ὅτι ἀποδείχτηκε πλησίον σ’αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἔπεσε στούς ληστές;». Καί ἐκεῖνος (ὁ νομοδιδάσκαλος) εἶπε: «Ὁ ποιήσας τό ἔλεος μετ’αὐτοῦ» (Λουκ. 10, 36-37). Αὐτό ἐφαρμόζει καί ὁ ἱερέας ποιῶντας φιλανθρωπικό ἔργο κυρίως στίς μεγαλοπόλεις, καί ἐμπράκτως ὁ ἴδιος προσφέρει ἀγάπη πρός τούς ἐναπομείναντες ἡλικιωμένους κατοίκους τῶν ἐρημωμένων πλέον χωριών τῆς ὑπαίθρου (λ.χ. τῆς Ἠπείρου). Ὁ παπᾶς τοῦ χωριοῦ λ.χ.: θά βοσκήσει τά αἰγογιδοπρόβατα τῶν ἀνήμπορων ἐνοριτῶν˙ θά κόψει καί θά κουβαλήσει ξύλα στήν ἀποθήκη τοῦ γέροντα ἤ τῆς γριᾶς, γιά νά θερμαίνονται κατά τή διάρκεια τοῦ χειμώνα ἤ νά μαγειρεύουν τό φαγητό τους˙ θά τούς συμπαρασταθεῖ στήν ἀσθένεια καί στήν ἀδυναμία φωνάζοντας τόν γιατρό ἤ ἀγοράζοντάς τους τά φάρμακα˙ θά τούς ψωνίσει ἀπό τήν πόλη, ἀφοῦ δέν μποροῦν νά μεταβοῦν οἱ ἴδιοι˙ θά ξεχιονίσει, κατά τόν βαρύ χειμώνα, τούς δρόμους καί τά μονοπάτια, γιά νά μποροῦν νά βγοῦν ἀπό τά σπίτια τους ἤ νά βγάλουν τά ζωντανά τους. Θά τούς τονώσει τό ἠθικό μέ τό ἁπλό κήρυγμά του στήν ἐκκλησία τήν Κυριακή ἤ τίς μεγάλες γιορτές ἤ θά εἶναι πάντα μπροστά στήν πραγματοποίηση ἑνός ἑλληνορθόδοξου πανηγυριοῦ. Τέλος, θά καθίσει ἀνάμεσα στούς ἄλλους στό ταπεινό καφενεδάκι τοῦ χωριοῦ κάτω ἀπό τά δροσερά πλατάνια, νά πιοῦν μαζί τό καφεδάκι τους ἤ νά φάνε τό πατροπαράδοτο λουκούμι μέ τό φυσικό κρύο νερό τῆς πηγῆς τοῦ χωριοῦ, νά ἀνταλλάξουν κουβέντες, νά ἀστειευτοῦν, νά γελάσουν καί ν’ἀκούσουν καί κάποια καλή συμβουλή ἀπό τόν παππούλη τους. Δέν εἶναι, λοιπόν, πράγματι ἐργάτης τῆς κοινωνίας ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ, ἀλλά καί τῶν μεγαλοπόλεων;
Συμπερασματικά, θά λέγαμε ὅτι ἡ παρουσία τοῦ ἱερέα, πέραν ἀπό τή μεγάλη σημασία πού ἔχει μέσα στή Χριστιανική Ἐκκλησία, καλύπτοντας τίς θρησκευτικές ἀνάγκες, ἀπαιτήσεις καί ὑπαρξιακές ἀνησυχίες τῆς ψυχῆς μας, διαδραματίζει μεγάλο ρόλο μέσα στήν κοινωνία μας καί στήν καλλιέργεια τῆς ἐθνικῆς μας αὐτοσυνειδησίας, καθώς καί στή διατήρηση τῆς ἑλληνορθόδοξης ταυτότητάς μας. Ἡ Ἱστορία βοᾶ γιά τό ἐθνικοθρησκευτικό ἔργο τοῦ ἱεροῦ Κλήρου, τούς μάρτυρες καί ἀγωνιστές κληρικούς, πού ἀγωνίστηκαν μαζί μέ τό Ἔθνος «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστι τήν ἁγία/καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία».
«Ὁ ρόλος τῶν ὀρθοδόξων ἱερέων στή σύγχρονη ἑλληνική πραγματικότητα εἶναι οὐσιαστικός, σημαντικός καί ἀποφασιστικός. Ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ ἱερεῖς, θά ἔπρεπε νά τούς ἀνακαλύπταμε. Ἀλλά καί ἄν ἐκλείψουν οἱ ἱερεῖς ἀπό τή σύγχρονη ἑλληνική κοινωνία, ἡ ζωή στή Χώρα μας θά χάσει τήν ἰδιαιτερότητά της, τήν ὀμορφιά της καί ἰδίως τήν ἀντοχή στίς ἔξωθεν καταλυτικές ἐπιδράσεις καί ἀλλοιώσεις» (Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, «Ἡ ἀποστολή τοῦ Ἱερέως στόν σύγχρονο κόσμο», Πεντέλη 11.6.2009, περιοδικό «ΕΚΚΛΗΣΙΑ», ἀρ. 8, Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 2009, σελ. 538).