Η Επανάσταση στη Βόρεια Ελλάδα…

on .

Στη Μακεδονία τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης δεν άρχισε στρατιωτική κίνηση μολονότι τα πνεύματα ήταν από καιρό προετοιμασμένα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Τούρκοι θεωρούσαν τη Μακεδονία ως γέφυρα, η οποία συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με τη νοτιότερη Ελλάδα.

Γι’ αυτό είχαν δημιουργήσει σ’ αυτή δύο ισχυρά στρατιωτικά κέντρα, τη Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι (Βιτώλια) και πολλά άλλα μικρότερα, στα οποία διατηρούσαν ισχυρές φρουρές και στρατιωτικά εφόδια.
Η επανάσταση άρχισε από την Χαλκιδική, και πρωτεργάτης αυτής ήταν ο Εμμανουήλ Παπάς. Ήταν μία εξαιρετική μορφή του Ελληνικού Αγώνα. Κατάγονταν από την περιφέρεια Σερρών, άλλα έζησε και έδρασε μέσα σ’ αυτή τη μεγαλόπολη. Εκεί, με την τίμια και ευσυνείδητη εργασία του απέκτησε σημαντική περιουσία, την οποία διέθεσε και για άλλους αγαθοεργούς σκοπούς, αλλά κυρίως για τον Αγώνα. Ο Παπάς ήταν προσωπικός φίλος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, είχε αλληλογραφία με τον Δημ. Υψηλάντη και αναγνωρίστηκε από αυτόν «ως πληρεξούσιος και διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων του Αγίου Όρους, της Κασσάνδρας και της Θεσσαλονίκης». Λόγω του πλούτου, των αγαθοεργιών και των άλλων του μεγάλων προσόντων ο Παπάς απέκτησε μεγάλο γόητρο και κύρος και είχε την αγάπη και εμπιστοσύνη εξίσου στους Έλληνες και στους Τούρκους. Όταν άρχισε η Επανάσταση όλοι στην Ανατ. Μακεδονία απέβλεπαν στο πρόσωπο του Παπά ως κατάλληλου αρχηγού.
Στις 23 Μαρτίου 1821 ο Εμ. Παπάς στη Λήμνο φόρτωσε όπλα και πολεμοφόδια ένα πλοίο και αφού πήρε μαζί του όλη την κινητή περιουσία του πήγε στον Άθωνα. Πολλοί μοναχοί του Αγίου Όρους ήταν μυημένοι στη Φιλ. Εταιρεία και τον δέχτηκαν με συγκίνηση και ενθουσιασμό. Σε γενική συνέλευση οι ηγούμενοι των Μοναστηριών, πολλοί επίσημοι μοναχοί και ο Παπάς αποφάσισαν την κήρυξη της Επανάστασης στην κατάλληλη στιγμή και άρχισαν να ετοιμάζονται. Συγχρόνως διέταξε τη στρατολογία των μοναχών που μπορούσαν να πάρουν όπλα και των κατοίκων της Χαλκιδικής Χερσονήσου.
Ο Τούρκος διοικητής της Θεσσαλονίκης, είτε πληροφορήθηκε την επαναστατική κίνηση είτε για λόγους πρόνοιας έστειλε σημαντική στρατιωτική δύναμη στη Χαλκιδική. Η προκλητικότητα όμως του τουρκικού στρατού, ο οποίος εισήλθε στη Χαλκιδική και απειλούσε γενική σφαγή των γκιαούρηδων, επιτάχυνε τα πράγματα. Στα μέσα Μαΐου 1821 οι κάτοικοι του Πολυγύρου οπλίστηκαν και ορκίστηκαν στο Σταυρό και κήρυξαν την Επανάσταση. Αφού εξόντωσαν τους λίγους άνδρες της φρουράς της πόλης τους, επιτέθηκαν κατά του τουρκικού στρατού και τον ανάγκασαν να υποχωρήσει.
Μετά τα γεγονότα αυτά, στη Θεσσαλονίκη ο Τούρκος διοικητής αποκεφάλισε πολλούς σημαντικούς προκρίτους και τον επίσκοπο Κίτρους (Πύδνας). Στο Άγιο Όρο ο Παπάς, σε γενική συνέλευση στις Καρυές, κήρυξε την Επανάσταση.
Συγχρόνως επαναστάτησε η Κασσάνδρα, τα Μαδεμοχώρια και γενική εξέγερση έγινε σε όλη τη Χαλκιδική.
Τις πρώτες, όχι πολύ σημαντικές, επιτυχίες των επαναστατών, επακολούθησε απογοήτευση. Οι επαναστάτες, προ του όγκου του στρατού, τον οποίο κινητοποίησαν οι Τούρκοι από τη Θεσσαλονίκη, αισθάνθηκαν την ανάγκη της βοήθειας απ’ έξω. Οι ανθηρές πόλεις της Χαλκιδικής, Πολύγυρος, Βασιλικά, Γαλάτιστα παραδόθηκαν στη φωτιά, οι δε επαναστάτες αναγκάστηκαν να αποσυρθούν, άλλοι μεν στην Κασσάνδρα, άλλοι δε στο Άγιο Όρος, όπου είχαν καταφύγει και 5 χιλιάδες πρόσφυγες από τη Χαλκιδική.
Όταν ο σουλτάνος πληροφορήθηκε την εξέγερση στη Χαλκιδική, τόσο πολύ ταράχτηκε, ώστε έστειλε διοικητή της Θεσσαλονίκης τον σκληρό τυραννικό Αμπούλ Αβούδ, με τη διαταγή να εξοντώσει τους επαναστάτες. Πράγματι, ο Αβούδ Αμπούλ, με 14 χιλιάδες στρατό, κατά τα τέλη Οκτωβρίου, έφθασε στη Χαλκιδική και έπνιξε στο αίμα τα τελευταία ίχνη της Επανάστασης.
Ο Εμμ. Παπάς, αφού κατανάλωσε ολόκληρη την περιουσία του για τις ανάγκες του Αγώνα και πολύ απογοητευμένος από την αποτυχία, μόλις κατόρθωσε να επιβιβασθεί σε ένα Ψαριανό πλοίο και αναχώρησε με σκοπό να πάει στην Ύδρα, σκοπεύοντας με νέες δυνάμεις, νέες βοήθειες να συνεχίσει τον Αγώνα σε άλλο σημείο της Μακεδονίας. Την ώρα όμως που περιέπλεε το ακρωτήριο Καφηρέα της Εύβοιας πέθανε αιφνίδια, ο δε νεκρός μεταφέρθηκε στην Ύδρα, όπου και ετάφη με τιμές Αρχιστρατήγου.
Επανάσταση και καταστροφή
της Νάουσας (Απρίλιος 1822)
Η Δυτ. Μακεδονία, η οποία δεν κινήθηκε το πρώτο έτος της Επανάστασης, εξεγέρθηκε το 1822, με κέντρο την ηρωική Νάουσα, βόρεια του Βερμίου. Αυτό έγινε υπό τις εξής συνθήκες:
Ο Αμπούλ Αβούδ, αφού κατέπνιξε την Επανάσταση της Χαλκιδικής, έλαβε σκληρά και συντονισμένα μέτρα, για να προλάβει όμοιες επαναστατικές εκδηλώσεις στη Δυτ. Μακεδονία. Κάλεσε να παρουσιασθούν στη Θεσσαλονίκη ή στις κατά τόπους τουρκικές αρχές οι επιφανέστεροι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί των πόλεων Βέροιας, Νάουσας, Σιάτιστας, Κοζάνης, Μοναστηρίου, Καστοριάς, Κλεισούρας, κ.α. Ιδιαίτερα διέταξε να παρουσιαστούν ενώπιόν του οι οπλαρχηγοί Διαμαντής Νικολάου και Γούλας Δράσκος από τον Όλυμπο, ο Ζαφειράκης από την Νάουσα, ο Καρατάσος από την Βέροια και ο Γάτσος από την Έδεσσα. Πολλοί από αυτούς κλείστηκαν στις φυλακές, άλλοι αρνήθηκαν να υπακούσουν. Μεταξύ αυτών είναι ο Ζαφειράκης, ο Καρατάσος και ο Γάτσος, οι οποίοι αποφάσισαν να αρχίσουν τον Αγώνα και έγιναν ψυχή του επαναστατικού κινήματος στη Δυτική Μακεδονία.
Ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου γεννήθηκε στη Νάουσα το 1773 και με την εργατικότητά του και την τιμιότητα απόκτησε στην πατρίδα του την ίδια θέση που είχε ο Παπάς στις Σέρρες. Είχε σχεδόν ηγεμονική δύναμη μεταξύ των συμπατριωτών του. Μυήθηκε νωρίς στη Φιλική Εταιρεία και εθεωρείτο ως ο ενδεδειγμένος αρχηγός του επαναστατικού αγώνα.
Ο Ζαφειράκης, ο Καρατάσος και ο Γάτσος ήταν απαράμιλλοι αρχηγοί ατάκτων σωμάτων και σπουδαίοι επαναστατικοί παράγοντες. Τον Ιανουάριο 1822 οι τρεις αυτοί αρχηγοί, μερικοί οπλαρχηγοί του Ολύμπου και πρόκριτοι διαφόρων πόλεων συνήλθαν στην Μονή της Δοβρά. Εκεί πάρθηκαν σοβαρές αποφάσεις, να αρχίσει αμέσως η Επανάσταση χωρίς να περιμένουν βοήθεια από τη νότια Ελλάδα και να χτυπηθεί το πλησιέστερο προς τη Νάουσα στρατιωτικό κέντρο των Τούρκων, η Βέροια. Στις 22 Φεβρουαρίου 1822 συνέλαβαν οι επαναστάτες τη μικρή φρουρά της Νάουσας και υψώθηκε η σημαία της Επανάστασης.
Την επομένη οι οπλαρχηγοί Καρατάσος και Γάτσος με 1.800 πολεμιστές χτύπησαν τη Βέροια. Οι δύο οπλαρχηγοί δεν πέτυχαν το στόχο τους, γιατί οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου, με τους οποίους είχαν συνεννοηθεί να συγχρονίσουν την επίθεση, δεν φάνηκαν. Μετά από λίγες ημέρες (12 Μαρτίου) ενισχύθηκαν από τον Ζαφειράκη και οχυρώθηκαν στην ιστορική Μονή Δοβρά και κατόρθωσαν να αποκρούσουν την επίθεση 4 χιλιάδων Τούρκων από τη Βέροια υπό την ηγεσία του Κεχαγιά Μπέη, αφού προξένησαν σ’ αυτούς σημαντικές ζημιές και σκότωσαν περίπου 1.500 Τούρκους.
Ο Τούρκος πασάς της Θεσσαλονίκης έγινε έξω φρενών για το κατόρθωμα των γκιαούρηδων στην Δοβρά και στις 14 Μαρτίου 1822 εμφανίστηκε στα πρόθυρα της Νάουσας με 16 χιλιάδες μαχητές, ιππικό και 10 κανόνια. Στα τείχη και τους προμαχώνες της Νάουσας έγιναν συγκρούσεις και διαδραματίστηκαν ηρωικά κατορθώματα που μας θυμίζουν το Σούλι και τους αγώνες του. Η πόλη αντιστάθηκε περίπου ένα μήνα. Στις 16 Απριλίου οι Τούρκοι άνοιξαν τις πύλες του τείχους και μπήκαν στην πόλη και την παράδωσαν στη φωτιά, τη σφαγή και τη λεηλασία. Στη Νάουσα που την θεωρούσαν τόπο ασφαλή είχαν καταφύγει πολλές χιλιάδες άμαχου πληθυσμού από τα περίχωρα, μεταξύ των οποίων και οι οικογένειες του Καρατάσου και του Γάτσου.
Όσοι γλύτωσαν από το μαχαίρι των Τούρκων ή δεν κατόρθωσαν με κάποιον τρόπο να διαφύγουν αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν ως δούλοι στις αγορές της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Την επομένη 7 Απριλίου έπεσε και ο πύργος του Ζαφειράκη, αφού με τον ηρωικό αντιπερισπασμό που δημιούργησε στους Τούρκους έδωσε καιρό σε πολλούς να σωθούν.
Πλήθος όμως γυναικοπαίδων, που είχαν συγκεντρωθεί σε ένα μικρό οχυρό κοντά στον πύργο του Ζαφειράκη, δεν πρόλαβαν να σωθούν και αντί να παραδοθούν στους εχθρούς, όπου δεν τους περίμενε τίποτε άλλο παρά ο εξευτελισμός και η ατίμωση, προτίμησαν να κρημνισθούν από ένα ύψωμα στον καταρρακτώδη ποταμό Αραπίτσα και πνίγηκαν στα αφρίζοντα νερά. Έτσι, από τη θλιβερή και πλήρη καταστροφή της Νάουσας έχουμε επανάληψη του χορού του Ζαλόγγου…
Ο Αμπούλ Αβούδ διέταξε την καταδίωξη και σύλληψη εκείνων που διασκορπίστηκαν στα περίχωρα και σε άλλες περιοχές. Έτσι έχουμε απάνθρωπες νέες ωμότητες. Εβραίοι ακολουθούσαν τον τουρκικό στρατό, βοήθησαν να μεταφερθούν μπροστά στη σκηνή του χίλιοι αιχμάλωτοι και να θανατωθούν. Από τους αιχμαλώτους αυτούς άλλοι αποκεφαλίστηκαν και άλλοι απαγχονίστηκαν. Κάθε μέρα νέοι αιχμάλωτοι μεταφέρονταν μπροστά στη σκηνή του Αβούδ Αμπούλ και εκεί θανατώνονταν με τους πιο απάνθρωπους τρόπους. Τους χτυπούσαν τα κεφάλια με ρόπαλα και έπειτα απέκοπταν τους λαιμούς τους με μαχαίρια.
Στις γυναίκες που κρατούσαν στην αγκαλιά τους βρέφη επιβάλλονταν μαρτυρικός θάνατος. Τις κρεμούσαν από τα χέρια από χαμηλούς κλάδους δέντρων με τα παιδιά τους δεμένα κάτω από τα πόδια των μητέρων. Έπειτα έβαζαν φωτιά στα βρέφη, από την οποία καιγότανε και οι μητέρες, αφού έβλεπαν πρώτα να καίγονται τα παιδιά τους και άκουγαν τις σπαρακτικές κραυγές τους. («Η Ελληνική Επανάστασις» Διον. Κόκκινου έκδοση 1957, Τόμος 5ος σελ. 83).
Η γυναίκα του Καρατάσου και του Ζαφειράκη που αρνήθηκαν να εξισλαμισθούν κλείστηκαν σε μεγάλους σάκους με γάτες και ποντίκια. Άλλες γυναίκες κλείστηκαν σε σάκους με φίδια…
Έπειτα από όλα αυτά η επανάσταση στη Δυτ. Μακεδονία έσβησε. Πολλοί Μακεδόνες κατέφυγαν στη Νότια Ελλάδα και πολέμησαν εκεί σε διάφορα μέρη γενναιότατα μέχρι το τέλος του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων…