Επανάσταση του ‘21: Οι δύο ιστορικές «αναγνώσεις»…

on .

Ο εορτασμός των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, παρότι η πανδημία του κορωνοϊού με τους συνεχείς εγκλεισμούς μείωσε αναπόφευκτα τη λάμψη του, ήταν επόμενο να αναζωπυρώσει τη συζήτηση γι’ αυτή σε πολλά πεδία. Ποιος ήταν ο χαρακτήρας της; Ποια ιδεολογία, τάσεις και επιρροές είχε;

Ποιοι πρωτοστάτησαν και τι επιδίωκαν; Από την επέτειο της κορυφαίας αυτής στιγμής του Νεοελληνικού Έθνους η στήλη μας δε θα μπορούσε (και δε θα έπρεπε) να είναι απούσα.

Η αυξανόμενη, λοιπόν, βιβλιογραφία με αφορμή την επέτειο φέρνει ξανά στο προσκήνιο τις διαφορετικές οπτικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις για το ιστορικό αυτό γεγονός. Από τη μια η κυρίαρχη αστική αφήγηση -με αρκετές παραλλαγές και αποκλίσεις στο «εσωτερικό» της (Σπυρ. Τρικούπης, Απ. Βακαλόπουλος, Σαρ. Καργάκος, Τζωρτζ Φίνλεϊ κ.ά.)- η οποία συνεχίζει την παράδοση της ελληνικής ιστοριογραφίας από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά. Σύμφωνα μ’ αυτή, το ελληνικό έθνος διαγράφει μια συνεχή πορεία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αποδεικνύοντας το «αδιάλειπτο» και την ιστορική του συνέχεια. Είναι μία άποψη που δημιουργείται ιστορικά σε συγκεκριμένες περιόδους, αρχικά από τους διανοούμενους του νεοελληνικού διαφωτισμού και στη συνέχεια από τους αστικούς διανοούμενους του νεοελληνικού κράτους. Στην ιδεολογική πραγματικότητα του νεοελληνικού κράτους, η διαχρονικότητα της εθνικής ύπαρξης παίρνει τη μορφή της τρισχιλιετούς πορείας του ελληνικού έθνους, της σφυρηλάτησης δεσμών με την αρχαιότητα, που ξεκινάει στα χρόνια του νεοελληνικού διαφωτισμού και συνεχίζεται στο νεοελληνικό κράτος με την προοδευτική ένταξη σε αυτό το σχήμα του Βυζαντίου και του χριστιανισμού. Κρηπίδα του κοντολογίς ο ελληνοχριστιανικός του χαρακτήρας. Στην προσέγγιση αυτή απο-ταξικοποιείται ο αγώνας, αφού ήταν ένας αγώνας κοινός και χωρίς -τουλάχιστον εμφανώς διαμορφωμένα- ταξικά χαρακτηριστικά. Ήταν η επανάσταση των επί τετρακόσια χρόνια σκληρά καταπιεσμένων ραγιάδων, με μοναδική στοχοθεσία την πολυπόθητη ελευθερία, όπως συμπυκνώνεται στο γεμάτο αποφασιστικότητα και αποκοτιά σύνθημα «ελευθερία ή θάνατος». Στο προσκλητήριο αυτό δεν απουσίαζε κανένας ούτε λαϊκός ούτε κληρικός, με τις ελάχιστες εξαιρέσεις ένθεν κακείθεν απλώς να επιβεβαιώνουν τον κανόνα της παλλαϊκής εξέγερσης. Στον αντίποδα της προσέγγισης αυτής και της «αστικής- συντηρητικής» νοηματοδότησης, προσπάθειες από την πλευρά «προοδευτικών» ιστορικών και αριστερών αναλύσεων -σε δύσκολους καιρούς και εποχές μεγάλων πολιτικών εντάσεων εντός του 20ου αιώνα, με αποκορύφωμα τον Εμφύλιο του 1946-49- δημιούργησαν μια νέα «εθνικολαϊκή» προσέγγιση που κυριάρχησε στην μεταπολεμική αριστερή αφήγηση και ιστοριογραφία. Η προσέγγιση αυτή, όπως ήταν επόμενο, λόγω της «μέθης» του σοσιαλιστικού οράματος, περιείχε εξιδανικεύσεις για το «λαό» -ως εξ ορισμού προοδευτικό υποκείμενο και σε ευθεία αντανάκλαση και καθρέφτης με την έννοια του έθνους- αλλά και για τη στάση συγκεκριμένων Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Στο ίδιο, περίπου, μήκος κύματος υπήρξαν θεμελιακά έργα και μελέτες που προσέγγισαν το ζήτημα από κοινωνική ταξική σκοπιά αμφισβητώντας την «εθνική Ιστορία», αναλύοντας με μια μαρξιστική προσέγγιση τα οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του Οθωμανικού σχηματισμού, των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων για την δημιουργία της αστικής τάξης και του εθνικού αστικού κράτους στην Ελλάδα. Τα έργα αυτά διέλυσαν μια σειρά από ιστορικούς μύθους και ιδεολογήματα και σηματοδότησαν την πρώτη σοβαρή αμφισβήτηση της αστικής αφήγησης. Η ανάδυση τέτοιων αναλύσεων για το 1821 (με πιο εμβληματική το έργο του Γιάννη Κορδάτου «Η κοινωνική σημασία της Επανάστασης του ΄21») σε μια εποχή ιδεολογικής κυριαρχίας της «Μεγάλης Ιδέας» και του ενιαίου ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, αποτέλεσαν μια πρώτη αναγκαία απάντηση στην κυρίαρχη αστική ιστοριογραφία και πολιτική γραμμή από τη μεριά του εργατικού κινήματος και της αριστεράς, παρότι ούτε ενιαία, αλλά ούτε ευθύγραμμη και στατική υπήρξε, αντανακλώντας τις κάθε φορά πολιτικές της προτεραιότητες και την τακτική της στις συγκεκριμένες κάθε φορά συνθήκες δράσης της, υποτάσσοντας την θεωρητική και ιστορική ανάλυση στις ανάγκες της πολιτικής συγκυρίας. Είναι γεγονός ότι η Ιστορία δεν έχει μόνο μία ανάγνωση και επιδέχεται πολλές ερμηνείες μέσω των οποίων επαναξιολογούμε επί το δημιουργικότερο πρόσωπα, κοινωνικές ομάδες, καταστάσεις και γεγονότα. Είναι βέβαιο ότι η Επανάσταση του 1821 δεν ήταν τυχαίο και μεμονωμένο ιστορικό γεγονός. Συνιστά μεγαλειώδες απελευθερωτικό γεγονός. Σε κάθε μικρό ή μεγάλο ιστορικό γεγονός, δεν λείπουν οι υπερβολές, πολλές μάλιστα σε βαθμό διαστρέβλωσης και παραχάραξης, όπως δεν λείπουν οι μύθοι, αλλά και οι αφορισμοί, υπακούοντας σε διάφορες σκοπιμότητες. Χρέος του τίμιου ιστορικού είναι να υπηρετεί την ιστορική αλήθεια, έχοντας πάντοτε κατά νου τη ρήση του Εθνικού μας Ποιητή ότι «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές». Και αληθές είναι ότι στα διακόσια αυτά χρόνια του ελεύθερου βίου μας είχαμε λαμπρές, αλλά και ζοφερές, τραγικές, θα τις χαρακτηρίζαμε, στιγμές. Καλές είναι οι παράτες και οι διαπρύσιες ευχές των διαφόρων ηγετών, αλλά η Ιστορία ενός λαού, το παρελθόν του δηλαδή, γίνεται δάσκαλος, «magistra vitae» κατά τον Κικέρωνα, όταν μέσα από την περισυλλογή μπορεί να εμπνέει με τις επιτυχίες του και να καθιστά διδακτικά τα λάθη του, μη επαναλαμβάνοντάς τα, έχοντας πάντοτε κατά νου τα λόγια του στρατηγού Μακρυγιάννη: «Είμαστε εις το «εμείς» και όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριό, να ζήσωμεν όλοι μαζί». Και, όπως έγραψε στα Απομνημονεύματά του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, «μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου».